ΚΕΦΑΛΑΙΑ : 31ο  -  32ο  -  33ο  -  34ο  -  35ο   


ΓΕΝΕΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ : 31ο

32ο  -  33ο  -  34ο  -  35ο 

Ο Ιακώβ φεύγει κρυφά από τη Χαρράν

1 ΑΚΟΥΣΕ, όμως, ο Ιακώβ τα λόγια των γιων τού Λάβαν, που έλεγαν: Ο Ιακώβ πήρε όλα τα υπάρχοντα του πατέρα μας, και από τα υπάρχοντα του πατέρα μας απέκτησε ολόκληρη αυτή τη δόξα. 

2 Και ο Ιακώβ είδε το πρόσωπο του Λάβαν, και να, δεν ήταν απέναντί του όπως χθες και προχθές.

3 Και ο Κύριος είπε στον Ιακώβ: Επίστρεψε στη γη των πατέρων σου, και στη συγγένειά σου, και θα είμαι μαζί σου.

4 Τότε, ο Ιακώβ έστειλε, και κάλεσε τη Ραχήλ, και τη Λεία στην πεδιάδα, στο κοπάδι του

5 και τους είπε: Βλέπω το πρόσωπο του πατέρα σας, ότι δεν είναι απέναντί μου όπως χθες και προχθές ο Θεός τού πατέρα μου, όμως, στάθηκε μαζί μου

6 κι εσείς ξέρετε ότι με όλη μου τη δύναμη δούλεψα τον πατέρα σας

7 αλλ' ο πατέρας σας με απάτησε, και άλλαξε τους μισθούς μου δέκα φορές ο Θεός, όμως, δεν τον άφησε να με κακοποιήσει

8 όταν έλεγε ως εξής: Εκείνα με τα στίγματα θα είναι ο μισθός σου, τότε ολόκληρο το κοπάδι γεννούσε με στίγματα και όταν έλεγε ως εξής: Τα παρδαλά θα είναι ο μισθός σου, τότε ολόκληρο το κοπάδι γεννούσε παρδαλά. 

9 Μ' αυτόν τον τρόπο αφαίρεσε ο Θεός το κοπάδι τού πατέρα σας και το έδωσε σε μένα. 

10 Και κατά την εποχή που το κοπάδι συλλάμβανε, ύψωσα τα μάτια μου, και είδα σε όνειρο, και να, οι τράγοι και τα  κριάρια, που ανέβαιναν στα πρόβατα και στις κατσίκες, ήσαν παρδαλοί, με στίγματα και διάστικτοι. 

11 Και ο άγγελος του Θεού μού είπε στο όνειρο: Ιακώβ. Και είπα: Εδώ είμαι. 

12 Και είπε: 'Υψωσε τώρα τα μάτια σου, και δες όλους τους τράγους και τα κριάρια, που ανεβαίνουν στα πρόβατα και τις κατσίκες, ότι είναι παρδαλοί, με στίγματα και διάστικτοι επειδή, είδα όλα όσα κάνει σε σένα ο Λάβαν

13 εγώ είμαι ο Θεός τής Βαιθήλ, όπου έχρισες τη στήλη, και όπου ευχήθηκες μια ευχή σε μένα σήκω τώρα, βγες έξω απ' αυτή τη γη, και επίστρεψε στη γη τής συγγένειάς σου.

14 Και η Ραχήλ και η  Λεία αποκρίθηκαν, και του είπαν: 'Εχουμε εμείς πια μερίδα ή κληρονομιά στην οικογένεια του πατέρα μας; 

15 Δεν θεωρηθήκαμε απ' αυτόν σαν ξένες; Επειδή, μας πούλησε, κι ακόμα κατέφαγε ολοκληρωτικά το ασήμι μας. 

16 Επομένως, όλα τα πλούτη, που ο Θεός αφαίρεσε από τον πατέρα μας, είναι δικά μας, και των  παιδιών μας τώρα, λοιπόν, κάνε όσα σου είπε ο Θεός.

