ΚΕΦΑΛΑΙΑ : 36ο  -  37ο  -  38ο  -  39ο  -  40ο


ΓΕΝΕΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ : 36ο

  37ο  -  38ο  -  39ο  -  40ο

Οι απόγονοι του Ησαύ

1 ΚΑΙ αυτή είναι η γενεαλογία τού Ησαύ, που είναι ο Εδώμ.

2 Ο Ησαύ πήρε γυναίκες για τον εαυτό του από τις θυγατέρες τής Χαναάν την Αδά, θυγατέρα τού Αιλών τού Χετταίου, και την Ολιβαμά, θυγατέρα τού Ανά, εγγονή τού Σεβεγών τού Ευαίου

3 και τη Βασεμάθ, θυγατέρα τού Ισμαήλ, αδελφή τού Νεβαϊώθ. 

4 Και η Αδά γέννησε στον Ησαύ τον Ελιφάς και η Βασεμάθ γέννησε τον Ραγουήλ

5 και η Ολιβαμά  γέννησε τον Ιεούς, και τον Ιεγλόμ, και τον Κορέ. Αυτοί είναι οι γιοι τού Ησαύ, που γεννήθηκαν σ' αυτόν στη γη Χαναάν.

6 Και ο Ησαύ πήρε τις γυναίκες του, και τους γιους του, και τις θυγατέρες του, και όλους τους ανθρώπους της οικογένειάς του, και τα κοπάδια του, και όλα τα κτήνη  του, και όλα τα υπάρχοντά του, που απέκτησε στη γη Χαναάν, και πήγε σε άλλη γη, μακριά από τον Ιακώβ τον αδελφό του

7 επειδή, τα υπάρχοντά τους ήσαν τόσα πολλά, ώστε δεν μπορούσαν να κατοικήσουν μαζί και η γη τής παροίκησής τους δεν μπορούσε να τους χωρέσει, εξαιτίας των κτηνών τους.  

8 Και ο Ησαύ κατοίκησε στο βουνό Σηείρ ο Ησαύ είναι ο Εδώμ.

9 Κι αυτή είναι η γενεαλογία τού Ησαύ, του πατέρα των Εδωμιτών, στο βουνό Σηείρ

10 αυτά είναι τα ονόματα των γιων τού Ησαύ: Ο Ελιφάς, ο γιος τής Αδά, γυναίκας  τού  Ησαύ, ο Ραγουήλ, ο γιος τής Βασεμάθ, γυναίκας τού Ησαύ.

11 Και οι γιοι τού Ελιφάς ήσαν: Ο Θαιμάν, ο Ωμάρ, ο Σωφάρ, και ο Γοθώμ, και ο  Κενέζ. 

12 Και η Θαμνά ήταν παλλακή τού Ελιφάς, γιου τού Ησαύ, και γέννησε στον Ελιφάς τον  Αμαλήκ αυτοί ήσαν οι γιοι τής Αδά, γυναίκας τού Ησαύ.

13 Κι αυτοί είναι οι γιοι τού Ραγουήλ: Ο Ναχάθ και ο Ζερά, και ο Σομέ και ο Μοζέ αυτοί ήσαν οι γιοι τής Βασεμάθ, της γυναίκας τού Ησαύ. 

14 Κι αυτοί ήσαν οι γιοι τής Ολιβαμάς, θυγατέρας τού Ανά, εγγονής τού Σεβεγών, της γυναίκας τού Ησαύ και γέννησε στον Ησαύ τον Ιεούς, και τον Ιεγλόμ, και τον Κορέ.

15 Αυτοί ήσαν οι ηγεμόνες των γιων τού Ησαύ οι γιοι τού Ελιφάς, πρωτοτόκου τού Ησαύ, ο ηγεμόνας Θαιμάν, ο ηγεμόνας Ωμάρ, ο ηγεμόνας Σωφάρ, ο ηγεμόνας Κενέζ, 

16 ο ηγεμόνας Κορέ, ο ηγεμόνας Γοθώμ, ο ηγεμόνας Αμαλήκ αυτοί είναι οι ηγεμόνες του Ελιφάς στη γη Εδώμ αυτοί ήσαν οι γιοι τής Αδά. 

17 Κι αυτοί ^ήσαν^ οι γιοι τού Ραγουήλ, γιου τού Ησαύ* ο ηγεμόνας Ναχάθ, ο ηγεμόνας Ζερά, ο ηγεμόνας Σομέ, ο ηγεμόνας Μοζέ αυτοί είναι οι ηγεμόνες τού Ραγουήλ στη γη Εδώμ αυτοί ήσαν οι γιοι τής Βασεμάθ, της γυναίκας τού Ησαύ. 

