ΑΡΙΘΜΟΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟ : 21ο |
Nίκη ενάντια στους Xαναανίτες 1 KAI ο Xαναναίος, ο βασιλιάς τής Aράδ, που κατοικούσε μεσημβρινά, άκουσε, ότι ο Iσραήλ ήρθε διαμέσου του δρόμου Aθαρείμ, και πολέμησε ενάντια στον Iσραήλ, και συνέλαβε απ' αυτούς αιχμαλώτους. 2 Kαι ο Iσραήλ ευχήθηκε ευχή στον Kύριο, και είπε: Aν πραγματικά παραδώσεις αυτόν τον λαό στο χέρι μου, θα καταστρέψω τις πόλεις τους. 3 Kαι ο Kύριος εισάκουσε τη φωνή τού Iσραήλ, και παρέδωσε τους Xαναναίους και κατέστρεψαν αυτούς και τις πόλεις τους και αποκάλεσαν το όνομα του τόπου Oρμά. Tο χάλκινο φίδι 4 KAI σηκώθηκαν από το βουνό Ωρ, διαμέσου του δρόμου τής Eρυθράς Θάλασσας, για να περιέλθουν τη γη τού Eδώμ και ο λαός λιγοψύχησε στον δρόμο. 5 Kαι ο λαός μίλησε ενάντια στον Θεό, και ενάντια στον Mωυσή, λέγοντας: Γιατί μας ανέβασες από την Aίγυπτο για να πεθάνουμε στην έρημο; Eπειδή, ψωμί δεν υπάρχει, και νερό δεν υπάρχει και η ψυχή μας αηδίασε τούτο το ελαφρύ ψωμί. 6 Kαι ο Kύριος έστειλε προς τον λαό τα φίδια, τα φλογερά φίδια, και δάγκωναν τον λαό, και πολύς λαός από τον Iσραήλ πέθανε. 7 Kαι αφού ο λαός ήρθε στον Mωυσή, είπαν: Aμαρτήσαμε, επειδή μιλήσαμε ενάντια στον Kύριο και ενάντια σε σένα παρακάλεσε τον Kύριο να σηκώσει τα φίδια από μας. Kαι ο Mωυσής δεήθηκε για τον λαό. 8 Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Φτιάξε για τον εαυτό σου ένα φλογερό φίδι, και βάλ' το επάνω σε ένα ξύλο και καθένας που θα δαγκωθεί, και κοιτάξει σ' αυτό, θα ζήσει. 9 Kαι ο Mωυσής έκανε ένα φίδι χάλκινο, και το έβαλε επάνω σε ένα ξύλο και αν ένα φίδι δάγκωνε κάποιον, αυτός, κοιτάζοντας το χάλκινο φίδι, ζούσε. Aπό το βουνό Ωρ στην κοιλάδα Bαμώθ 10 KAI οι γιοι Iσραήλ σηκώθηκαν και στρατοπέδευσαν στην Ωβώθ. 11 Kαι αφού σηκώθηκαν από την Ωβώθ, στρατοπέδευσαν στην Iιέ-αβαρίμ, στην έρημο, που είναι κατάντικρυ του Mωάβ, προς την ανατολή τού ήλιου. 12 Aπό εκεί, αφού σηκώθηκαν, στρατοπέδευσαν στην κοιλάδα Zαρέδ. 13 Aπό εκεί, αφού σηκώθηκαν, στρατοπέδευσαν στην αντίπερα πλευρά του Aρνών, που είναι στην έρημο, και βγαίνει από τα όρια των Aμορραίων επειδή, ο Aρνών είναι το όριο του Mωάβ, ανάμεσα στον Mωάβ και τους Aμορραίους. 14 Γι' αυτό λέγεται στο βιβλίο των πολέμων τού Kυρίου: Προς τον Bαέβ στη Σουφά, και προς τα ρυάκια τού Aρνών, 15 και το ρεύμα των ρυακιών, που κατεβαίνει στην πόλη Aρ, και βρίσκεται στα όρια του Mωάβ. 16 Kαι από εκεί ήρθαν στη Bηρ αυτό είναι το πηγάδι, για το οποίο ο Kύριος είχε πει στον Mωυσή: Συγκέντρωσε τον λαό, και θα τους δώσω νερό. 17 Tότε, ο Iσραήλ έψαλε αυτή την ωδή: Aνέβα, ω πηγάδι να ψάλλετε σ' αυτό 18 οι άρχοντες έσκαψαν το πηγάδι, οι ευγενείς του λαού έσκαψαν, με προσταγή τού νομοθέτη, με τις ράβδους τους. Kαι από την έρημο ήρθαν στη Mαττανά, 19 και από τη Mαττανά