17 ΤΟΤΕ, αφού ο Ιακώβ σηκώθηκε, έβαλε τα παιδιά του και τις γυναίκες του επάνω στις καμήλες

18 και απήγαγε όλα τα κτήνη του, και όλα τα αγαθά του που απέκτησε, το κοπάδι της απόκτησής του, που απέκτησε στην Παδάν-αράμ, για να πάει στον Ισαάκ, τον πατέρα του, στη γη Χαναάν. 

19 Και ο Λάβαν είχε πάει να κουρέψει τα πρόβατά του η δε Ραχήλ έκλεψε τα είδωλα του πατέρα της. 

20 Ο δε Ιακώβ έκρυψε τη φυγή του στον Λάβαν, τον Σύριο, μη αναγγέλλοντας σ' αυτόν ότι αναχωρεί

21 κι αυτός έφυγε με όλα τα υπάρχοντά του, και σηκώθηκε και διάβηκε τον ποταμό, και κατευθύνθηκε προς το βουνό Γαλαάδ.

Ο Λάβαν καταδιώκει τον Ιακώβ

22 Και την τρίτη ημέρα αναγγέλθηκε στον Λάβαν, ότι ο Ιακώβ έφυγε,

23 και παίρνοντας μαζί του τους αδελφούς του, τον καταδίωξε καταπίσω του, έναν δρόμο επτά ημερών και τον πρόφτασε στο βουνό Γαλαάδ.

24 Και ο Θεός ήρθε στον Λάβαν, τον Σύριο, σε όνειρο τη νύχτα, και του είπε: Φυλάξου, μη μιλήσεις σκληρά στον Ιακώβ.

25 Ο Λάβαν, λοιπόν, πρόφτασε τον Ιακώβ και ο Ιακώβ είχε στήσει τη σκηνή του επάνω στο βουνό και ο Λάβαν μαζί με τους αδελφούς του σκήνωσαν επάνω στο βουνό Γαλαάδ.

26 Και ο Λάβαν είπε στον Ιακώβ: Τι έκανες, και γιατί μου έκρυψες τη φυγή σου, και απήγαγες τις θυγατέρες μου σαν αιχμαλώτους πολέμου;

27 Γιατί έφυγες κρυφά, και έκλεψες τον εαυτό σου από μένα, και δεν μου ^το^ φανέρωσες; Επειδή, εγώ θα σε εξαπέστελνα με ευφροσύνη και με τραγούδια, με τύμπανα και με κιθάρες

28 και δεν με αξίωσες ούτε να φιλήσω τους γιους μου, και τις θυγατέρες μου; Τώρα, με αφροσύνη το έκανες αυτό

29 είναι δυνατό το χέρι μου να σας κακοποιήσει αλλ' ο Θεός τού πατέρα σας είπε σε μένα χθες τη νύχτα, λέγοντας: Φυλάξου, μη μιλήσεις σκληρά στον Ιακώβ

30 τώρα, λοιπόν, έστω, αναχώρησες, επειδή επιθύμησες πολύ την οικογένεια του πατέρα σου γιατί, όμως, έκλεψες τους θεούς μου;

31 Και όταν ο Ιακώβ αποκρίθηκε είπε στον Λάβαν: 'Εφυγα, επειδή φοβήθηκα επειδή, είπα: Μήπως αφαιρέσεις τις θυγατέρες σου από μένα

32 σε όποιον, όμως, βρεις τους θεούς σου, ας μη ζήσει μπροστά στους αδελφούς μας δες τι βρίσκεται σε μένα από τα δικά σου, και πάρε. Επειδή, δεν ήξερε ο Ιακώβ ότι η Ραχήλ τούς είχε κλέψει.

33.  Μπήκε, λοιπόν, ο Λάβαν στη σκηνή τού Ιακώβ, και στη σκηνή τής Λείας, και στις σκηνές των δύο υπηρετριών αλλά, δεν τους βρήκε. Τότε βγήκε από τη  σκηνή τής Λείας, και μπήκε στη σκηνή τής Ραχήλ. 