18 Κι αυτοί ήσαν οι γιοι τής Ολιβαμάς, της γυναίκας τού Ησαύ: Ο ηγεμόνας Ιεούς, ο ηγεμόνας Ιεγλόμ, ο ηγεμόνας Κορέ αυτοί ήσαν οι ηγεμόνες τής Ολιβαμάς, θυγατέρας τού Ανά, της γυναίκας τού Ησαύ.

19 Αυτοί είναι οι γιοι τού Ησαύ, που είναι ο Εδώμ κι αυτοί είναι οι ηγεμόνες τους.

Οι γιοι τού Σηείρ

20 ΑΥΤΟΙ είναι οι γιοι τού Σηείρ τού Χορραίου, που κατοικούσαν στη γη ο Λωτάν, και ο Σωβάλ, και ο Σεβεγών, και ο Ανά, 

21 και ο Δησών, και ο Εσέρ, και ο Δισάν αυτοί είναι οι ηγεμόνες των Χορραίων, των γιων τού Σηείρ, στη γη Εδώμ. 

22 Και οι γιοι του Λωτάν ήσαν ο Χορρί, και ο Αιμάμ και η αδελφή τού Λωτάν, η Θαμνά. 

23 Κι αυτοί ήσαν οι γιοι του Σωβάλ ο Αλβάν, και ο Μαναχάθ, και ο Εβάλ, ο Σεφώ, και ο  Ωνάμ. 

24 Κι αυτοί ήσαν οι γιοι του Σεβεγών και ο Αϊέ, και ο Ανά αυτός είναι ο Ανά, που βρήκε τα νερά στην έρημο, όταν έβοσκε τα γαϊδούρια τού Σεβεγών, του πατέρα του.

25 Κι αυτοί ήσαν οι γιοι του Ανά Δησών, και Ολιβαμά, η θυγατέρα του Ανά. 

26 Κι αυτοί ήσαν οι γιοι του Δησών ο Αμαδάν, και ο Ασβάν, και ο Ιθράμ, και ο Χαρράν. 

27 Αυτοί ήσαν οι γιοι του Εσέρ ο Βαλαάν, και ο Ζααβάν, και ο Ακάν.

28 Αυτοί ήσαν οι γιοι του Δισάν ο Ουζ, και ο Αράν. 

29 Αυτοί είναι οι ηγεμόνες των Χορραίων ο ηγεμόνας Λωτάν, ο ηγεμόνας Σωβάλ, ο ηγεμόνας Σεβεγών, ο ηγεμόνας Ανά, 

30 ο ηγεμόνας Δησών, ο ηγεμόνας Εσέρ, ο ηγεμόνας Δισάν αυτοί είναι οι ηγεμόνες των Χορραίων ανάμεσα στους ηγεμόνες τους στη γη Σηείρ.

Οι βασιλιάδες τού Εδώμ

31 Κι αυτοί είναι οι βασιλιάδες, που βασίλευσαν στη γη Εδώμ, πριν βασιλεύσει βασιλιάς επάνω στους γιους Ισραήλ. 

32 Και στον Εδώμ βασίλευσε ο Βελά, ο γιος τού Βεώρ και το όνομα της πόλης του ήταν Δενναβά.

33 Και ο Βελά πέθανε, και στη θέση του βασίλευσε ο Ιωβάβ, ο γιος τού Ζερά, από τη Βοσόρρα

34 και ο Ιωβάβ πέθανε, και στη θέση του βασίλευσε ο Χουσάμ από τη γη των Θαιμανιτών. 

35 Και ο Χουσάμ πέθανε, και στη θέση του βασίλευσε ο Αδάδ, ο γιος τού Βεράδ, αυτός που πάταξε τους Μαδιανίτες στην πεδιάδα Μωάβ και το όνομα της πόλης του ήταν Αβίθ. 

36 Και ο Αδάδ πέθανε, και στη θέση του βασίλευσε ο Σαμλά από τη Μασρεκά.

37 Και ο Σαμλά πέθανε, και στη θέση του βασίλευσε ο Σαούλ, από τη Ρεχωβώθ, εκείνη κοντά στον ποταμό. 

38 Και ο Σαούλ πέθανε και στη θέση του βασίλευσε ο Βάαλ-ανάν, ο γιος τού Αχβώρ. 

39 Και ο Βάαλ-ανάν, ο γιος τού Αχβώρ, πέθανε και στη θέση του βασίλευσε ο Χαδδάρ και το όνομα της πόλης του ήταν Παού και το όνομα της γυναίκας του, Μεεταβεήλ, θυγατέρα τού Ματραίδ, εγγονή τού Μαιζαάβ.

40 Κι αυτά είναι τα ονόματα των ηγεμόνων τού Ησαύ, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, σύμφωνα με τους τόπους τους, σύμφωνα με τα ονόματά τους. Ο ηγεμόνας Θαμνά, ο ηγεμόνας Αλβά, ο ηγεμόνας Ιεθέθ,

41 ο ηγεμόνας Ολιβαμά, ο ηγεμόνας Ηλά, ο ηγεμόνας Φινών. 