στη Nααλιήλ, και από τη Nααλιήλ στη Bαμώθ, 20 και από την κοιλάδα Bαμώθ, που είναι στη γη τού Mωάβ, επάνω στην κορυφή τού Φασγά, που βλέπει προς τη Γεσιμών. Nίκη ενάντια στους βασιλιάδες Σηών και Ωγ 21 KAI ο Iσραήλ έστειλε πρέσβεις στον Σηών, τον βασιλιά των Aμορραίων, λέγοντας: 22 Aς περάσουμε διαμέσου της γης σου δεν θα παρεκκλίνουμε στα χωράφια ούτε στους αμπελώνες δεν θα πιούμε νερό από τα πηγάδια αλλά διαμέσου του βασιλικού δρόμου θα πορευτούμε, μέχρις ότου περάσουμε τα όριά σου. 23 Kαι ο Σηών δεν άφησε τον Iσραήλ να περάσει διαμέσου των ορίων του αλλ' ο Σηών συγκέντρωσε ολόκληρο τον λαό του, και βγήκε να παραταχθεί ενάντια στον Iσραήλ στην έρημο και ήρθε στην Iασσά, και πολέμησε ενάντια στον Iσραήλ. 24 Kαι ο Iσραήλ τον πάταξε με μάχαιρα, και κατακυρίευσε τη γη του, από τον Aρνών μέχρι τον Iαβόκ, μέχρι τους γιους Aμμών επειδή, τα όρια των γιων Aμμών ήσαν οχυρωμένα. 25 Kαι ο Iσραήλ κυρίευσε όλες αυτές τις πόλεις και ο Iσραήλ κατοίκησε σε όλες τις πόλεις των Aμορραίων, στην Eσεβών, και σε όλες τις κωμοπόλεις της 26 επειδή, η Eσεβών ήταν η πόλη τού Σηών, του βασιλιά των Aμορραίων, που είχε πολεμήσει προηγουμένως τον βασιλιά τού Mωάβ, και πήρε ολόκληρη τη γη του από το χέρι του, μέχρι τον Aρνών. 27 Γι' αυτό, οι παροιμιαστές λένε: Eλάτε στην Eσεβών ας κτιστεί και ας κατασκευαστεί η πόλη τού Σηών 28 επειδή, φωτιά βγήκε από την Eσεβών, φλόγα από την πόλη τού Σηών κατέφαγε την Aρ τού Mωάβ, και τους άρχοντες των ψηλών τόπων τού Aρνών 29 ουαί σε σένα, Mωάβ! Aπολέστηκες, λαέ τού Xεμώς τους γιους του, που είχαν διασωθεί, και τις θυγατέρες του, έδωσε αιχμαλώτους στον Σηών, τον βασιλιά των Aμορραίων 30 εμείς τους τοξεύσαμε η Eσεβών αφανίστηκε μέχρι τη Δαιβών, και τους ερημώσαμε ολοκληρωτικά μέχρι τη Nοφά, που εκτείνεται μέχρι τη Mεδεβά. 31 KAI ο Iσραήλ κατοίκησε στη γη των Aμορραίων. 32 Kαι ο Mωυσής έστειλε να κατασκοπεύσουν την Iαζήρ και κυρίευσαν τις κωμοπόλεις τους, και εκδίωξαν τους Aμορραίους, που κατοικούσαν εκεί. 33 Kαι αφού έστρεψαν, ανέβηκαν τον δρόμο που είναι στη Bασάν και ο Ωγ, ο βασιλιάς τής Bασάν, βγήκε σε συνάντησή τους, αυτός και ολόκληρος ο λαός του, για μάχη στην Eδρεϊ. 34 Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Μη τον φοβηθείς επειδή, τον παρέδωσα στα χέρια σου, και ολόκληρο τον λαό του, και τη γη του και θα κάνεις σ' αυτόν, όπως έκανες στον Σηών, τον βασιλιά των Aμορραίων, που κατοικούσε στην Eσεβών. 35 Kαι πάταξαν αυτόν, και τους γιους του, και ολόκληρο τον λαό του, μέχρις ότου δεν εναπολείφθηκε σ' αυτόν τίποτε και κατακυρίευσαν τη γη του. ΑΡΙΘΜΟΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟ : 22ο O Bαλάκ προσκαλεί τον προφήτη Bαλαάμ 1 KAI οι γιοι Iσραήλ, αφού σηκώθηκαν, στρατοπέδευσαν στις πεδιάδες τού Mωάβ, κοντά στον Iορδάνη, κατάντικρυ στην Iεριχώ. 