ΚΕΦΑΛΑΙΑ : 1ο 2ο 3ο 4ο 5ο


Δ Α Ν Ι Η Λ ΚΕΦΑΛΑΙO : 1ο

2ο 3ο 4ο 5ο

Ο Δανιήλ και οι φίλοι του στη Βαβυλώνα

 

1 ΚΑΤΑ τον τρίτο χρόνο τής βασιλείας τού Ιωακείμ, του βασιλιά τού Ιούδα, ήρθε ο Ναβουχοδονόσορας, ο βασιλιάς τής Βαβυλώνας, στην Ιερουσαλήμ, και την πολιόρκησε.

2 Και ο Κύριος παρέδωσε στο χέρι του τον Ιωακείμ, τον βασιλιά τού Ιούδα, και ένα μέρος των σκευών τού οίκου τού Θεού και τα έφερε στη γη Σεναάρ, στον οίκο τού θεού του και έβαλε τα σκεύη στο θησαυροφυλάκιο του θεού του.

3 Και ο βασιλιάς είπε στον Ασφενάζ, τον αρχιευνούχο του, να φέρει νέους από τους γιους Ισραήλ, και από το βασιλικό σπέρμα, και από τους άρχοντες,

4 νέους που δεν έχουν κανένα ψεγάδι, και ωραίους στην όψη, και νοήμονες σε κάθε σοφία, και ειδήμονες από κάθε γνώση, που να έχουν φρόνηση, και να μπορούν να στέκονται στο παλάτι τού βασιλιά, και να τους διδάσκει τα γράμματα και τη γλώσσα των Χαλδαίων.

5 Και ο βασιλιάς διέταξε γι' αυτούς καθημερινή μερίδα από τα βασιλικά φαγητά, και από το κρασί που ο ίδιος έπινε και αφού ανατραφούν τρία χρόνια, ύστερα απ' αυτά να παραστέκονται μπροστά στον βασιλιά.

6 Και ανάμεσα σ' αυτούς, από τους γιους τού Ιούδα, ήσαν ο Δανιήλ, ο Ανανίας, ο Μισαήλ, και ο Αζαρίας

7 στους οποίους  ο αρχιευνούχος έβαλε ονόματα και τον μεν Δανιήλ ονόμασε Βαλτασάσαρ τον δε Ανανία, Σεδράχ και τον Μισαήλ, Μισάχ τον δε Αζαρία, Αβδέ-νεγώ.

8 Ο Δανιήλ, όμως, έβαλε στην καρδιά του να μη μολυνθεί από τα φαγητά τού βασιλιά ούτε από το κρασί που έπινε εκείνος  γι' αυτό, παρακάλεσε τον αρχιευνούχο να μη μολυνθεί.

9 Και ο Θεός έκανε τον Δανιήλ να βρει χάρη και έλεος μπροστά στον αρχιευνούχο.

10 Και ο αρχιευνούχος είπε στον Δανιήλ: Εγώ φοβάμαι τον κύριό μου τον βασιλιά, που διέταξε το φαγητό σας και το ποτό σας, μήπως και δει τα πρόσωπά σας σκυθρωπότερα από τους νέους τούς συνομιλήκους σας, και ενοχοποιήσετε το κεφάλι μου στον βασιλιά.

11 Και ο Δανιήλ είπε στον Αμελσάρ, τον οποίο ο αρχιευνούχος είχε βάλει στον Δανιήλ, τον Ανανία, τον Μισαήλ, και τον Αζαρία:

12 Δοκίμασε, παρακαλώ, τους δούλους σου για δέκα ημέρες κι ας μας δοθούν όσπρια να τρώμε, και νερό να πίνουμε

13 έπειτα, ας κοιταχτούν τα πρόσωπά μας μπροστά σου, και τα πρόσωπα των νέων που τρώνε από τα φαγητά τού βασιλιά και όπως δεις, κάνε μέ τους δούλους σου.

14 Και τους άκουσε σ' αυτό το πράγμα, και τους δοκίμασε  για δέκα ημέρες.

15 Και μετά το τέλος των δέκα ημερών, τα πρόσωπά τους φάνηκαν ωραιότερα και παχύτερα στη σάρκα, από όλους τους νέους, που έτρωγαν τα φαγητά τού βασιλιά.

16 Και ο Αμελσάρ αφαιρούσε το φαγητό τους, και το κρασί που έπρεπε να πίνουν, και τους έδινε όσπρια.

17 Και στους τέσσερις αυτούς νέους ο Θεός έδωσε γνώση και σύνεση σε κάθε μάθηση και σοφία και έκανε τον Δανιήλ νοήμονα σε κάθε όραση και όνειρο.

18 Και στο τέλος των ημερών, όταν ο βασιλιάς είπε να τους φέρουν μέσα, ο αρχιευνούχος τους έφερε μπροστά στον Ναβουχοδονόσορα.

19 Και ο βασιλιάς μίλησε μαζί τους και ανάμεσα σε όλους, δεν βρέθηκε κανένας όμοιος με τον Δανιήλ, τον Ανανία, τον Μισαήλ, και τον Αζαρία και παραστέκονταν μπροστά στον βασιλιά.

20 Και σε κάθε υπόθεση σοφίας και νόησης, για την οποία τούς ρώτησε ο βασιλιάς, τους βρήκε δεκαπλάσια καλύτερους από όλους τούς μάγους και επαοιδούς, όσοι ήσαν σε ολόκληρο το βασίλειό του.

21 Και ο Δανιήλ παρέμενε έτσι μέχρι τον πρώτο χρόνο τού βασιλιά Κύρου.


Δ Α Ν Ι Η Λ ΚΕΦΑΛΑΙO : 2ο

1ο  3ο 4ο 5ο

Το όνειρο του Ναβουχοδονόσορα

1 ΚΑΙ κατά τον δεύτερο χρόνο τύς βασιλείας τού Ναβουχοδονόσορα, ο Ναβουχοδονόσορας ονειρεύτηκε όνειρα, και το πνεύμα του ταράχτηκε, και ο ύπνος του έφυγε απ' αυτόν.

2 Και ο βασιλιάς είπε να καλέσουν τούς μάγους, και τους επαοιδούς, και τους γόητες, και τους Χαλδαίους, για να φανερώσουν στον βασιλιά τα όνειρά του. 'Ηρθαν, λοιπόν, και στάθηκαν μπροστά στον βασιλιά.