34 Και η Ραχήλ είχε πάρει τα είδωλα και τα είχε βάλει στο σαμάρι τής καμήλας, και καθόταν επάνω σ' αυτά. Και καθώς ο Λάβαν ερεύνησε ολόκληρη τη σκηνή, δεν τα βρήκε, 

35 κι εκείνη είπε στον πατέρα της: Ας μη φανεί βαρύ στον κύριό μου, επειδή δεν μπορώ να σηκωθώ μπροστά σου, για τον λόγο ότι έχω τα γυναικεία. Κι αυτός ερεύνησε, αλλά δεν βρήκε τα είδωλα.

36 Και ο Ιακώβ οργίστηκε, και επέπληξε τον Λάβαν και αποκρινόμενος ο Ιακώβ είπε στον Λάβαν: Τι είναι το ανόμημά μου; Τι το αμάρτημά μου, ότι καταδίωξες καταπίσω μου; 

37 Αφού ερεύνησες όλα τα σκεύη μου, τι βρήκες από όλα τα σκεύη του σπιτιού σου; Βάλ' το εδώ μπροστά στους αδελφούς μου και τους αδελφούς σου, για να κρίνουν ανάμεσα στους δυο μας

38 είναι 20 χρόνια τώρα, από τότε που είμαι μαζί σου τα πρόβατά σου και οι κατσίκες σου δεν ατεκνώθηκαν, και τα κριάρια  του  κοπαδιού σου δεν έφαγα

39 σπαραγμένο από θηρία δεν σου έφερα εγώ το πλήρωνα από το χέρι μου ζητούσες ό,τι μου έκλεβαν την ημέρα ή ό,τι μου έκλεβαν τη νύχτα 40 την ημέρα καιγόμουν από τον καύσωνα και τη νύχτα από τον παγετό και ο ύπνος έφευγε από τα μάτια μου

41 Βρίσκομαι 20 χρόνια κιόλας στο σπίτι σου 14 χρόνια σού δούλεψα για τις δύο θυγατέρες σου, και έξι χρόνια για τα πρόβατά σου και άλλαξες τον μισθό μου δέκα φορές

42 αν ο Θεός τού πατέρα μου, ο Θεός τού Αβραάμ, και ο φόβος του Ισαάκ, δεν ήταν μαζί μου, βέβαια άδειον θα με εξαπέστελνες τώρα ο  Θεός είδε την ταλαιπωρία μου, και τον κόπο των χεριών μου, και σε έλεγξε χθες τη νύχτα.

Συνθήκη μεταξύ Ιακώβ και Λάβαν

43 Και αποκρινόμενος ο Λάβαν, είπε στον Ιακώβ: Οι θυγατέρες αυτές είναι θυγατέρες μου, και οι γιοι αυτοί γιοι μου, και τα πρόβατα αυτά πρόβατά μου, και όλα όσα βλέπεις είναι δικά μου και τι να κάνω σήμερα σ' αυτές τις θυγατέρες μου ή στα παιδιά τους, τα οποία γέννησαν; 

44 'Ελα, λοιπόν, τώρα, ας κάνουμε συνθήκη, εγώ κι εσύ για να είναι ως μαρτυρία ανάμεσα σε μένα και σένα.

45 Και ο Ιακώβ πήρε μια πέτρα, και την έστησε ως στήλη.

46 Και ο Ιακώβ είπε στους αδελφούς του: Μαζέψτε πέτρες και πήραν πέτρες, και έκαναν έναν σωρό και έφαγαν εκεί επάνω στον σωρό. 

47 Και ο μεν Λάβαν τον αποκάλεσε Ιεγάρ-σαχαδουθά ενώ ο Ιακώβ τον αποκάλεσε Γαλεέδ.