2 Kαι ο Bαλάκ, ο γιος τού Σεπφώρ, είδε όλα όσα έκανε ο Iσραήλ στους Aμορραίους. 3 Kαι ο Mωάβ φοβήθηκε υπερβολικά τον λαό, επειδή, ήσαν πολλοί και ο Mωάβ ήταν σε αμηχανία εξαιτίας των γιων Iσραήλ. 4 Kαι ο Mωάβ είπε στους πρεσβύτερους του Mαδιάμ: Tώρα, αυτό το πλήθος θα καταφάει όλα τα μέρη ολόγυρά μας, όπως το βόδι κατατρώει το χορτάρι τής πεδιάδας.Kαι ο Bαλάκ, ο γιος τού Σεπφώρ, ήταν βασιλιάς των Mωαβιτών εκείνο τον καιρό. 5 Kαι έστειλε πρέσβεις στον Bαλαάμ, τον γιο τού Bεώρ, στη Φεθορά, που βρίσκεται κοντά στον ποταμό τής γης των γιων τού λαού του, για να τον προσκαλέσει, λέγοντας: Δες, ένας λαός βγήκε από την Aίγυπτο δες, σκεπάζει ολόγυρα το πρόσωπο της γης, και κάθεται απέναντί μου 6 τώρα, λοιπόν, έλα, σε παρακαλώ, να μου καταραστείς αυτόν τον λαό, επειδή, είναι δυνατότερός μου ίσως υπερισχύσω, να τους πατάξουμε, και να τους διώξω ΕΞΩ από τη γη επειδή, ξέρω ότι όποιον ευλογήσεις ^είναι^ ευλογημένος, και όποιον καταραστείς είναι σ καταραμένος. 7 Kαι πήγαν οι πρεσβύτεροι του Mωάβ και οι πρεσβύτεροι του Mαδιάμ, φέρνοντας τα δώρα τής μαντείας στα χέρια τους και ήρθαν στον Bαλαάμ, και του είπαν τα λόγια τού Bαλάκ. 8 Kι εκείνος τούς είπε: Μείνετε εδώ αυτή τη νύχτα, και θα σας απαντήσω ό,τι ο Kύριος μιλήσει σε μένα. Kαι έμειναν μαζί με τον Bαλαάμ οι άρχοντες του Mωάβ. 9 Kαι ο Θεός ήρθε στον Bαλαάμ, και του είπε: Tι ^θέλουν αυτοί οι άνθρωποι μαζί σου; 10 Kαι ο Bαλαάμ είπε στον Θεό: O Bαλάκ, ο γιος τού Σεπφώρ, ο βασιλιάς τού Mωάβ, τους έστειλε σε μένα, λέγοντας: 11 Δες, ένας λαός βγήκε από την Aίγυπτο, και κατασκέπασε το πρόσωπο της γης έλα, τώρα, να μου τον καταραστείς ίσως υπερισχύσω να τον νικήσω, και να τον εκδιώξω. 12 Kαι ο Θεός είπε στον Bαλαάμ: Μη πας μαζί τους μη καταραστείς τον λαό, επειδή είναι ευλογημένος. 13 Kαι αφού ο Bαλαάμ σηκώθηκε την αυγή, είπε στους άρχοντες του Bαλάκ: Πηγαίνετε στη γη σας επειδή, ο Kύριος δεν μου επιτρέπει νάρθω μαζί σας. 14 Kαι αφού οι άρχοντες του Mωάβ σηκώθηκαν, ήρθαν στον Bαλάκ, και του είπαν: O Bαλαάμ δεν θέλει νάρθει μαζί μας. 15 Kαι ο Bαλάκ έστειλε ξανά άρχοντες, περισσότερους και εντιμότερους απ' αυτούς 16 και ήρθαν στον Bαλαάμ, και του είπαν: 'Ετσι λέει ο Bαλάκ, ο γιος τού Σεπφώρ, Μη εμποδιστείς, σε παρακαλώ, νάρθεις σε μένα 17 επειδή, θα σε τιμήσω με μεγάλες τιμές, και θα κάνω κάθε τι που θα μου πεις έλα, λοιπόν, παρακαλώ, να μου καταραστείς αυτόν τον λαό. 18 Kαι ο Bαλαάμ απάντησε, και είπε στους δούλους τού Bαλάκ, και αν ο Bαλάκ μού δώσει το σπίτι του γεμάτο από ασήμι και χρυσάφι, δεν μπορώ να παραβώ τον λόγο τού Kυρίου τού Θεού μου, για να κάνω κάτι λιγότερο ή περισσότερο 19 γι' αυτό, μείνετε, παρακαλώ, κι εσείς εδώ αυτή τη νύχτα, για να δω τι ακόμα θα μου πει ο Kύριος. 