3 Και ο βασιλιάς είπε σ' αυτούς: Ονειρεύτηκα ένα όνειρο, και ταράχτηκε το πνεύμα μου στο να γνωρίσω το όνειρο.

4 Και οι Χαλδαίοι μίλησαν στον βασιλιά Συριακά, λέγοντας : Βασιλιά, να ζεις στον αιώνα πες στους δούλους σου το όνειρο, κι εμείς θα φανερώσουμε την ερμηνεία.

5 Ο βασιλιάς απάντησε, και είπε στους Χαλδαίους: Το πράγμα διέφυγε από μένα αν δεν μου κάνετε γνωστό το όνειρο, και την ερμηνεία του, θα καταμελιστείτε, και τα σπίτια σας θα γίνουν κοπρώνες

6 αλλά, αν φανερώσετε το όνειρο και την ερμηνεία του, θα πάρετε από μένα δώρα, και αμοιβές, και μεγάλη τιμή να  φανερώστε μου, λοιπόν, το όνειρο και την ερμηνεία του.

7 Απάντησαν για δεύτερη φορά, και είπαν: Ας πει ο βασιλιάς το όνειρο στους δούλους του, κι εμείς θα φανερώσουμε την ερμηνεία του.

8 Κι ο βασιλιάς απάντησε και είπε: Στ' αλήθεια, καταλαβαίνω ότι εσείς θέλετε να εξαγοράζετε τον καιρό, βλέποντας ότι μού διέφυγε το πράγμα.

9 Αλλά, αν δεν μου κάνετε γνωστό το όνειρο,  μόνη αυτή είναι η απόφαση για σας επειδή, συμβουλευτήκατε να πείτε μπροστά μου αναληθή και διεφθαρμένα λόγια, μέχρις ότου περάσει ο καιρός πέστε μου, λοιπόν, το όνειρο, και θα γνωρίσω ότι μπορείτε να μου φανερώσετε και την ερμηνεία του.

10 Οι Χαλδαίοι απάντησαν μπροστά στον βασιλιά, και είπαν: Δεν υπάρχει άνθρωπος επάνω στη γη, που να μπορεί να φανερώσει το πράγμα τού βασιλιά όπως και δεν υπάρχει κανένας βασιλιάς, άρχοντας ή διοικητής, που να ζητάει τέτοια πράγματα από μάγο ή επαοιδό ή Χαλδαίο

11 και το πράγμα που ζητάει ο βασιλιάς είναι μεγάλο, και δεν υπάρχει άλλος που να μπορεί να το φανερώσει μπροστά στον βασιλιά, εκτός από τους θεούς, των οποίων η κατοικία  δεν είναι μαζί με σάρκα.

12 Γι' αυτό, ο βασιλιάς θύμωσε και οργίστηκε υπερβολικά, και είπε να απολέσουν όλους τούς σοφούς τής Βαβυλώνας.

13 Και η απόφαση βγήκε, και οι σοφοί θανατώνονταν ζήτησαν δε και τον Δανιήλ, και τους συντρόφους του, για να τους θανατώσουν.

14 Και ο Δανιήλ απάντησε με φρόνηση και σοφία στον Αριώχ, τον αρχισωματοφύλακα του βασιλιά, που βγήκε για να θανατώσει τους σοφούς τής Βαβυλώνας,

15 απάντησε και είπε στον Αριώχ, τον άρχοντα του βασιλιά: Γιατί αυτή η βίαιη απόφαση από τον βασιλιά; Και ο Αριώχ φανέρωσε στον Δανιήλ το πράγμα.

16 Και ο Δανιήλ μπήκε μέσα, και παρακάλεσε τον βασιλιά να του δώσει καιρό, και θα φανέρωνε την ερμηνεία στον βασιλιά.

17 Και ο Δανιήλ πήγε στο σπίτι του και γνωστοποίησε το  πράγμα στον Ανανία, στον Μισαήλ, και στον Αζαρία, τους συντρόφους του

18 για να ζητήσουν από τον Θεό τού ουρανού έλεος για το μυστήριο αυτό, ώστε να μη απολεστεί ο Δανιήλ και οι σύντροφοί του μαζί με τους υπόλοιπους σοφούς τής Βαβυλώνας.

19 Και το μυστήριο αποκαλύφθηκε στον Δανιήλ, με όραμα της νύχτας. Τότε, ο Δανιήλ ευλόγησε τον Θεό τού ουρανού.

20 Και ο Δανιήλ μίλησε και είπε: Ας είναι ευλογημένο το όνομα του Θεού από τον αιώνα και μέχρι τον αιώνα Επειδή, δική του είναι η σοφία και η δύναμη

21 Κι αυτός μεταβάλλει τους καιρούς και τους χρόνους Καθαιρεί βασιλιάδες, και εγκαθιστά βασιλιάδες Δίνει σοφία στους σοφούς, και γνώση στους συνετούς

22 Αυτός αποκαλύπτει τα βαθιά και τα κρυμμένα Γνωρίζει εκείνα που είναι στο σκοτάδι, και μαζί του κατοικεί το φως

23 Ευχαριστώ εσένα, Θεέ των πατέρων μου, και σε δοξολογώ, Που μου έδωσες σοφία και δύναμη, και μου έκανες γνωστό ό,τι δεηθήκαμε από σένα. Επειδή, εσύ μας έκανες γνωστή την υπόθεση του βασιλιά.

24 Πήγε, λοιπόν, ο Δανιήλ στον Αριώχ, τον οποίο ο βασιλιάς είχε διατάξει για να απολέσει τούς σοφούς τής Βαβυλώνας πήγε, και του είπε ως εξής: Μη απολέσεις τους σοφούς τής Βαβυλώνας φέρε με μέσα, μπροστά στον βασιλιά, κι εγώ θα φανερώσω την ερμηνεία στον βασιλιά.

25 Και ο Αριώχ έφερε με βιασύνη μέσα στον βασιλιά τον Δανιήλ, και του είπε ως εξής: Βρήκα έναν άνδρα από τους γιους  τής αιχμαλωσίας τού Ιούδα, ο οποίος θα φανερώσει στον βασιλιά την ερμηνεία.