48 Και ο Λάβαν είπε: Ο σωρός αυτός είναι σήμερα μαρτυρία ανάμεσα σε μένα και σένα. Γι' αυτό το όνομά του αποκλήθηκε Γαλεέδ

49 και Μισπά επειδή, είπε: Ας επιβλέψει ο Κύριος ανάμεσα σε μένα και σένα, όταν αποχωριστούμε ο ένας από τον άλλον

50 αν ταλαιπωρήσεις τις θυγατέρες μου ή αν πάρεις άλλες γυναίκες, εκτός από τις θυγατέρες μου, δεν είναι κανένας μαζί μας βλέπε, ο Θεός είναι μάρτυρας ανάμεσα σε μένα και σε σένα. 

51 Και ο Λάβαν είπε στον Ιακώβ: Να αυτός ο σωρός, και να αυτή η στήλη, που έστησα ανάμεσα σε μένα και σένα

52 ο σωρός αυτός είναι μαρτυρία, και η στήλη μαρτυρία, ότι εγώ δεν θα διαβώ αυτόν τον σωρό προς εσένα ούτε εσύ θα διαβείς αυτόν τον σωρό, κι αυτή τη στήλη, προς εμένα, για κακό

53 ο Θεός τού Αβραάμ, και ο Θεός τού Ναχώρ, ο Θεός τού πατέρα τους, ας κρίνει ανάμεσά μας. Και ο Ιακώβ ορκίστηκε στον φόβο τού πατέρα του, του Ισαάκ. 

54 Τότε, ο Ιακώβ θυσίασε μια θυσία επάνω στο βουνό και προσκάλεσε τους αδελφούς του για να φάνε ψωμί και έφαγαν ψωμί, και διανυχτέρευσαν επάνω στο βουνό. 

55 Και αφού ο Λάβαν σηκώθηκε ενωρίς το  πρωί, φίλησε τους γιους και τις θυγατέρες του, και τους ευλόγησε και ο Λάβαν αναχώρησε, και επέστρεψε στον τόπο του.


ΓΕΝΕΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ : 32ο

31ο    -  33ο  -  34ο  -  35ο

Συνάντηση του Ιακώβ με αγγέλους

1 ΚΑΙ ο Ιακώβ πήγε στον δρόμο του και τον συνάντησαν οι άγγελοι του Θεού. 

2 Και όταν ο Ιακώβ τούς είδε, είπε: Αυτό είναι στρατόπεδο του Θεού και αποκάλεσε το όνομα εκείνου του τόπου Μαχαναϊμ.

Ο Ιακώβ προετοιμάζεται για τη συνάντηση με τον Ησαύ

3 Και ο Ιακώβ έστειλε μπροστά του μηνυτές στον αδελφό του τον Ησαύ, στη γη Σηείρ, στον τόπο του Εδώμ. 

4 Και τους παρήγγειλε, λέγοντας τούτο θα πείτε στον κύριό μου τον Ησαύ: 'Ετσι λέει ο δούλος σου ο Ιακώβ παροίκησα μαζί με τον Λάβαν, και έμεινα μέχρι τώρα

5 και απέκτησα βόδια, και γαϊδούρια, πρόβατα,  και δούλους, και δούλες και έστειλα να αναγγείλω στον κύριό μου, για να βρω χάρη μπροστά σου.

6 Και επέστρεψαν οι μηνυτές στον Ιακώβ, λέγοντας: Πήγαμε στον αδελφό σου τον Ησαύ, και μάλιστα έρχεται σε συνάντησή σου, και μαζί του 400 άνδρες.

7 Και ο Ιακώβ φοβήθηκε υπερβολικά, και ήταν σε αμηχανία και διαίρεσε τον λαό, που είχε μαζί του, και τα κοπάδια, και τα βόδια, και τις καμήλες, σε δύο καταυλισμούς

8 λέγοντας: Αν έρθει ο Ησαύ στον έναν καταυλισμό και τον χτυπήσει, ο καταυλισμός που θα μείνει θα διασωθεί.