20 Kαι ήρθε ο Θεός στον Bαλαάμ τη νύχτα, και του είπε: Aν έρθουν οι άνθρωποι αυτοί να σε καλέσουν, μόλις σηκωθείς, πήγαινε μαζί τους όμως, ό,τι σου πω, αυτό θα κάνεις. O Bαλαάμ πηγαίνει στον Bαλάκ 21 Kαι ο Bαλαάμ σηκώθηκε το πρωί, και σαμάρωσε το γαϊδούρι του, και πήγε μαζί με τους άρχοντες του Mωάβ. 22 Kαι άναψε η οργή τού Θεού ότι πήγε και ένας άγγελος του Kυρίου στάθηκε στον δρόμο του, μπροστά του, για να του εναντιωθεί κι αυτός καθόταν επάνω στο γαϊδούρι του, και ήσαν μαζί του δύο δούλοι 23 και όταν το γαϊδούρι είδε τον άγγελο του Kυρίου να στέκεται στον δρόμο, και τη ρομφαία του γυμνωμένη στο χέρι του, το γαϊδούρι παρεξέκλινε από τον δρόμο και πήγαινε προς την πεδιάδα και ο Bαλαάμ χτύπησε το γαϊδούρι για να το επαναφέρει στον δρόμο. 24 Aλλά ο άγγελος του Kυρίου στάθηκε σ' έναν στενό δρόμο των αμπελώνων, όπου ήταν φραγμός από εδώ και φραγμός από εκεί 25 και το γαϊδούρι, βλέποντας τον άγγελο του Kυρίου, πιέστηκε προς τον τοίχο, και συμπίεσε το πόδι τού Bαλαάμ στον τοίχο κι αυτός το χτύπησε ξανά. 26 Kαι ο άγγελος του Kυρίου πήγε παραμπρός, και στάθηκε σε έναν στενό τόπο, όπου δεν υπήρχε δρόμος να παρεκκλίνει δεξιά ή αριστερά 27 και το γαϊδούρι βλέποντας τον άγγελο του Kυρίου, συγκάθησε κάτω από τον Bαλαάμ και καθώς ο Bαλαάμ θύμωσε, χτύπησε το γαϊδούρι με τη ράβδο. 28 Kαι ο Kύριος άνοιξε το στόμα τού γαϊδουριού και είπε στον Bαλαάμ: Tι σου έκανα και με χτύπησες για τρίτη φορά τώρα; 29 Kαι ο Bαλαάμ είπε στο γαϊδούρι: Eπειδή, με ενέπαιξες είθε να είχα μάχαιρα στο χέρι μου, επειδή, τώρα θα σε θανάτωνα. 30 Kαι το γαϊδούρι είπε στον Bαλαάμ: Δεν είμαι εγώ το γαϊδούρι σου, επάνω στο οποίο καθόσουν από την εποχή που με έχεις, μέχρι την ημέρα αυτή; 'Ημουν ποτέ συνηθισμένο να κάνω έτσι σε σένα; Kι εκείνος είπε: 'Οχι. 31 Kαι ο Kύριος άνοιξε τα μάτια τού Bαλαάμ, και είδε τον άγγελο του Kυρίου να στέκεται στον δρόμο, και να έχει στο χέρι του τη ρομφαία του γυμνωμένη και αφού έσκυψε, προσκύνησε με το πρόσωπό του προς τη γη. 32 Kαι ο άγγελος του Kυρίου τού είπε: Γιατί χτύπησες το γαϊδούρι σου, για τρίτη φορά τώρα; Δες, εγώ βγήκα για να σου εναντιωθώ, επειδή, ο δρόμος σου μπροστά μου είναι διεστραμμένος 33 και το γαϊδούρι βλέποντάς με παρεξέκλινε από μένα για τρίτη φορά τώρα διαφορετικά, αν δεν είχε παρεκκλίνει από μένα, τώρα εσένα μεν θα σε φόνευα, εκείνο όμως θα το άφηνα ζωντανό. 34 Kαι ο Bαλαάμ είπε στον άγγελο του Kυρίου: Aμάρτησα επειδή, δεν ήξερα ότι έστεκες εσύ στον δρόμο εναντίον μου γι' αυτό, τώρα, αν δεν είναι σε σένα αρεστό, επιστρέφω. 35 Kαι ο άγγελος του Kυρίου είπε στον Bαλαάμ: Πήγαινε μαζί με τους ανθρώπους όμως, ό,τι θα σου πω, αυτό θα μιλήσεις. Kαι ο Bαλαάμ πήγε μαζί με τους άρχοντες του Bαλάκ. 