26 Και ο βασιλιάς απάντησε και είπε στον Δανιήλ, του οποίου το όνομα ήταν Βαλτασάσαρ: Είσαι ικανός να μου φανερώσεις  το όνειρο που είδα, και την ερμηνεία του;

27 Ο Δανιήλ απάντησε μπροστά στον βασιλιά, και είπε: Το μυστήριο για το οποίο ρωτούσε ο βασιλιάς, δεν μπορούν σοφοί, μάγοι, μάντεις, να φανερώσουν στον βασιλιά

28 υπάρχει, όμως, Θεός στον ουρανό, που αποκαλύπτει μυστήρια, και κάνει γνωστό στον βασιλιά Ναβουχοδονόσορα, τι πρόκειται να γίνει στις έσχατες ημέρες. Το όνειρό σου, και τα οράματα του κεφαλιού σου επάνω στο κρεβάτι σου, είναι τούτα:

29 Βασιλιά, οι συλλογισμοί ανέβηκαν στον νου σου επάνω στο κρεβάτι σου, για το τι πρόκειται να γίνει ύστερα απ' αυτά κι αυτός που αποκαλύπτει μυστήρια σου έκανε γνωστό τι πρόκειται να γίνει.

30 'Ομως, όσο για μένα, αυτό το μυστήριο δεν μου αποκαλύφθηκε με σοφία, που εγώ έχω περισσότερο από όλους τούς ζωντανούς ανθρώπους, αλλά για να φανερωθεί η ερμηνεία στον βασιλιά, και για να γνωρίσεις τούς συλλογισμούς τής καρδιάς σου.

31 Εσύ, βασιλιά, θωρούσες και ξάφνου, μια μεγάλη εικόνα η εικόνα εκείνη, που στεκόταν μπροστά σου, ήταν εξαίσια, και η λάμψη της υπέροχη, και η μορφή της φοβερή.

32 Το κεφάλι εκείνης τής εικόνας ήταν από καθαρό χρυσάφι, το στήθος της και οι βραχίονές της από ασήμι, η κοιλιά της και οι μηροί της από χαλκό,

33 οι κνήμες της από σίδερο, ένα μέρος όμως από πηλό.

34 Θεωρούσες μέχρις ότου, χωρίς χέρια, αποκόπηκε μια πέτρα, και χτύπησε εκείνη την εικόνα επάνω στα πόδια της, που ήσαν από σίδερο και πηλό, και τα κατασύντριψε.

35 Τότε, το σίδερο, ο πηλός, ο χαλκός, το ασήμι, και το χρυσάφι, κατασυντρίφτηκαν μαζί, και έγιναν σαν το λεπτό άχυρο ενός θερινού αλωνιού και τα σήκωσε ο άνεμος, και δεν βρέθηκε κανένας τόπος του και η πέτρα που χτύπησε την εικόνα έγινε ένα μεγάλο βουνό, και γέμισε ολόκληρη τη γη.

36 Αυτό είναι το όνειρο και θα πούμε την ερμηνεία του μπροστά στον βασιλιά.

37 Εσύ, βασιλιά, είσαι βασιλιάς βασιλιάδων επειδή, ο Θεός τού ουρανού έδωσε σε σένα βασιλεία, δύναμη, και ισχύ, και δόξα.

38 Και κάθε τόπο όπου κατοικούν οι γιοι των ανθρώπων, τα θηρία τού χωραφιού, και τα πουλιά τού ουρανού, τα έδωσε στο χέρι σου, και σε έκανε κύριο επάνω σε όλα αυτά. Εσύ είσαι εκείνο το χρυσό κεφάλι.

39 Και ύστερα από σένα θα σηκωθεί μια άλλη βασιλεία κατώτερη από τη δική σου, και μια άλλη τρίτη βασιλεία από χαλκό, που θα κυριεύσει επάνω σε ολόκληρη  γη.

40 Και μια τέταρτη βασιλεία θα σταθεί ισχυρή όπως το σίδερο όπως το σίδερο κατακόβει και καταλεπταίνει τα πάντα μάλιστα, καθώς το σίδερο που συντρίβει τα πάντα, έτσι θα κατακόβει και θα κατασυντρίβει.

41 Για το ότι είδες τα πόδια του και τα δάχτυλα, ένα μέρος μεν από πηλό κεραμέα, και ένα μέρος από σίδερο, θα είναι μια διαιρεμένη βασιλεία όμως, θα μένει κάτι μέσα σ' αυτή από τη δύναμη του σίδερου, όπως είδες το σίδερο ανακατεμένο μαζί με αργιλώδη πηλό.

42 Και όπως τα δάχτυλα των ποδιών ήσαν ένα μέρος από σίδερο και ένα μέρος από πηλό, έτσι και η βασιλεία θα είναι κατά μέρος ισχυρή, και κατά μέρος εύθραυστη.

43 Και όπως είδες το σίδερο ανακατεμένο μαζί με αργιλώδη πηλό, έτσι θα ανακατευτούν με σπέρμα ανθρώπων όμως, δεν θα είναι κολλημένοι ο ένας μαζί με τον άλλον, όπως το σίδερο δεν ενώνεται μαζί με τον πηλό.

44 Και κατά τις ημέρες εκείνων των βασιλιάδων, ο Θεός τού ουρανού θα σηκώσει μια βασιλεία, που δεν θα φθαρεί στον αιώνα και η βασιλεία αυτή δεν θα περάσει σε άλλον λαό θα κατασυντρίψει και θα συντελέσει όλες αυτές τις βασιλείες, ενώ αυτή θα διαμένει στους αιώνες,

45 όπως είδες ότι αποκόπηκε μια πέτρα από το βουνό χωρίς χέρια, και κατασύντριψε το σίδερο, τον χαλκό, τον πηλό, το ασήμι, και το χρυσάφι ο μεγάλος Θεός έκανε γνωστό στον βασιλιά ό,τι πρόκειται να γίνει ύστερα απ' αυτά και το όνειρο είναι αληθινό, και η ερμηνεία του πιστή.

46 Τότε, ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορας, έπεσε επάνω στο πρόσωπό του, και προσκύνησε τον Δανιήλ, και πρόσταξε να του προσφέρουν προσφορά και θυμιάματα.

47 Και ο βασιλιάς, απαντώντας στον Δανιήλ, είπε: Στ' αλήθεια, ο Θεός σας, αυτός είναι Θεός θεών, και Κύριος των βασιλιάδων, και ο οποίος αποκαλύπτει μυστήρια επειδή, μπόρεσες να αποκαλύψεις αυτό το μυστήριο.

48 Τότε, ο βασιλιάς μεγάλυνε τον Δανιήλ, και του έδωσε δώρα μεγάλα και πολλά, και τον έκανε κύριο επάνω σε ολόκληρη την επαρχία της Βαβυλώνας, και αρχιδιοικητή επάνω σε όλους τούς σοφούς τής Βαβυλώνας.