42 Ο ηγεμόνας Κενέζ, ο ηγεμόνας Θαιμάν, ο ηγεμόνας Μιβσάρ, 

43 ο ηγεμόνας Μαγεδιήλ, ο ηγεμόνας Ιράμ αυτοί είναι οι ηγεμόνες τού Εδώμ, σύμφωνα με τις κατοικίες τους στη γη της κτήσης τους αυτός είναι ο Ησαύ, ο πατέρας των Εδωμιτών.

                          


ΓΕΝΕΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ : 37ο

36ο  -  38ο  -  39ο  -  40ο

 

Ο Ιωσήφ και οι αδελφοί του

1 ΚΑΙ ο Ιακώβ κατοίκησε στη γη, στην οποία είχε παροικήσει ο πατέρας του, στη γη Χαναάν. 

2 Αυτή είναι η γενεαλογία τού Ιακώβ: Ο Ιωσήφ, όντας νέος, 17 χρόνων, έβοσκε τα πρόβατα μαζί με τους αδελφούς του, τους γιους τής Βαλλάς, και τους γιους τής Ζελφάς, των γυναικών τού πατέρα του και ο Ιωσήφ ανέφερε στον πατέρα τους την κακή τους φήμη. 

3 Και ο Ισραήλ αγαπούσε τον Ιωσήφ περισσότερο από όλους τους γιους του, επειδή ήταν ο γιος των γηρατειών του και του έκανε έναν ποικιλόχρωμο χιτώνα. 

4 Και βλέποντας οι αδελφοί του, ότι ο πατέρας τους αγαπούσε αυτόν περισσότερο από όλους τους αδελφούς του, τον μίσησαν, και δεν μπορούσαν να του μιλάνε ειρηνικά.

5 Και καθώς ο Ιωσήφ ονειρεύτηκε ένα όνειρο, το διηγήθηκε στους αδελφούς του και τον μίσησαν ακόμα περισσότερο. 

6 Και τους είπε: Ακούστε, παρακαλώ, τούτο το όνειρο που ονειρεύτηκα

7 δέστε, εμείς δέναμε δεμάτια στο μέσον της πεδιάδας και ξάφνου, σηκώθηκε το δικό μου δεμάτι, και στάθηκε όρθιο και να, τα δικά σας δεμάτια, αφού περιστράφηκαν, προσκύνησαν το δικό μου δεμάτι.

8 Και οι αδελφοί του είπαν σ' αυτόν: Βασιλιάς θα γίνεις επάνω σε μας; 'Η, θα γίνεις κύριος σε μας; Και τον μίσησαν ακόμα περισσότερο για τα όνειρά του, και για τα λόγια του.

9 Και ονειρεύτηκε και άλλο ένα όνειρο, και το διηγήθηκε στους αδελφούς του και είπε: Δέστε, ονειρεύτηκα και άλλο ένα όνειρο και να, ο ήλιος, και το φεγγάρι, και 11 αστέρια με προσκυνούσαν.

10 Και το διηγήθηκε στον πατέρα του, και στους αδελφούς του και τον επέπληξε ο πατέρας του, και του είπε: Τι είναι αυτό το όνειρο, που ονειρεύτηκες; 'Αραγε, θάρθουμε, εγώ και η μητέρα σου, και οι αδελφοί σου, για να σε προσκυνήσουμε μέχρις εδάφους; 

11 Και τον φθόνησαν οι αδελφοί του ο πατέρας του, όμως, φύλαγε τον λόγο.

Ο Ιωσήφ πουλιέται από τους αδελφούς του ως σκλάβος

12 Και οι αδελφοί του πήγαν να βοσκήσουν τα πρόβατα του πατέρα τους στη Συχέμ. 

13 Και ο Ισραήλ είπε στον Ιωσήφ: Δεν βόσκουν οι αδελφοί σου στη Συχέμ; 'Ελα, να σε στείλω σ' αυτούς. Κι εκείνος τού είπε: Εδώ είμαι. 

14 Και του είπε: Πήγαινε, λοιπόν, να δεις, αν είναι καλά οι αδελφοί σου, και καλά τα πρόβατα, και να μου φέρεις είδηση. Και τον έστειλε από την κοιλάδα τής Χεβρών και ήρθε στη Συχέμ.

15 Και τον βρήκε κάποιος άνθρωπος, ενώ περιπλανιόταν στην πεδιάδα και ο άνθρωπος τον ρώτησε, λέγοντας: Τι ζητάς; 

16 Κι εκείνος είπε: Τους αδελφούς μου ζητάω πες μου, παρακαλώ, πού βόσκουν. 