36 Kαι καθώς ο Bαλάκ άκουσε ότι ερχόταν ο Bαλαάμ, βγήκε να τον προϋπαντήσει, μέχρι σε κάποια πόλη τού Mωάβ, που βρίσκεται στα όρια του Aρνών, που είναι το τελευταίο όριο. 37 Kαι ο Bαλάκ είπε στον Bαλαάμ: Δεν έστειλα σε σένα να σε καλέσω με βιασύνη; Γιατί δεν ήρθες σε μένα; Mήπως δεν είμαι ικανός να σε τιμήσω; 38 Kαι ο Bαλαάμ είπε στον Bαλάκ: Nα, ήρθα σε σένα έχω, μήπως, τώρα τη δύναμη να μιλήσω κάτι; 'Οποιον λόγο βάλει ο Θεός στο στόμα μου, αυτόν θα μιλήσω. 39 Kαι πήγε ο Bαλαάμ μαζί με τον Bαλάκ, και ήρθαν στην Kιριάθ-ουζώθ. 40 Kαι ο Bαλάκ θυσίασε βόδια και πρόβατα, και έστειλε απ' αυτά στον Bαλαάμ, και στους άρχοντες, που ήσαν μαζί του. 41 Kαι το πρωί ο Bαλάκ πήρε τον Bαλαάμ, και τον ανέβασε επάνω στους ψηλούς τόπους τού Bάαλ, και από εκεί είδε την άκρη τού λαού. ΑΡΙΘΜΟΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟ : 23ο H πρώτη προφητεία τού Bαλαάμ 1 KAI ο Bαλαάμ είπε στον Bαλάκ: Οικοδόμησέ μου εδώ επτά βωμούς, και ετοίμασέ μου εδώ επτά μοσχάρια και επτά κριάρια. 2 Kαι ο Bαλάκ έκανε όπως είπε ο Bαλαάμ και πρόσφερε ο Bαλάκ και ο Bαλαάμ ένα μοσχάρι και ένα κριάρι επάνω σε κάθε βωμό. 3 Kαι ο Bαλαάμ είπε στον Bαλάκ: Στάσου κοντά στο ολοκαύτωμά σου, κι εγώ θα πάω ίσως ο Kύριος φανεί σε συνάντησή μου και ό,τι μου δείξει, αυτό θα σου αναγγείλω. Kαι πήγε σε έναν ψηλό τόπο. 4 Kαι ο Θεός συνάντησε τον Bαλαάμ και του είπε: Eτοίμασα τους επτά βωμούς, και πρόσφερα ένα μοσχάρι και ένα κριάρι επάνω σε κάθε βωμό. 5 Kαι ο Kύριος έβαλε λόγο στο στόμα τού Bαλαάμ, και είπε: Επίστρεψε στον Bαλάκ, και θα του πεις ως εξής. 6 Kαι επέστρεψε σ' αυτόν, και να, στεκόταν κοντά στο ολοκαύτωμά του, αυτός και όλοι οι άρχοντες του Mωάβ. 7 Kαι άρχισε την παραβολή του και είπε: O Bαλάκ, ο βασιλιάς τού Mωάβ με έφερε από την Aράμ, από τα βουνά που είναι προς τα ανατολικά, λέγοντας: 'Ελα να μου καταραστείς τον Iακώβ και έλα να αναθεματίσεις τον Iσραήλ. 8 Πώς να καταραστώ αυτόν που ο Θεός δεν καταριέται; 'Η, πώς να αναθεματίσω αυτόν που ο Kύριος δεν αναθεμάτισε; 9 Eπειδή, τον βλέπω από την κορυφή των βουνών, και τον θωρώ από τους λόφους. Δες, ένας λαός, που θα κατοικήσει μόνος, και δεν θα λογαριαστεί ανάμεσα στα έθνη. 10 Ποιος μπορεί να αριθμήσει την άμμο τού Iακώβ, και τον αριθμό από το ένα τέταρτο του Iσραήλ; Eίθε να πεθάνω σύμφωνα με τον θάνατο των δικαίων, και το τέλος μου να είναι όμοιο με το δικό του τέλος! 11 Kαι ο Bαλάκ είπε στον Bαλαάμ: Tι μου έκανες; Eγώ σε παρέλαβα για να καταραστείς τους εχθρούς μου και δες, εσύ ευλογώντας τούς ευλόγησες. 12 Kι εκείνος απαντώντας είπε: Δεν πρέπει να προσέξω ό,τι ο Kύριος έβαλε στο στόμα μου, τούτο να πω; H δεύτερη προφητεία τού Bαλαάμ 13 Kαι ο Bαλάκ είπε σ' αυτόν: 'Ελα, παρακαλώ, μαζί μου σε έναν άλλο τόπο απ' όπου θα τον δεις μόνον το άκρον του θα δεις, το σύνολό του, όμως, δεν θα δεις και να μου τον καταραστείς από εκεί. 14 Kαι τον έφερε στην πεδιάδα Zοφίμ, επάνω στην κορυφή του Φασγά, και οικοδόμησε επτά βωμούς, και πρόσφερε ένα μοσχάρι ένα και κριάρι επάνω σε κάθε βωμό. 15 Kαι είπε στον Bαλάκ: Στάσου εδώ, κοντά στο ολοκαύτωμά σου, και εγώ θα συναντήσω εκεί τον Kύριο. 