49 Και ο Δανιήλ ζήτησε από τον βασιλιά, και έβαλε τον Σεδράχ, τον Μισάχ, και τον Αβδέ-νεγώ, επί των υποθέσεων τής επαρχίας τής Βαβυλώνας ενώ ο Δανιήλ βρισκόταν στην αυλή τού βασιλιά.


Δ Α Ν Ι Η Λ ΚΕΦΑΛΑΙO : 3ο

1ο 2ο  4ο 5ο

Οι τρεις νέοι στο καμίνι τής φωτιάς

1 Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ Ναβουχοδονόσορας έκανε μια χρυσή εικόνα, το ύψος της 60 πήχες, και το πλάτος της έξι πήχες και την έστησε στην πεδιάδα Δουρά, στην επαρχία τής Βαβυλώνας.

2 Και ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορας έστειλε να συγκεντρώσει τούς σατράπες, τους διοικητές, και τους τοπάρχες, τους κριτές, τους θησαυροφύλακες, τους συμβούλους, τους νομοδιδάσκαλους, και όλους τους άρχοντες των επαρχιών, για νάρθουν στα εγκαίνια της εικόνας, που είχε στήσει ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορας.

3 Και οι σατράπες, οι διοικητές, και οι τοπάρχες, οι κριτές, οι θησαυροφύλακες, οι σύμβουλοι, οι νομοδιδάσκαλοι, και όλοι οι άρχοντες των επαρχιών, συγκεντρώθηκαν στα εγκαίνια της εικόνας, που είχε στήσει ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορας και στάθηκαν μπροστά στην εικόνα, που είχε στήσει ο Ναβουχοδονόσορας.

4 Και ένας κήρυκας βοούσε μεγαλόφωνα: Σε σας προστάζεται, λαοί, έθνη, και γλώσσες,

5 κατά την ώρα που θα ακούσετε τον ήχο τής σάλπιγγας, της σύριγγας, της κιθάρας, της σαμβύκης, του ψαλτηρίου, της συμφωνίας, και κάθε είδους μουσική, αφού πέσετε, προσκυνήστε τη χρυσή εικόνα, που έχει στήσει ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορας

6 και όποιος δεν πέσει και προσκυνήσει, την ίδια ώρα θα ριχτεί μέσα στο καμίνι τής φωτιάς που καίει.

7 Γι' αυτό, όταν όλοι οι λαοί άκουσαν τον ήχο τής σάλπιγγας, της σύριγγας, της κιθάρας, της σαμβύκης, του ψαλτηρίου, και κάθε είδους μουσική, πέφτοντας όλοι οι λαοί, τα έθνη, και οι γλώσσες προσκυνούσαν τη χρυσή εικόνα, που είχε στήσει ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορας.

8 Και μερικοί Χαλδαίοι ήρθαν τότε και διέβαλαν τους Ιουδαίους

9 και είπαν, λέγοντας προς τον βασιλιά Ναβουχοδονόσορα: Βασιλιά, να ζεις στον αιώνα.

10  Εσύ, βασιλιά, έβγαλες πρόσταγμα, κάθε άνθρωπος, που θα ακούσει τον ήχο τής σάλπιγγας, της σύριγγας, της κιθάρας, της σαμβύκης, του ψαλτηρίου, και της συμφωνίας, και κάθε είδους μουσική, να πέσει και να προσκυνήσει τη χρυσή εικόνα

11 και όποιος δεν πέσει και προσκυνήσει, να ριχτεί μέσα στο καμίνι τής φωτιάς που καίει.  

12 Υπάρχουν μερικοί άνδρες Ιουδαίοι, που τους έβαλες στις υποθέσεις τής επαρχίας τής Βαβυλώνας, ο Σεδράχ, ο Μισάχ, και ο Αβδέ-νεγώ αυτοί οι άνθρωποι, βασιλιά, δεν σε σεβάστηκαν τους θεούς σου δεν λατρεύουν, και τη χρυσή εικόνα, που έχεις στήσει, δεν την προσκυνούν.

13 Τότε, ο Ναβουχοδονόσορας, με θυμό και οργή, πρόσταξε να φέρουν τον Σεδράχ, τον Μισάχ, και τον Αβδέ-νεγώ. Και έφεραν αυτούς τους ανθρώπους μπροστά στον βασιλιά.

14 Και αποκρινόμενος ο Ναβουχοδονόσορας, τους είπε: Στ' αλήθεια, Σεδράχ, Μισάχ, και Αβδέ-νεγώ, δεν λατρεύετε τους θεούς μου, και δεν προσκυνάτε τη χρυσή εικόνα που έχω στήσει;

15 Τώρα, λοιπόν, αν είστε έτοιμοι, μόλις ακούσετε τον ήχο τής σάλπιγγας, της σύριγγας, της κιθάρας, της σαμβύκης, του ψαλτηρίου, και της συμφωνίας, και κάθε είδους μουσική, να πέσετε και να προσκυνήσετε την εικόνα που έχω κάνει, καλώς αν, όμως, δεν προσκυνήσετε, θα ριχτείτε την ίδια ώρα μέσα στο καμίνι τής φωτιάς που καίει και ποιος είναι εκείνος ο Θεός, που θα σας ελευθερώσει από τα χέρια μου;

16 Ο Σεδράχ, ο Μισάχ, και ο Αβδέ-νεγώ απάντησαν, και είπαν στον βασιλιά Ναβουχοδονόσορα: Εμείς δεν έχουμε ανάγκη να σου απαντήσουμε για το πράγμα αυτό.

17 Αν είναι έτσι, ο Θεός μας, που εμείς λατρεύουμε, είναι δυνατός να μας ελευθερώσει από το καμίνι τής φωτιάς που καίει και από το χέρι σου, βασιλιά, θα μας ελευθερώσει.

18 Αλλά, και αν όχι, ας είναι σε σένα γνωστό, βασιλιά, ότι τους θεούς σου δεν τους λατρεύουμε, και τη χρυσή εικόνα, που έχεις στήσει, δεν την προσκυνούμε.

19 Τότε, ο Ναβουχοδονόσορας γέμισε από θυμό, και η όψη τού προσώπου του αλλοιώθηκε ενάντια στον Σεδράχ, τον Μισάχ, και τον  Αβδέ-νεγώ και αφού μίλησε, πρόσταξε να κάψουν το καμίνι επτά  φορές περισσότερο από ό,τι φαινόταν ότι έκαιγε.