9 Και ο Ιακώβ είπε: Θεέ τού πατέρα μου, του Αβραάμ, και Θεέ τού πατέρα μου, του Ισαάκ, Κύριε, που μου είπες: Επίστρεψε στη γη σου και στη συγγένειά σου, και θα σε αγαθοποιήσω

10 είμαι πολύ μικρός απέναντι σε όλα τα ελέη και σε ολόκληρη την αλήθεια, που έκανες στον δούλο σου επειδή, με τη ράβδο μου διάβηκα αυτόν τον Ιορδάνη, και τώρα έγινα δύο καταυλισμοί

11 σώσε με, σε παρακαλώ, από το χέρι τού αδελφού μου, από το χέρι τού Ησαύ επειδή, τον φοβάμαι, μήπως όταν έρθει με πατάξει, και τη μητέρα μέχρι τα παιδιά

12 εσύ μου είπες ακόμα: Σίγουρα, θα σε αγαθοποιήσω, και θα κάνω το σπέρμα σου όπως την άμμο τής θάλασσας, που από το πλήθος της δεν μπορεί να απαριθμηθεί.

13 Και κοιμήθηκε εκεί εκείνη τη νύχτα και πήρε από όσα βρέθηκαν στο χέρι του, δώρο στον Ησαύ τον αδελφό του

14 200 κατσίκες, και 20 τράγους, 200 πρόβατα, και 20 κριάρια, 

15 30 καμήλες που θήλαζαν, μαζί με τα παιδιά τους, 40 δαμάλια, και 10 ταύρους, 20 γαϊδούρια θηλυκά, και 10 πουλάρια. 

16 Και τα παρέδωσε στα χέρια των δούλων του, κάθε κοπάδι χωριστά και είπε στους δούλους του: Περάστε μπροστά μου, κι αφήστε απόσταση ανάμεσα από κοπάδι σε κοπάδι.

17 Και στον πρώτο παρήγγειλε, λέγοντας: 'Οταν σε συναντήσει ο αδελφός μου ο Ησαύ, και σε ρωτήσει, λέγοντας: Τίνος είσαι; Και πού πηγαίνεις; Και τίνος είναι αυτά, που έχεις μπροστά σου; 

18 Τότε θα πεις: Αυτά είναι του δούλου σου του Ιακώβ, που στέλνονται ως δώρα στον κύριό μου τον Ησαύ και να, κι αυτός είναι πίσω από μας. 

19 Το ίδιο παρήγγειλε και στον δεύτερο, και στον τρίτο και σε όλους που ακολουθούσαν πίσω από τα κοπάδια, λέγοντας: Σύμφωνα με τα λόγια αυτά θα μιλήσετε στον Ησαύ, όταν τον βρείτε

20 και θα πείτε: Δες, πίσω από μας είναι και ο ίδιος ο δούλος σου ο Ιακώβ. Επειδή, έλεγε: Θα εξιλεώσω το πρόσωπό του με το δώρο, που προπορεύεται μπροστά μου και ύστερα απ' αυτά θα δω το πρόσωπό του ίσως θα με δεχθεί. 

21 Το δώρο, λοιπόν, πέρασε μπροστά του αυτός, όμως, έμεινε εκείνη τη νύχτα στον καταυλισμό.

Η πάλη τού Ιακώβ στο Φανουήλ

22 Και αφού σηκώθηκε εκείνη τη νύχτα, πήρε τις δύο γυναίκες του, και τις δύο υπηρέτριές του, και τα 11 παιδιά του, και διάβηκε το πέρασμα του Ιαβόκ.

23 Και τους πήρε, και τους διαπέρασε από τον χείμαρρο διαπέρασε και τα υπάρχοντά του.

24 Και ο Ιακώβ έμεινε μόνος και πάλευε μαζί του ένας άνθρωπος μέχρι τα χαράματα της αυγής

25 και βλέποντας ότι δεν υπερίσχυσε εναντίον του, άγγιξε την άρθρωση του μηρού του και μετατοπίστηκε η άρθρωση του μηρού τού Ιακώβ, καθώς πάλευε μαζί του. 

26 Κι εκείνος είπε: 'Αφησέ με να φύγω, επειδή χάραξε η αυγή. Κι αυτός είπε: Δεν θα σε αφήσω να φύγεις, αν δεν με ευλογήσεις.