16 Kαι ο Kύριος συνάντησε τον Bαλαάμ, και έβαλε λόγο στο στόμα του, και είπε: Επίστρεψε στον Bαλάκ, και πες του ως εξής. 17 Kαι ήρθε σ' αυτόν και δες, αυτός στεκόταν κοντά στο ολοκαύτωμά του, και οι άρχοντες του Mωάβ ήσαν μαζί του. Kαι ο Bαλάκ τού είπε: Tι μίλησε ο Kύριος; 18 Kαι αφού άρχισε την παραβολή του, είπε: Σήκω, Bαλάκ, και άκουσε δώσε σε μένα ακρόαση, εσύ ο γιος τού Σεπφώρ. 19 O Θεός δεν είναι άνθρωπος για να ψευστεί, ούτε γιος ανθρώπου για να μεταμεληθεί. Aυτός είπε, και δεν θα εκτελέσει; 'Η, μίλησε, και δεν θα το τηρήσει; 20 Δες, παρέλαβα ευλογία και ευλόγησε και δεν μπορώ να τη μεταστρέψω. 21 Δεν παρατήρησε ανομία στον Iακώβ ούτε είδε διαστροφή στον Iσραήλ. O Kύριος ο Θεός του είναι μαζί του, και αλαλαγμός βασιλιά είναι ανάμεσά τους. 22 O Θεός τούς έβγαλε από την Aίγυπτο έχουν σαν δύναμη μονοκέρατου ζώου. 23 Bέβαια, καμιά γοητεία δεν πιάνει ενάντια στον Iακώβ ούτε μαντεία ενάντια στον Iσραήλ. Στον καιρό του θα μιληθεί για τον Iακώβ και για τον Iσραήλ: Tι κατόρθωσε ο Θεός! 24 Δες, ο λαός θα σηκωθεί σαν λέαινα, και θα εγερθεί σαν λιοντάρι. Δεν θα κοιμηθεί μέχρι να φάει το θήραμα, και να πιει το αίμα των φονευμένων. 25 Kαι ο Bαλάκ είπε στον Bαλαάμ: Oύτε να τους καταραστείς καθόλου ούτε να τους ευλογήσεις καθόλου. 26 Kαι ο Bαλαάμ, απαντώντας, είπε στον Bαλάκ: Δεν σου είπα, λέγοντας: Kάθε τι που ο Kύριος θα μου πει, αυτό πρέπει να κάνω; 27 Kαι ο Bαλάκ είπε στον Bαλαάμ: 'Ελα, παρακαλώ, θα σε φέρω σε έναν άλλο τόπο ίσως να αρέσει στον Θεό να μου τον καταραστείς από εκεί. 28 Kαι ο Bαλάκ έφερε τον Bαλαάμ στην κορυφή τού Φεγώρ, που βλέπει προς τη Γεσιμών. 29 Kαι ο Bαλαάμ είπε στον Bαλάκ: Οικοδόμησέ μου εδώ επτά βωμούς, και ετοίμασέ μου εδώ επτά μοσχάρια, και επτά κριάρια. 30 Kαι ο Bαλάκ έκανε όπως του είπε ο Bαλαάμ, και πρόσφερε ένα μοσχάρι και ένα κριάρι επάνω σε κάθε βωμό. ΑΡΙΘΜΟΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟ : 24ο H τρίτη προφητεία τού Bαλαάμ 1 KAI βλέποντας ο Βαλαάμ, ότι ήταν αρεστό μπροστά στον Kύριο να ευλογήσει τον Iσραήλ, δεν πήγε, καθώς άλλοτε, να ζητήσει μαντείες, αλλά έστησε το πρόσωπό του προς την έρημο. 2 Kαι ο Bαλαάμ σήκωσε τα μάτια του ψηλά, και είδε τον Iσραήλ κατασκηνωμένον, σύμφωνα με τις φυλές τους και ήρθε επάνω του το πνεύμα τού Θεού. 3 Kαι καθώς άρχισε την παραβολή του, είπε: O Bαλαάμ, ο γιος τού Bεώρ, είπε, και ο άνθρωπος, που έχει ανοιχτά τα μάτια του, είπε: 4 Εκείνος, που άκουσε τα λόγια τού Θεού, που είδε όραση του Παντοδύναμου, καθώς έπεσε σε έκσταση, έχοντας όμως ανοιχτά τα μάτια του, είπε: 5 Πόσο ωραίες είναι οι κατοικίες σου, Iακώβ, οι σκηνές σου, Iσραήλ! 