20 Και ο βασιλιάς πρόσταξε τους δυνατότερους άνδρες τού στρατού του, να δέσουν τον Σεδράχ, τον Μισάχ, και τον Αβδέ-νεγώ, και να τους ρίξουν στο καμίνι τής φωτιάς που έκαιγε.

21 Τότε, οι άνδρες εκείνοι δέθηκαν με τα σαλβάριά τους, τις τιάρες τους, και τις περικνημίδες τους, και τα άλλα ενδύματά τους, και ρίχτηκαν μέσα στο καμίνι τής φωτιάς που έκαιγε.

22 Και επειδή η προσταγή τού βασιλιά ήταν κατεπείγουσα, και έκαναν το καμίνι να καίει υπερβολικά, η φλόγα τής φωτιάς θανάτωσε τους άνδρες εκείνους, που είχαν σηκώσει τον Σεδράχ, τον Μισάχ, και τον Αβδέ-νεγώ.

23 Και αυτοί οι τρεις άνδρες, ο Σεδράχ, ο Μισάχ, και ο Αβδέ-νεγώ, έπεσαν δεμένοι μέσα στο καμίνι τής φωτιάς που έκαιγε.

24 Και ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορας έμεινε έκπληκτος και καθώς σηκώθηκε με βιασύνη, μίλησε στους μεγιστάνες του και είπε: Δεν ρίξαμε τρεις άνδρες δεμένους στο μέσον τής φωτιάς; Και εκείνοι απάντησαν στον βασιλιά, και είπαν: Στ' αλήθεια, βασιλιά.

25 Και απαντώντας, είπε: Δέστε, εγώ βλέπω τέσσερις άνδρες λυμένους, να περπατούν στο μέσον τής φωτιάς, και βλάβη δεν υπάρχει σ' αυτούς και η όψη τούυ τέταρτου είναι όμοια με υιόν Θεού.

26 Τότε, αφού ο Ναβουχοδονόσορας πλησίασε στο στόμιο από το καμίνι τής φωτιάς που έκαιγε, μίλησε και είπε: Σεδράχ, Μισάχ, και Αβδέ-νεγώ, δούλοι τού Θεού τού υψίστου, βγείτε έξω, κι ελάτε. Τότε, ο Σεδράχ, ο Μισάχ, και ο Αβδέ-νεγώ, βγήκαν έξω από το μέσον τής φωτιάς.

27 Και αφού συγκεντρώθηκαν οι σατράπες, οι διοικητές, και οι τοπάρχες, και οι μεγιστάνες τού βασιλιά, είδαν αυτούς τούς άνδρες, ότι επάνω στα σώματά τους η φωτιά δεν είχε ισχύ, και τρίχα τού κεφαλιού τους δεν κάηκε, και τα σαλβάριά τους δεν παράλλαξαν, ούτε μυρουδιά φωτιάς πέρασε επάνω τους.

28 Τότε, ο Ναβουχοδονόσορας μίλησε και είπε: Ευλογητός ο Θεός τού Σεδράχ, του Μισάχ, και του Αβδέ-νεγώ, που έστειλε τον άγγελό του, και ελευθέρωσε τους δούλους του, που έλπισαν σ' αυτόν, και παράκουσαν τον λόγο τού βασιλιά, και παρέδωσαν τα σώματά τους, για να μη λατρεύσουν ούτε να προσκυνήσουν άλλον θεό, εκτός από τον Θεό τους.

29 Γι' αυτό, βγάζω διάταγμα, ότι κάθε λαός, έθνος, και γλώσσα, που θα μιλήσει κακό ενάντια στον Θεό τού Σεδράχ, του Μισάχ, και του Αβδέ-νεγώ, θα καταμελιστεί, και τα σπίτια τους θα γίνουν κοπρώνες επειδή, δεν υπάρχει άλλος θεός, που να μπορεί να ελευθερώσει με τέτοιον τρόπο.

30 Τότε, ο βασιλιάς προβίβασε τον Σεδράχ, τον Μισάχ, και τον Αβδέ-νεγώ, στην επαρχία τής Βαβυλώνας.


Δ Α Ν Ι Η Λ ΚΕΦΑΛΑΙO : 4ο

1ο 2ο 3ο  5ο

Θαυμάσια και μεγαλεία τού Θεού

1 Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ Ναβουχοδονόσορας προς όλους τους λαούς, έθνη, και γλώσσες, που κατοικούν επάνω σε ολόκληρη τη γη: Ειρήνη ας πληθυνθεί σε σας.

2 Τα σημεία και τα θαυμάσια που ο ύψιστος Θεός έκανε σε μένα, άρεσε μπροστά μου να τα αναγγείλω.

3 Πόσο μεγάλα είναι τα σημεία του! Και πόσο ισχυρά τα θαυμάσιά του! Η βασιλεία του είναι αιώνια βασιλεία, και η εξουσία του σε γενεά και γενεά.

4 Εγώ ο Ναβουχοδονόσορας αναπαυόμουν στον οίκο μου, και ήμουν σε ακμή στο παλάτι μου

5 είδα ένα όνειρο, που με κατέπληξε, και οι συλλογισμοί μου επάνω στο κρεβάτι μου και οι οράσεις τού κεφαλιού μου με τάραξαν.

6 Γι' αυτό, έβγαλα πρόσταγμα νάρθουν μπροστά μου όλοι οι σοφοί τής Βαβυλώνας, για να μου φανερώσουν την ερμηνεία τού ονείρου.

7 Τότε, μπήκαν μέσα οι μάγοι, οι επαοιδοί, οι Χαλδαίοι και οι μάντεις και εγώ είπα το όνειρο μπροστά τους, αλλά δεν μου φανέρωσαν την ερμηνεία του.

8 Και ύστερα, ήρθε μπροστά μου ο Δανιήλ, που το όνομά του ήταν Βαλτασάσαρ, σύμφωνα με το όνομα του θεού μου, και στον οποίο είναι το πνεύμα των άγιων θεών και είπα μπροστά του το όνειρο, λέγοντας:

9 Βαλτασάσαρ, άρχοντα των μάγων, επειδή γνώρισα ότι το πνεύμα των άγιων θεών είναι σε σένα, και δεν σου είναι δύσκολο κανένα κρυπτό, πες μου τα οράματα του ονείρου μου, που είδα, και την ερμηνεία του.