17 Και ο άνθρωπος είπε: Αναχώρησαν από εδώ επειδή, τους άκουσα να λένε: Ας πάμε στη Δωθάν. Και ο Ιωσήφ πήγε ακολουθώντας την πορεία των αδελφών του, και τους βρήκε στη Δωθάν.

18 Κι εκείνοι μόλις τον είδαν από μακριά, πριν τους πλησιάσει, έκαναν συμβούλιο εναντίον του να τον φονεύσουν. 

19 Και ο ένας είπε στον άλλον: Να, έρχεται εκείνος ο κύριος των ονείρων

20 ελάτε, λοιπόν, τώρα, και ας τον φονεύσουμε, και ας τον ρίξουμε σε έναν από τους λάκκους και θα πούμε: 'Ενα κακό θηρίο τον κατέφαγε και θα δούμε, τι θα γίνουν τα όνειρά του.

21 Και όταν ο Ρουβήν το άκουσε, τον ελευθέρωσε από τα χέρια τους, λέγοντας: Ας μη του βλάψουμε τη ζωή. 

22 Και ο Ρουβήν είπε σ' αυτούς: Μη χύσετε αίμα ρίξτε τον σε τούτο τον λάκκο, που είναι μέσα στην έρημο, και μη βάλετε χέρι επάνω του για να τον ελευθερώσει από τα χέρια τους, και να τον αποδώσει στον πατέρα του.

23 'Οταν, λοιπόν, ο Ιωσήφ ήρθε στους αδελφούς του, ξέντυσαν τον Ιωσήφ από τον χιτώνα του, τον ποικιλόχρωμο χιτώνα, που ήταν επάνω του

24 και παίρνοντάς τον, τον έρριξαν στον λάκκο και ο λάκκος ήταν άδειος δεν είχε νερό.

25 'Επειτα, κάθησαν να φάνε ψωμί, και σηκώνοντας τα μάτια τους είδαν και ξάφνου, μία συνοδεία από Ισμαηλίτες ερχόταν από τη Γαλαάδ, μαζί με τις καμήλες τους, φορτωμένες αρώματα και βάλσαμο και μύρο, και πορεύονταν να τα φέρουν κάτω στην Αίγυπτο. 

26 Και ο Ιούδας είπε στους αδελφούς του: Ποια η ωφέλεια αν φονεύσουμε τον αδελφό μας, και κρύψουμε το αίμα του;

27 Ελάτε και ας τον πουλήσουμε στους Ισμαηλίτες και ας μη βάλουμε τα χέρια μας επάνω του επειδή, αδελφός μας και σάρκα μας είναι. Και οι αδελφοί του υπάκουσαν.

28 Κι ενώ διάβαιναν οι Μαδιανίτες έμποροι, ανέσυραν κι ανέβασαν τον Ιωσήφ από τον λάκκο, και πούλησαν τον Ιωσήφ για 20 αργύρια στους Ισμαηλίτες κι εκείνοι έφεραν τον Ιωσήφ στην Αίγυπτο.

29  Και ο Ρουβήν επέστρεψε στον λάκκο, και να, ο Ιωσήφ δεν ήταν στον λάκκο και ξέσχισε τα ενδύματά του. 

30 Και επέστρεψε στους αδελφούς του, και είπε: Το παιδί δεν υπάρχει κι εγώ, εγώ πού να πάω;

31 Τότε, πήραν τον χιτώνα τού Ιωσήφ, και έσφαξαν ένα κατσικάκι από τις κατσίκες, και έβαψαν τον χιτώνα στο  αίμα

32 και έστειλαν τον ποικιλόχρωμο χιτώνα, και τον έφεραν στον πατέρα τους, και είπαν: Βρήκαμε αυτόν κοίταξε, τώρα, αν είναι ο χιτώνας τού γιου σου ή  όχι. 

33 Κι εκείνος τον γνώρισε, και είπε: Ο χιτώνας τού γιου μου είναι ένα κακό θηρίο τον κατέφαγε κατασπαράχθηκε ολόκληρος ο Ιωσήφ. 

34 Και ο Ιακώβ ξέσχισε τα ενδύματά του, και έβαλε σάκο στη μέση του, και πένθησε τον γιο του πολλές ημέρες. 

35 Και σηκώθηκαν όλοι οι γιοι του, και όλες οι θυγατέρες του, για να τον παρηγορήσουν αλλά, δεν ήθελε να παρηγορηθεί, λέγοντας ότι: Πενθώντας θα κατέβω προς τον γιο μου στον τάφο. Και ο πατέρας του τον έκλαψε.

36 Και οι Μαδιανίτες τον πούλησαν στην Αίγυπτο, στον Πετεφρή, έναν αυλικό τού Φαραώ, τον άρχοντα των σωματοφυλάκων.


ΓΕΝΕΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ : 38ο

36ο  -  37ο  -   39ο  -  40ο

Ο Ιούδας και η Θάμαρ

1 ΚΑΙ κατά τον καιρό εκείνο κατέβηκε ο Ιούδας από τους αδελφούς του, και στράφηκε σε κάποιον άνθρωπο Οδολλαμίτη που ονομαζόταν Ειρά. 

2 Και ο Ιούδας είδε εκεί τη θυγατέρα κάποιου Χαναναίου, που ονομαζόταν Σουά και την πήρε, και μπήκε μέσα σ' αυτή. 

3 Κι εκείνη συνέλαβε, και γέννησε γιο και αποκάλεσε το όνομά του Ηρ. 

4 Και συνέλαβε ξανά, και γέννησε γιο  και αποκάλεσε το όνομά του Αυνάν. 

5 Και γέννησε ξανά και άλλον γιο και αποκάλεσε το όνομά του Σηλά και ο Ιούδας ήταν στη Χασβί, όταν τον γέννησε.

6 Και ο Ιούδας πήρε μια γυναίκα στον Ηρ, τον πρωτότοκό του, που ονομαζόταν Θάμαρ. 

7 Και ο Ηρ, ο πρωτότοκος του Ιούδα, στάθηκε κακός μπροστά στον Κύριο και ο Κύριος τον θανάτωσε. 

8 Και ο Ιούδας είπε στον Αυνάν: Μπες μέσα στη γυναίκα τού αδελφού σου, και να τη νυμφευθείς, και να αναστήσεις σπέρμα στον αδελφό σου. 

9 Αλλ' ο Αυνάν ήξερε ότι το σπέρμα δεν θα ήταν δικό του γι' αυτό, όταν έμπαινε μέσα στη γυναίκα τού αδελφού του, ξέχυνε στη γη, για να μη δώσει σπέρμα στον αδελφό του. 

10 Κι αυτό που έκανε φάνηκε κακό μπροστά στον Κύριο γι' αυτό, θανάτωσε κι αυτόν. 

11 Και ο Ιούδας είπε στη Θάμαρ τη νύφη του: Κάθησε χήρα στο σπίτι τού πατέρα σου, μέχρις ότου ο Σηλά ο γιος μου γίνει μεγάλος επειδή, έλεγε: Μήπως πεθάνει κι αυτός, όπως οι αδελφοί του. Πήγε, λοιπόν, η Θάμαρ, και κατοίκησε στο σπίτι τού πατέρα της.

12 Και ύστερα από  πολλές ημέρες, πέθανε η θυγατέρα τού Σουά, η γυναίκα τού Ιούδα και αφού ο Ιούδας παρηγορήθηκε, ανέβηκε στους κουρευτές των προβάτων του στη Θαμνά, αυτός και ο φίλος του ο Ειρά ο Οδολλαμίτης.

13 Κι ανήγγειλαν στη Θάμαρ, λέγοντας: Δες, ο πεθερός σου ανεβαίνει στη Θαμνά για να κουρέψει τα πρόβατά του. 

14 Κι εκείνη έβγαλε τα ενδύματα της χηρείας της, σκεπάστηκε με κάλυμμα, και περιτυλίχθηκε, και κάθησε κοντά στη δίοδο, που είναι στο δρόμο τής Θαμνά επειδή, είδε ότι ο Σηλά είχε γίνει μεγάλος, κι αυτή δεν δόθηκε σ' αυτόν για γυναίκα. 

15 Και όταν ο Ιούδας την είδε, τη νόμισε για πόρνη επειδή, είχε σκεπασμένο το πρόσωπό της. 

16 Και στον δρόμο στράφηκε σ' αυτή και είπε: 'Αφησέ  με, παρακαλώ, να μπω μέσα σε σένα επειδή, δεν γνώρισε ότι ήταν η νύφη του. Κι εκείνη είπε: Τι θα μου δώσεις για να μπεις μέσα σε μένα; 

17 Κι εκείνος είπε: Εγώ θα σου στείλω ένα κατσικάκι από τις κατσίκες του κοπαδιού. Κι εκείνη είπε: Μου δίνεις ένα ενέχυρο, μέχρις ότου να το στείλεις; 

18 Κι εκείνος είπε: Τι ενέχυρο να σου δώσω; Κι εκείνη είπε: Τη σφραγίδα σου, και το περιδέραιό σου, και τη ράβδο σου, που έχεις στο χέρι σου. Και της τα έδωσε, και μπήκε μέσα σ' αυτήν, και συνέλαβε απ' αυτόν.

19 'Υστερα απ' αυτά, αναχώρησε, και αφού έβγαλε το κάλυμμά της, ντύθηκε τα ενδύματα της χηρείας της.