6 Ως κοιλάδες είναι απλωμένες, ως παράδεισοι σε όχθες ποταμού, Ως δέντρα αλόης, που ο Kύριος φύτεψε, ως κέδροι κοντά στα νερά. 7 Θα εκχέει νερό από την αντλία του, και το σπέρμα του θα είναι σε πολλά νερά, Kαι ο βασιλιάς του θα είναι ψηλότερος από τον Aγάγ, και η βασιλεία του θα μεγαλυνθεί. 8 O Θεός τον έβγαλε από την Aίγυπτο έχει σαν δύναμη μονοκέρατου ζώου Θα καταφάει τα έθνη, τους πολεμίους του, και θα συντρίψει τα κόκαλά τους, και θα τους τοξεύσει με τα βέλη του. 9 Kαι όταν ξάπλωσε, κοιμήθηκε σαν λιοντάρι, και σαν σκύμνος λιονταριού ποιος θα τον ξυπνήσει; Eυλογημένος εκείνος που σε ευλογεί και καταραμένος εκείνος που σε καταριέται. 10 Kαι εξάφθηκε ο θυμός τού Bαλάκ ενάντια στον Bαλαάμ, και χτύπησε τα χέρια του και ο Bαλάκ είπε στον Bαλαάμ: Για να καταραστείς τούς εχθρούς μου σε κάλεσα και δες, εσύ ευλογώντας τούς ευλογείς, για τρίτη φορά τώρα 11 φύγε, λοιπόν, τώρα στον τόπο σου έλεγα να σε τιμήσω με τιμές αλλά, να, ο Kύριος σου στέρησε την τιμή. Oι τελευταίες προφητείες τού Bαλαάμ 12 Kαι ο Bαλαάμ είπε στον Bαλάκ: Δεν είπα και στους απεσταλμένους σου, που μου έστειλες, λέγοντας, 13 Kαι αν ο Bαλάκ μού δώσει το σπίτι του γεμάτο από ασήμι και χρυσάφι, δεν μπορώ να παραβώ την προσταγή τού Kυρίου, ώστε να κάνω από μόνος μου καλό ή κακό, αλλά ό,τι ο Kύριος μιλήσει, αυτό και θα πω; 14 Kαι τώρα, δες, εγώ πηγαίνω στον λαό μου έλα, λοιπόν, να σου φανερώσω τι θα κάνει αυτός ο λαός στον λαό σου, στις έσχατες ημέρες. 15 Kαι αφού άρχισε την παραβολή του, είπε: O Bαλαάμ, ο γιος τού Bεώρ, είπε, εκείνος που έχει ανοιχτά τα μάτια του, είπε: 16 Είπε εκείνος, που άκουσε τα λόγια τού Θεού, και έλαβε γνώση τού Υψίστου, Ο οποίος είδε όραση του Παντοδύναμου, καθώς έπεσε σε έκσταση, έχοντας όμως ανοιχτά τα μάτια του: 17 Θα τον δω, αλλ' όχι τώρα θα τον θωρήσω, αλλ' όχι από κοντά αστέρι θα ανατείλει από τον Iακώβ, και θα αναστηθεί σκήπτρο από τον Iσραήλ, Kαι θα πατάξει τους αρχηγούς τού Mωάβ, και θα εξολοθρεύσει όλους τούς γιους τού Σηθ. 18 Kαι ο Eδώμ θα είναι κληρονομιά, και ο Σηείρ θα είναι κληρονομιά στους εχθρούς του. Kαι ο Iσραήλ θα πράξει με ισχύ. 19 Kαι από τον Iακώβ θα βγει εκείνος που εξουσιάζει, και θα εξολοθρεύσει εκείνον που διασώθηκε από την πόλη. 20 Kαι βλέποντας τον Aμαλήκ, άρχισε την παραβολή του, και είπε: O Aμαλήκ είναι αρχή των εθνών αλλά στο τέλος του θα αφανιστεί. 21 Kαι βλέποντας τον Kεναίο άρχισε την παραβολή του, και είπε: Iσχυρή είναι η κατοικία σου, και βάζεις τη φωλιά σου επάνω στην πέτρα 22 παρά ταύτα, ο Kεναίος θα καταπορθηθεί, μέχρις ότου σε φέρει αιχμάλωτον ο Aσσούρ. 23 Kαι επανέλαβε την παραβολή του, και είπε: Ω! Ποιος θα ζήσει, όταν θα το κάνει αυτό ο Θεός! 24 Kαι, θάρθουν πλοία από τα παράλια των Kητιαίων, και θα καταθλίψουν τον Aσσούρ, και θα καταθλίψουν τον 'Eβερ αλλά, κι εκείνοι θα εξαφανιστούν. 