10 Δες, τα οράματα του κεφαλιού μου επάνω στο κρεβάτι μου: 'Εβλεπα, και ξάφνου, ένα δέντρο στο μέσον τής γης, και το ύψος του μεγάλο.

11 Το δέντρο μεγάλωσε και δυνάμωσε, και το ύψος του έφτανε μέχρι τον ουρανό, και η θέα του μέχρι τα πέρατα ολόκληρης της γης.

12 Τα φύλλα του ήσαν ωραία, και ο καρπός του πολύς, και σ' αυτό ήταν τροφή για όλους κάτω από τη σκιά του αναπαύονταν τα θηρία τού χωραφιού, και στα κλαδιά του κατασκήνωναν τα πουλιά τού ουρανού, και απ' αυτό τρεφόταν κάθε σάρκα.

13 Είδα στα οράματα του κεφαλιού μου επάνω στο κρεβάτι μου, και ξάφνου, ένας φύλακας και άγιος κατέβηκε από τον ουρανό

14 και φώναξε μεγαλόφωνα, και είπε ως εξής: Κόψτε το δέντρο, και αποκόψτε τα κλαδιά του εκτινάξτε τα φύλλα του, και διασκορπίστε τον καρπό του ας φύγουν τα θηρία από κάτω του, και τα πουλιά από τα κλαδιά του

15 το στέλεχος, όμως, των ριζών του αφήστε το στη γη, κι αυτό με σιδερένιον και χάλκινον δεσμό, στο τρυφερό χορτάρι τού χωραφιού και θα βρέχεται με τη δρόσο τού ουρανού, και η μερίδα του θα είναι μαζί με τα θηρία, στο χορτάρι τής γης

16 η καρδιά του θα μεταβληθεί από την ανθρώπινη, και θα του δοθεί καρδιά θηρίου και θα περάσουν επάνω του επτά καιροί.

17 Αυτό το πράγμα είναι με πρόσταγμα των φυλάκων, και η υπόθεση με τον λόγο των αγίων ώστε να γνωρίσουν αυτοί που ζουν ότι ο 'Υψιστος είναι Κύριος της βασιλείας των ανθρώπων, και σε όποιον θέλει τη δίνει, και το εξουθένημα των ανθρώπων βάζει επάνω σ' αυτή.

18 Αυτό το όνειρο είδα εγώ ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορας κι εσύ, Βαλτασάσαρ, πες την ερμηνεία του επειδή, όλοι οι σοφοί τού βασιλείου μου δεν είναι ικανοί να φανερώσουν σε μένα την ερμηνεία ενώ εσύ είσαι ικανός επειδή, το πνεύμα των άγιων θεών είναι μέσα σε σένα.

19 Τότε, ο Δανιήλ, που το όνομά του ^ήταν^ Βαλτασάσαρ, έμεινε μέχρι μία ώρα εκστατικός, και τον τάραζαν οι διαλογισμοί του. Ο βασιλιάς μίλησε και είπε: Βαλτασάσαρ, ας μη σε ταράζει το όνειρο ή η ερμηνεία του. Ο Βαλτασάσαρ απάντησε και είπε: Κύριέ μου, το όνειρο ας έρθει επάνω σ' εκείνους που σε μισούν, και η ερμηνεία του επάνω στους εχθρούς σου.

20 Το δέντρο που είδες, που αυξήθηκε και δυνάμωσε, που το ύψος του έφτασε μέχρι τον ουρανό, και η θέα του σε όλη τη γη,

21 και τα φύλλα του ήσαν ωραία, και ο καρπός του πολύς, και τροφή για όλους ήταν σ' αυτό, και από κάτω του κατοικούσαν τα θηρία τού χωραφιού, και στα κλαδιά του κατασκήνωναν τα πουλιά τού ουρανού,

22 βασιλιά, εσύ είσαι αυτό το δέντρο, που μεγαλύνθηκες και δυνάμωσες και υψώθηκε η μεγαλοσύνη σου, και έφτασε μέχρι τον ουρανό, και η εξουσία σου μέχρι τα πέρατα της γης.

23 Και για το ότι ο βασιλιάς είδε έναν φύλακα και άγιο, που κατέβαινε από τον ουρανό, και έλεγε: Κόψτε το δέντρο, και καταστρέψτε το αφήστε στη γη μόνον το στέλεχος των ριζών του, κι αυτό με σιδερένιον και χάλκινον δεσμό, στο τρυφερό χορτάρι τού χωραφιού και ας βρέχεται από τη δρόσο τού ουρανού, και με τα θηρία τού χωραφιού ας είναι η μερίδα του, μέχρι να περάσουν επάνω σ' αυτό επτά καιροί

24 βασιλιά, αυτή είναι η ερμηνεία, κι αυτή η απόφαση του Υψίστου, που έφτασε επάνω στον κύριό μου τον βασιλιά

25 και θα εκδιωχθείς από τους ανθρώπους, και η κατοικία σου θα είναι μαζί με τα θηρία τού χωραφιού, και θα τρως χορτάρι όπως τα βόδια, και θα βρέχεσαι από τη δρόσο τούυ ουρανού και θα περάσουν επάνω σου επτά καιροί, μέχρις ότου γνωρίσεις ότι ο 'Υψιστος είναι ο Κύριος της βασιλείας των ανθρώπων, και σε όποιον θέλει, τη δίνει.

26 Και για το ότι προστάχθηκε να αφήσουν το στέλεχος των ριζών τούυ δέντρου το βασίλειό σου θα στερεωθεί σε σένα, αφού γνωρίσεις την ουράνια εξουσία.

27 Γι'αυτό, βασιλιά, ας γίνει σε σένα δεκτή η συμβουλή μου, και απόκοψε τις αμαρτίες σου με δικαιοσύνη, και τις ανομίες σου με οικτιρμούς φτωχών ίσως και διαρκέσει η ευημερία σου.

Η ταπείνωση  του Ναβουχοδονόσορα

28 `Ολα αυτά ήρθαν επάνω στον βασιλιά Ναβουχοδονόσορα.