20 Και ο Ιούδας έστειλε το κατσικάκι από τις κατσίκες διαμέσου τού φίλου του, του Οδολλαμίτη, για να παραλάβει το ενέχυρο από το χέρι τής γυναίκας αλλά, δεν τη βρήκε

21 και ρώτησε τους ανθρώπους τού τόπου της, λέγοντας: Πού είναι η πόρνη, που καθόταν κοντά στη δίοδο του δρόμου; Κι εκείνοι είπαν: Δεν στάθηκε εδώ πόρνη. 

22 Και επέστρεψε στον Ιούδα, και είπε: Δεν τη βρήκα μάλιστα, οι άνθρωποι του τόπου είπαν: Δεν στάθηκε εδώ πόρνη. 

23 Και ο Ιούδας είπε: Ας τα έχει, για να μη ντροπιαστούμε δες, εγώ έστειλα τούτο το κατσικάκι, εσύ όμως δεν τη βρήκες. 

24 Και ύστερα από τρεις μήνες περίπου, ανήγγειλαν στον Ιούδα, λέγοντας: Η Θάμαρ η νύφη σου πόρνευσε, και μάλιστα, δες, είναι έγκυος από πορνεία. Και ο Ιούδας είπε: Φέρτε την έξω, και ας κατακαεί. 

25 Και όταν την έφερναν έξω, απέστειλε στον πεθερό της, λέγοντας: Από τον άνθρωπο, στον οποίο ανήκουν αυτά, είμαι έγκυος και είπε ακόμα: Γνώρισε, παρακαλώ, τίνος είναι η σφραγίδα, και το περιδέραιο, κι αυτή η ράβδος. 

26 Και ο Ιούδας τα γνώρισε και είπε: Αυτή είναι δικαιότερη από μένα, επειδή δεν την έδωσα στον Σηλά τον γιο μου. Και δεν τη γνώρισε ποτέ πλέον.

27 Και κατά την εποχή που επρόκειτο να γεννήσει, να, στην κοιλιά της υπήρχαν δίδυμα. 

28 Κι ενώ γεννούσε, το ένα πρόβαλε το χέρι έξω και η μαμή παίρνοντάς το, έδεσε επάνω στο χέρι του ένα κόκκινο νήμα, λέγοντας: Αυτός βγήκε πρώτος. 

29 Και καθώς τράβηξε πίσω το χέρι του, να, βγήκε ο αδελφός του κι αυτή είπε: Ποιον χαλασμό έκανες; Επάνω  σου ας είναι ο χαλασμός. Γι' αυτό, αποκλήθηκε το όνομά του Φαρές.

30 Και έπειτα βγήκε ο αδελφός του, που είχε το κόκκινο νήμα στο χέρι του και το όνομά του αποκλήθηκε Ζαρά.

 


ΓΕΝΕΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ : 39ο

36ο  -  37ο  -  38ο   -  40ο

 Αίγυπτος. Ο Ιωσήφ και η γυναίκα τού Πετεφρή

1 ΚΑΙ κατέβασαν τον Ιωσήφ στην Αίγυπτο και ο Πετεφρής, ο αυλικός τού Φαραώ, ο άρχοντας των σωματοφυλάκων, άνθρωπος Αιγύπτιος, τον αγόρασε από τα χέρια των Ισμαηλιτών, που τον κατέβασαν εκεί.

2 Και ο Κύριος ήταν μαζί με τον Ιωσήφ, και ήταν άνθρωπος που ευοδωνόταν και βρισκόταν στο σπίτι τού κυρίου του, του Αιγυπτίου. 

3 Και ο κύριός του είδε, ότι ο Κύριος ήταν μαζί του, και ο Κύριος ευόδωνε στα χέρια του όλα όσα έκανε.

4 Και ο Ιωσήφ βρήκε χάρη μπροστά του, και τον υπηρετούσε και τον έβαλε επιστάτη στο σπίτι του και όλα όσα είχε, τα παρέδωσε στα χέρια του.

5 Και από εκείνο τον καιρό, αφού τον έβαλε επιστάτη στο σπίτι του, και σε όλα όσα είχε, ο Κύριος ευλόγησε το σπίτι τού Αιγυπτίου εξαιτίας του Ιωσήφ και η ευλογία τού Κυρίου ήταν σε όλα όσα είχε, στο σπίτι και στα χωράφια. 

6 Και όλα όσα είχε τα παρέδωσε στα χέρια τού Ιωσήφ και δεν ήξερε από τα υπάρχοντά του τίποτε, εκτός από το ψωμί που έτρωγε. Και ο Ιωσήφ ήταν ωραίος σε παράστημα και όμορφος στην όψη.

7 Και ύστερα από τα πράγματα αυτά, η γυναίκα τού κυρίου του, έρριξε τα μάτια της επάνω στον Ιωσήφ και είπε: Κοιμήσου μαζί μου. 