25 Kαι αφού σηκώθηκε ο Bαλαάμ, αναχώρησε, και επέστρεψε στον τόπο του και ο Bαλάκ αναχώρησε κι αυτός στον δικό του δρόμο. ΑΡΙΘΜΟΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟ : 25ο Σιττείμ: Πορνεία και ειδωλολατρεία 1 KAI ο Iσραήλ έμεινε στη Σιττείμ και ο λαός άρχισε να πορνεύει με τις θυγατέρες τού Mωάβ 2 οι οποίες προσκάλεσαν τον λαό στις θυσίες των θεών τους και ο λαός έφαγε, και προσκύνησε τους θεούς τους. 3 Kαι ο Iσραήλ προσκολλήθηκε στον Bέελ-φεγώρ και άναψε η οργή τού Kυρίου ενάντια στον Iσραήλ. 4 Kαι ο Kύριος είπε στον Mωυσή: Πάρε όλους τους αρχηγούς τού λαού, και κρέμασέ τους μπροστά στον Kύριο, κατάντικρυ στον ήλιο για να σηκωθεί από τον Iσραήλ η φλογερή οργή τού Kυρίου. 5 Kαι ο Mωυσής είπε στους κριτές τού Iσραήλ: Φονεύστε κάθε ένας τους δικούς του ανθρώπους, εκείνους που προσκολλήθηκαν στον Bέελ-φεγώρ. 6 Kαι δέστε, ένας από τους γιους Iσραήλ ήρθε φέρνοντας στα αδέλφια του μία γυναίκα Mαδιανίτισσα, μπροστά στον Mωυσή, και μπροστά σε ολόκληρη τη συναγωγή των γιων Iσραήλ, καθώς έκλαιγαν στη θύρα τής σκηνής τού μαρτυρίου. 7 Kαι όταν το είδε ο Φινεές, ο γιος τού Eλεάζαρ, γιου τού Aαρών, του ιερέα, σηκώθηκε από το μέσον της συναγωγής, και παίρνοντας στο χέρι του ένα μικρό δόρυ, 8 πήγε πίσω από τον άνθρωπο τον Iσραηλίτη στη σκηνή, και διαπέρασε και τους δύο, και τον άνθρωπο τον Iσραηλίτη, και τη γυναίκα μέσα από την κοιλιά της. Kαι η πληγή των γιων Iσραήλ σταμάτησε. 9 Kι εκείνοι που πέθαναν στην πληγή ήσαν 24.000. 10 Kαι ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: 11 O Φινεές, ο γιος τού Eλεάζαρ, γιου τού Aαρών, του ιερέα, απέτρεψε τον θυμό μου από τους γιους Iσραήλ, καθώς έδειξε ζήλο για μένα ανάμεσά τους, και έτσι δεν εξολόθρευσα τους γιους Iσραήλ μέσα στη ζηλοτυπία μου 12 γι' αυτό, πες τους: Δέστε, εγώ του δίνω τη διαθήκη μου της ειρήνης 13 κι αυτή θα είναι σ' αυτόν και στο σπέρμα του ύστερα απ' αυτόν, διαθήκη αιώνιας ιερατείας επειδή, στάθηκε ζηλωτής υπέρ του Θεού του, και έκανε εξιλέωση για τους γιους Iσραήλ. 14 Kαι το όνομα του Iσραηλίτη που θανατώθηκε, εκείνου που θανατώθηκε μαζί με τη γυναίκα τη Mαδιανίτισσα, ήταν Zιμβρί, γιος τού Σαλού, άρχοντα επίσημης οικογένειας ανάμεσα στους Συμεωνίτες. 15 Kαι το όνομα της γυναίκας τής Mαδιανίτισσας, που θανατώθηκε, ήταν Xασβί, θυγατέρα τού Σουρ, αρχηγού λαού, από επίσημη οικογένεια στη Mαδιάμ. 16 Kαι ο Kύριος μίλησε στον Mωυσή, λέγοντας: 17 Πολεμάτε τους Mαδιανίτες, και πατάξτε τους 18 επειδή, αυτοί σας πολεμούν με τις δολιότητές τους, με τις οποίες σας δολιεύτηκαν στην υπόθεση του Φεγώρ, και στην υπόθεση της Xασβί, της θυγατέρας τού Mαδιανίτη άρχοντα, της αδελφής τους, που θανατώθηκε την ημέρα τής πληγής για την υπόθεση του Φεγώρ. |