27 Και του είπε: Τι είναι το όνομά σου; Κι αυτός είπε: Ιακώβ.

28 Κι εκείνος είπε: Δεν θα αποκληθεί πλέον το όνομά σου Ιακώβ, αλλά Ισραήλ επειδή, αγωνίστηκες δυνατά με  τον Θεό, και με τους ανθρώπους θα είσαι δυνατός.

29 Και ο Ιακώβ ρώτησε, λέγοντας: Φανέρωσέ μου, παρακαλώ, το όνομά σου. Κι εκείνος είπε: Γιατί ρωτάς  για το όνομά μου;  Και τον ευλόγησε εκεί.

30 Και ο Ιακώβ αποκάλεσε το όνομα εκείνου του τόπου Φανουήλ, λέγοντας: Επειδή, είδα τον Θεό πρόσωπο με πρόσωπο, και φυλάχθηκε η ζωή μου.

31 Κι ανέτειλε ο ήλιος επάνω του, καθώς διάβηκε το Φανουήλ και χώλαινε στον μηρό του. 

32 Γι' αυτό, οι γιοι Ισραήλ μέχρι σήμερα δεν τρώνε τον μυώνα τού μηρού, που ναρκώθηκε, ο οποίος είναι στην άρθρωση επειδή, εκείνος άγγιξε την άρθρωση του μηρού τού Ιακώβ στον μυώνα που ναρκώθηκε.

                      


ΓΕΝΕΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ : 33ο

31ο  -  32ο   -  34ο  -  35ο

Συνάντηση του Ιακώβ με τον Ησαύ

1 ΚΑΙ καθώς ο Ιακώβ σήκωσε τα μάτια του, είδε και να, ερχόταν ο Ησαύ, και μαζί του 400 άνδρες και ο  Ιακώβ μοίρασε τα παιδιά στη Λεία, και  στη Ραχήλ, και στις δύο υπηρέτριες.

2 Και τις μεν υπηρέτριες και τα παιδιά τους, έβαλε μπροστά, τη Λεία όμως και τα παιδιά της, κατόπιν, και τη Ραχήλ και τον Ιωσήφ, τελευταίους.

3 Κι αυτός πέρασε μπροστά τους, και προσκύνησε μέχρις εδάφους επτά φορές, ωσότου να πλησιάσει στον αδελφό του.

4 Και ο Ησαύ έτρεξε σε συνάντησή του, και τον αγκάλιασε, και έπεσε στον τράχηλό του, και τον καταφίλησε και έκλαψαν.

5 Και καθώς  σήκωσε τα μάτια είδε τις γυναίκες και τα παιδιά και είπε: Τι σου είναι αυτοί;  Κι εκείνος είπε: Τα παιδιά, που ο Θεός χάρισε στον δούλο σου.

6 Τότε, πλησίασαν οι υπηρέτριες, αυτές και τα παιδιά τους, και προσκύνησαν

7 παρόμοια, πλησίασαν και η Λεία και τα παιδιά της, και προσκύνησαν και ύστερα απ' αυτά, πλησίασαν ο Ιωσήφ και η Ραχήλ, και προσκύνησαν.

8 Και είπε: Προς τι ολόκληρο αυτό το στρατόπεδό σου, που συνάντησα; Κι εκείνος είπε: Για να βρω χάρη μπροστά στον κύριό μου.

9  Και ο Ησαύ είπε: 'Εχω πολλά, αδελφέ μου έχε εσύ τα δικά σου.

10  Και ο Ιακώβ είπε: 'Οχι, παρακαλώ αν βρήκα χάρη μπροστά σου, δέξου το δώρο μου από τα χέρια μου επειδή, γι' αυτό είδα το πρόσωπό σου, σαν να έβλεπα το πρόσωπο του Θεού, κι εσύ ευαρεστήθηκες σε μένα

11 δέξου, παρακαλώ, τις ευλογίες μου, που προσφέρονται σε σένα επειδή, ο Θεός με ελέησε, και έχω απ' όλα. Και τον βίασε, και δέχθηκε.