8 Αλλ' εκείνος δεν ήθελε, και είπε στη γυναίκα τού κυρίου του: Δες, ο κύριός μου δεν γνωρίζει τίποτε από όσα είναι μαζί μου στο σπίτι και όλα όσα έχει τα παρέδωσε στα χέρια μου

9 δεν είναι στο σπίτι τούτο κανένας μεγαλύτερός μου ούτε είναι σε μένα κάτι άλλο απαγορευμένο, εκτός από σένα, επειδή είσαι η γυναίκα του και πώς να πράξω αυτό το μεγάλο κακό, και να αμαρτήσω ενάντια στον Θεό;

10 Αν και μιλούσε στον Ιωσήφ καθημερινά, αυτός όμως δεν υπάκουσε σ' αυτή να κοιμηθεί μαζί της, για να συνευρεθεί μαζί της.

11 Και κάποια  ημέρα ο Ιωσήφ μπήκε στο σπίτι για να κάνει τις δουλειές του, και κανένας από τους ανθρώπους τού σπιτιού δεν ήταν εκεί στο σπίτι. 

12 Κι εκείνη τον άρπαξε από το  ένδυμά του, λέγοντας: Κοιμήσου μαζί μου εκείνος, όμως, αφήνοντας το ένδυμά του στα χέρια της, έφυγε και βγήκε έξω. 

13 Και καθώς είδε, ότι άφησε το ένδυμά του στα χέρια της, και έφυγε έξω, 

14 φώναξε δυνατά προς τους ανθρώπους τού σπιτιού της, και τους μίλησε, λέγοντας: Δέστε, μας έφερε έναν άνθρωπο Εβραίο για να μας εμπαίξει μπήκε μέσα σε μένα για να κοιμηθεί μαζί μου, κι εγώ φώναξα με μεγάλη φωνή

15 και καθώς άκουσε ότι ύψωσα τη φωνή μου και φώναξα, αφήνοντας το ένδυμά του κοντά μου, έφυγε, και βγήκε έξω, 

16 και απέθεσε το ένδυμά του κοντά της, μέχρις  ότου ήρθε ο κύριός του στο σπίτι του. 

17 Και του είπε αυτά τα ίδια λόγια, λέγοντας: Ο δούλος ο Εβραίος, που μας έφερες, μπήκε μέσα σε μένα για να με εμπαίξει

18 και καθώς ύψωσα τη φωνή μου και φώναξα, αφήνοντας το ένδυμά του κοντά  μου, έφυγε έξω.

Ο Ιωσήφ στέλνεται στη φυλακή

19 Και καθώς ο κύριός του άκουσε τα λόγια τής γυναίκας του, που του είπε, λέγοντας: 'Ετσι μου έκανε ο δούλος σου, η οργή του άναψε. 

20 Και ο κύριος του Ιωσήφ, αφού τον πήρε, τον έβαλε στην οχυρωμένη φυλακή, στον τόπο όπου ήσαν φυλακισμένοι οι δέσμιοι του βασιλιά και έμενε εκεί στην οχυρωμένη φυλακή.

21 Αλλ' ο Κύριος ήταν μαζί με τον Ιωσήφ, και ξέχυνε επάνω σ' αυτόν έλεος, και του έδωσε χάρη μπροστά στον αρχιδεσμοφύλακα.

22 Και ο αρχιδεσμοφύλακας παρέδωσε στα χέρια τού Ιωσήφ όλους τους φυλακισμένους, που ήσαν στην οχυρωμένη φυλακή και όλα όσα γίνονταν εκεί, τα έκανε αυτός. 

23 Ο αρχιδεσμοφύλακας δεν κοίταζε τίποτε από όσα ήσαν στα χέρια του επειδή, ο Κύριος ήταν μαζί του και ο Κύριος ευόδωνε όσα αυτός έκανε.

                      


ΓΕΝΕΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ : 40ο

36ο  -  37ο  -  38ο  -  39ο  

Ο Θεός μαζί με τον Ιωσήφ μέσα στη θλίψη

1 ΚΑΙ ύστερα από τα πράγματα αυτά, ο οινοχόος τού βασιλιά τής Αιγύπτου, και ο αρτοποιός, αμάρτησαν στον κύριό τους τον βασιλιά τής Αιγύπτου. 

2 Και ο Φαραώ οργίστηκε εναντίον των δύο αυλικών του, εναντίον του αρχιοινοχόου, και εναντίον του αρχισιτοποιού. 

3 Και τους έβαλε σε φύλαξη, στο σπίτι τού άρχοντα των σωματοφυλάκων, στην οχυρωμένη φυλακή, στον τόπο όπου ήταν φυλακισμένος ο Ιωσήφ. 