29 Στο τέλος των 12 μηνών, ενώ περπατούσε επάνω σε έναν ψηλό τόπο στο βασιλικό παλάτι τής Βαβυλώνας, 30 ο βασιλιάς μίλησε, και είπε: Δεν είναι αυτή η μεγάλη Βαβυλώνα, που εγώ έκτισα για καθέδρα τού βασιλείου με ισχύ τής δύναμής μου, και για τιμή τής δόξας μου;

31 Ο λόγος ήταν ακόμα στο στόμα τού βασιλιά, και έγινε φωνή από τον ουρανό, λέγοντας : Σε σένα αναγγέλλεται, βασιλιά Ναβουχοδονόσορα : Η βασιλεία σου παρήλθε από σένα

32 και θα εκδιωχθείς από τους ανθρώπους, και η κατοικία σου θα είναι μαζί με τα θηρία τού χωραφιού χορτάρι θα τρως όπως τα βόδια, και θα περάσουν επάνω σου επτά καιροί, μέχρις ότου γνωρίσεις ότι ο `Υψιστος είναι ο Κύριος της βασιλείας των ανθρώπων, και σε όποιον θέλει, τη δίνει.

33 Και κατά την ώρα αυτή εκτελέστηκε ο λόγος επάνω στον Ναβουχοδονόσορα και εκδιώχθηκε από τους ανθρώπους, και έτρωγε χορτάρι όπως τα βόδια, και το σώμα του βρεχόταν από τη δρόσο τού ουρανού, μέχρις ότου αυξήθηκαν οι τρίχες του σαν φτερά αετών, και τα νύχια του σαν των ορνέων.

Ο Κύριος κυρίαρχος επάνω στα βασίλεια της γης

34 Και στο τέλος των ημερών, εγώ ο Ναβουχοδονόσορας, σήκωσα τα μάτια μου προς τον ουρανό, και τα μυαλά μου επέστρεψαν σε μένα, και ευλόγησα τον 'Υψιστο, και αίνεσα και δόξασα αυτόν που ζει στον αιώνα, του οποίου η εξουσία είναι εξουσία αιώνια, και η βασιλεία του σε γενεά και γενεά

35 και όλοι οι κάτοικοι της γης λογίζονται μπροστά του ως ένα τίποτε και σύμφωνα με τη θέλησή του πράττει στο στράτευμα του ουρανού, και στους κατοίκους τής γης και δεν υπάρχει κάποιος που να εμποδίζει το χέρι του ή που να του λέει: Τι έκανες;

36 Κατά τον ίδιο καιρό τα μυαλά μου επέστρεψαν σε μένα και για δόξα τής βασιλείας μου επανήλθε σε μένα η λαμπρότητά μου και η μορφή μου, και οι αυλικοί μου και οι μεγιστάνες μου με ζητούσαν, και στερεώθηκα στη βασιλεία μου, και μου προστέθηκε  μεγαλύτερη μεγαλειότητα.

37 Τώρα, εγώ ο Ναβουχοδονόσορας αινώ και υπερυψώνω και δοξάζω τον βασιλιά τού ουρανού επειδή, όλα τα έργα του είναι αλήθεια, και οι δρόμοι του κρίση και μπορεί να ταπεινώσει αυτούς που περπατούν μέσα στην υπερηφάνεια.


Δ Α Ν Ι Η Λ ΚΕΦΑΛΑΙO : 5ο

1ο 2ο 3ο 4ο

Η ασέβεια του  βασιλιά Βαλτάσαρ. Η κρίση τού Θεού

1 Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ Βαλτάσαρ έκανε ένα μεγάλο συμπόσιο σε χίλιους από τους μεγιστάνες του, και έπινε κρασί μπροστά στους χίλιους.

2 Και στη γεύση τού κρασιού, ο Βαλτάσαρ πρόσταξε να φέρουν τα σκεύη τα χρυσαφένια και τα ασημένια, που ο πατέρας του ο Ναβουχοδονόσορας είχε αφαιρέσει από τον ναό στην Ιερουσαλήμ, για να πιουν μ' αυτά ο βασιλιάς και οι μεγιστάνες του, οι γυναίκες του, και οι παλλακές του.

3 Και φέρθηκαν τα σκεύη τα χρυσά, που είχαν αφαιρεθεί από τον ναό τού οίκου τού Θεού, που ήταν στην Ιερουσαλήμ και έπιναν μ' αυτά ο βασιλιάς και οι μεγιστάνες του, και οι γυναίκες του, και οι παλλακές του.

4 'Επιναν κρασί, και αίνεσαν τους θεούς τούς χρυσούς, και ασημένιους, τους χάλκινους, τους σιδερένιους, τους ξύλινους, και τους πέτρινους.

5 Και κατά την ίδια ώρα πρόβαλαν δάχτυλα από χέρι ανθρώπου, και έγραψαν απέναντι από τη λυχνία, επάνω στο κονίαμα τού τοίχου του παλατιού τού βασιλιά και ο βασιλιάς έβλεπε την παλάμη τού χεριού, η οποία έγραψε.

6 Τότε, η όψη τού βασιλιά αλλοιώθηκε, και οι συλλογισμοί του τον συντάραζαν, ώστε οι σύνδεσμοι της οσφύος του διαλύονταν, και τα γόνατά του συγκρούονταν.

7 Και ο βασιλιάς βόησε μεγαλόφωνα να φέρουν μέσα τούς επαοιδούς, τους Χαλδαίους, και τους μάντεις. Τότε, ο βασιλιάς μίλησε, και είπε στους σοφούς τής Βαβυλώνας: 'Οποιος διαβάσει αυτή τη γραφή, και μου δείξει την ερμηνεία της, θα ντυθεί πορφύρα, και η χρυσή αλυσίδα θα μπει γύρω από τον λαιμό του, και θα είναι ο τρίτος άρχοντας του βασιλείου.

8 Τότε, μπήκαν μέσα όλοι οι σοφοί τού βασιλιά όμως, δεν μπορούσαν να διαβάσουν τη γραφή ούτε να φανερώσουν στον βασιλιά την ερμηνεία της.

9 Και ο βασιλιάς Βαλτάσαρ ταράχτηκε υπερβολικά, και αλλοιώθηκε σ' αυτόν η όψη του, και οι μεγιστάνες του συνταράχτηκαν.

10 Η βασίλισσα, από τα λόγια τού βασιλιά και των μεγιστάνων του, μπήκε μέσα στον οίκο τού συμποσίου και η βασίλισσα μίλησε, και είπε: Βασιλιά, να ζεις στον αιώνα να μη σε ταράζουν οι συλλογισμοί σου, και η όψη σου ας μη αλλοιώνεται.