4 Και ο άρχοντας των σωματοφυλάκων τούς εμπιστεύθηκε στον Ιωσήφ, κι αυτός τους υπηρετούσε και ήσαν για κάμποσο καιρό στη φυλακή.

Ο Ιωσήφ ερμηνεύει τα όνειρα των φυλακισμένων

5 Και ο οινοχόος και ο αρτοποιός τού βασιλιά της Αιγύπτου, που ήσαν φυλακισμένοι στην οχυρωμένη φυλακή, ονειρεύτηκαν και οι δύο ένα όνειρο, ο κάθε ένας το όνειρό του την ίδια νύχτα ο κάθε ένας με την εξήγηση του ονείρου του. 

6 Και ο Ιωσήφ μπαίνοντας μέσα προς αυτούς το πρωί, τους είδε και να, ήσαν ταραγμένοι. 

7 Και ρώτησε τους αυλικούς τού Φαραώ, που ήσαν μαζί του στη φυλακή, στο σπίτι τού κυρίου του, λέγοντας: Γιατί είναι σήμερα σκυθρωπά τα πρόσωπά σας;

8 Κι εκείνοι του είπαν: Ονειρευτήκαμε ένα όνειρο, και δεν υπάρχει κανένας που να το εξηγήσει. Και ο Ιωσήφ είπε σ' αυτούς: Οι εξηγήσεις δεν ανήκουν στον Θεό; Διηγηθείτε μου, παρακαλώ.

9 Και ο αρχιοινοχόος διηγήθηκε το όνειρό του στον Ιωσήφ, και του είπε: Είδα στο όνειρό μου, και να, μια άμπελος μπροστά μου

10 και στην άμπελο ήσαν τρεις κλάδοι, και φαινόταν σαν να βλαστάνει, και τα άνθη της άνοιξαν, και τα τσαμπιά τού σταφυλιού ωρίμασαν 

11 και το ποτήρι τού Φαραώ ήταν στο χέρι μου και πήρα τα σταφύλια, και τα συμπίεσα στο ποτήρι τού Φαραώ, και έδωσα το ποτήρι στο χέρι τού Φαραώ.

12 Και ο Ιωσήφ είπε σ' αυτόν: Αυτή είναι η εξήγησή του οι τρεις κλάδοι είναι τρεις ημέρες

13 ύστερα από τρεις ημέρες ο Φαραώ θα υψώσει το κεφάλι σου, και θα σε αποκαταστήσει στο υπούργημά σου και θα δώσεις το ποτήρι τού Φαραώ στο χέρι του σύμφωνα με την προηγούμενη συνήθεια, όταν ήσουν οινοχόος του

14 αλλά, θυμήσου με, όταν σου γίνει το καλό και κάνε, παρακαλώ, έλεος σε  μένα, και ανέφερε για μένα στον Φαραώ, και βγάλεμε από τούτο το οίκημα

15 επειδή, στ' αλήθεια κλέφτηκα από τη γη των Εβραίων κι εδώ πάλι δεν έκανα τίποτε, ώστε να με βάλουν σε τούτο τον λάκκο.

16 Και βλέποντας ο αρχισιτοποιός ότι η εξήγηση ήταν καλή, είπε στον Ιωσήφ: Κι εγώ είδα στο όνειρό μου, και να, τρία άσπρα πανέρια επάνω στο κεφάλι μου

17 και μέσα στο πανέρι που ήταν επάνω-επάνω, ήσαν από όλα τα φαγητά τού Φαραώ, της τέχνης τού αρτοποιού και τα πουλιά τα έτρωγαν από το πανέρι, από επάνω από το κεφάλι μου.

18 Και αποκρινόμενος ο Ιωσήφ, είπε: Αυτή είναι η εξήγησή του τα τρία πανέρια είναι τρεις ημέρες

19 μετά από  τρεις ημέρες, ο Φαραώ θα υψώσει το κεφάλι σου επάνω από σένα, και θα σε κρεμάσει σε ξύλο, και τα πουλιά θα φάνε τη σάρκα σου από επάνω σου.

20 Και την τρίτη ημέρα, την ημέρα των γενεθλίων τού Φαραώ, έκανε συμπόσιο σε όλους τους δούλους του και ύψωσε το κεφάλι τού αρχιοινοχόου και το κεφάλι τού αρχισιτοποιού ανάμεσα στους δούλους του. 

21 Και τον μεν αρχιοινοχόο τον αποκατέστησε στην οινοχοϊα του, και έδωσε το ποτήρι στο χέρι τού Φαραώ

22 ενώ τον αρχισιτοποιό τον κρέμασε καθώς ο Ιωσήφ είχε εξηγήσει σ' αυτούς. 

23 Ο αρχιοινοχόος, όμως, δεν θυμήθηκε τον Ιωσήφ, αλλά τον λησμόνησε.