11 Υπάρχει άνθρωπος στο βασίλειό σου, στον οποίο υπάρχει το πνεύμα των αγίων θεών και στις ημέρες τού πατέρα σου, φως και σύνεση, και σοφία, όπως η σοφία των θεών, βρέθηκαν σ' αυτόν, τον οποίο  ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορας, ο πατέρας σου, ο βασιλιάς ο πατέρας σου, τον είχε κάνει άρχοντα των μάγων, των επαοιδών, των Χαλδαίων, και των μάντεων

12 επειδή, πνεύμα έξοχο, και γνώση, και σύνεση, ερμηνεία ονείρων, και εξήγηση αινιγμάτων,  και λύση αποριών, βρέθηκαν σ' αυτόν, τον Δανιήλ, τον οποίο ο βασιλιάς ο πατέρας σου είχε μετονομάσει σε Βαλτασάσαρ τώρα, λοιπόν, ας προσκληθεί ο Δανιήλ, και θα σου δείξει την ερμηνεία.

13 Τότε, φέρθηκε μέσα ο Δανιήλ μπροστά στον βασιλιά. Και  ο βασιλιάς μίλησε, και είπε στον Δανιήλ: Εσύ είσαι ο Δανιήλ εκείνος, που είσαι από τους γιους τής αιχμαλωσίας τού Ιούδα, που είχε φέρει από την Ιουδαία ο βασιλιάς ο πατέρας μου;

14 'Ακουσα πραγματικά για σένα, ότι το πνεύμα των θεών είναι μέσα σε σένα, και φως, και σύνεση, και έξοχη σοφία βρέθηκαν σε σένα.

15 Και τώρα, μπήκαν μέσα μπροστά μου οι σοφοί, και οι επαοιδοί, για να διαβάσουν αυτή τη γραφή, και να μου φανερώσουν την ερμηνεία της όμως, δεν μπόρεσαν να δείξουν την ερμηνεία τού πράγματος.

16 Και εγώ άκουσα για σένα ότι, μπορείς να ερμηνεύεις, και να λύνεις απορίες τώρα, λοιπόν, αν μπορείς να διαβάσεις τη γραφή, και να μου φανερώσεις την ερμηνεία της, θα ντυθείς πορφύρα, και η χρυσή αλυσίδα θα μπει γύρω από τον λαιμό σου, και θα είσαι ο τρίτος άρχοντας του βασιλείου.

17 Τότε, ο Δανιήλ απάντησε, και είπε μπροστά στον βασιλιά: Τα δώρα σου ας είναι σε σένα, και δώσε σε άλλον τις αμοιβές σου εγώ, όμως, θα διαβάσω τη γραφή στον βασιλιά, και θα του φανερώσω την ερμηνεία.

18 Βασιλιά, ο Θεός ο 'Υψιστος έδωσε στον πατέρα σου τον Ναβουχοδονόσορα βασιλεία και μεγαλειότητα, και δόξα, και τιμή

19 και για τη μεγαλειότητα, που του είχε δώσει, όλοι οι λαοί, έθνη, και γλώσσες, έτρεμαν και φοβούνταν μπροστά του όποιον ήθελε φόνευε, και όποιον ήθελε διατηρούσε ζωντανόν, και όποιον ήθελε ύψωνε, και όποιον ήθελε ταπείνωνε

20 όταν, όμως, η καρδιά του υψώθηκε, και ο νους του σκληρύνθηκε μέσα στην υπερηφάνεια, τον κατέβασαν από τον βασιλικό του θρόνο, και η δόξα του αφαιρέθηκε απ' αυτόν

21 και εκδιώχθηκε από τους γιους των ανθρώπων και η καρδιά του έγινε όπως των θηρίων, και η κατοικία του ήταν μαζί με τα άγρια γαϊδούρια τρεφόταν με χορτάρι σαν τα βόδια, και το σώμα του βρεχόταν από τη δρόσο τού ουρανού μέχρις ότου γνώρισε ότι ο Θεός ο ύψιστος είναι ο Κύριος της βασιλείας των ανθρώπων, και όποιον θέλει, στήνει επάνω σ' αυτή.

22 Κι εσύ, ο γιος του, ο Βαλτάσαρ, δεν ταπείνωσες την καρδιά σου, ενώ ^τα^ γνώριζες όλα αυτά

23 αλλά, υψώθηκες ενάντια στον Κύριο του ουρανού και τα σκεύη τού οίκου του έφεραν μπροστά σου, και πίνατε κρασί απ' αυτά, κι εσύ και οι μεγιστάνες σου, οι γυναίκες σου, και οι παλλακές σου και δοξολόγησες τους θεούς τούς ασημένιους, και τους χρυσούς, τους χάλκινους, και τους σιδερένιους, τους ξύλινους και τους πέτρινους, που δεν βλέπουν ούτε ακούν ούτε καταλαβαίνουν και τον Θεό, στου οποίου το χέρι είναι η πνοή σου, και στην εξουσία του όλοι οι δρόμοι σου, δεν δόξασες.

24 Γι' αυτό, στάλθηκε από μπροστά του η παλάμη τού χεριού, και εγχαράχθηκε αυτή η γραφή.

25  Και τούτη είναι η γραφή που εγχαράχθηκε:  M ε ν έ,   Μ ε ν έ,   Θ ε κ έ λ,   Ο υ φ α ρ σ ί ν. 

26  Αυτή είναι η ερμηνεία του πράγματος:  Μ ε ν έ,  ο Θεός μέτρησε τη βασιλεία σου, και την τελείωσε.

27  Θ ε κ έ λ,  ζυγίστηκες στην πλάστιγγα, και βρέθηκες ελλιπής.

28  Φ ε ρ έ ς,  διαιρέθηκε η βασιλεία σου, και δόθηκε στους Μήδους και Πέρσες.

29 Τότε, ο Βαλτάσαρ πρόσταξε, και έντυσαν τον Δανιήλ την πορφύρα, και περιέβαλαν τη χρυσή αλυσίδα γύρω από τον λαιμό του, για να είναι ο τρίτος άρχοντας του βασιλείου.

30 Την ίδια εκείνη νύχτα ο Βαλτάσαρ, ο βασιλιάς των Χαλδαίων φονεύθηκε.

31 Και ο Δαρείος ο Μήδος πήρε τη βασιλεία, ήταν δε περίπου 62 χρόνων.

Ο Δανιήλ κατηγορείται άδικα και ρίχνεται στον λάκκο των λιονταριών. Ο Θεός, όμως, κάνει απελευθέρωση