12 Και είπε: Ας σηκωθούμε κι ας πάμε, κι εγώ θα προπορεύομαι μπροστά σου.

13 Και ο Ιακώβ τού είπε: Ο κύριός μου ξέρει ότι τα παιδιά είναι τρυφερά, και έχω  μαζί μου πρόβατα που εγκυμονούν και βόδια και αν τα βιάσουμε έστω μία ημέρα, ολόκληρο το κοπάδι θα πεθάνει.

14 Ας περάσει, παρακαλώ, ο κύριός μου  μπροστά από τον δούλο του κι εγώ θα ακολουθώ αργά, σύμφωνα με το βάδισμα των κτηνών, που είναι μπροστά μου, και σύμφωνα με το βάδισμα των παιδιών, μέχρις ότου φτάσω προς τον κύριό μου στη Σηείρ.

15 Και ο Ησαύ είπε: Ας αφήσω, λοιπόν,  μαζί σου ένα μέρος από τον λαό, που είναι μαζί μου. Κι εκείνος είπε: Γιατί, αυτό; Αρκεί που βρήκα χάρη μπροστά στον  κύριό μου.

16 Επέστρεψε, λοιπόν, ο Ησαύ εκείνη την ημέρα στον δρόμο του προς τη Σηείρ.

17 Και ο Ιακώβ πήγε στη Σοκχώθ, και οικοδόμησε για τον εαυτό του ένα σπίτι, και για τα κτήνη του έκανε σκηνές γι' αυτό, αποκάλεσε το όνομα του τόπου Σοκχώθ.

18 Και αφού ο Ιακώβ επέστρεψε από την Παδάν-αράμ, ήρθε στη Σαλήμ, μια πόλη τής Συχέμ, αυτή που είναι στη γη Χαναάν, και κατασκήνωσε μπροστά στην πόλη.

19 Και αγόρασε τη μερίδα τού χωραφιού, από τους γιους τού Εμμώρ, τον πατέρα τού  Συχέμ, για 100 αργύρια, όπου  έστησε τη σκηνή του.

20 Και έστησε εκεί θυσιαστήριο, και το αποκάλεσε Ελ-ελωέ-Ισραήλ.


ΓΕΝΕΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ : 34ο

31ο  -  32ο  -  33ο   -  35ο

Η ταπείνωση της Δείνα

1 ΚΑΙ η Δείνα, η θυγατέρα τής Λείας, την οποία γέννησε στον Ιακώβ, βγήκε για να δει τις θυγατέρες τού τόπου. 

2 Και βλέποντάς την ο Συχέμ, ο γιος τού Εμμώρ τού Ευαίου, άρχοντα του τόπου, την πήρε, και κοιμήθηκε μαζί της, και την ταπείνωσε. 

3 Και η ψυχή του προσκολλήθηκε στη Δείνα, τη θυγατέρα τού Ιακώβ και αγάπησε την κόρη, και μίλησε σύμφωνα με την καρδιά τής κόρης. 

4 Και ο Συχέμ είπε στον Εμμώρ τον πατέρα του, λέγοντας: Πάρε μου αυτή την κόρη για  γυναίκα. 

5 Και ο Ιακώβ άκουσε, ότι μίανε τη Δείνα τη θυγατέρα του και οι γιοι του ήσαν με τα κτήνη του στο χωράφι και ο Ιακώβ σιώπησε μέχρις ότου έρθουν.

6 Και ο Εμμώρ, ο πατέρας τού Συχέμ, πήγε στον Ιακώβ, για να μιλήσει μαζί του. 

7 Και οι γιοι τού Ιακώβ ήρθαν από το χωράφι, καθώς το άκουσαν αυτό και οι άνδρες αγανάκτησαν, και θύμωσαν υπερβολικά, ότι έπραξε αισχρά στον Ισραήλ, με το να κοιμηθεί μαζί με τη θυγατέρα τού Ιακώβ το οποίο δεν έπρεπε να γίνει.

8 Και ο Εμμώρ μίλησε σ' αυτούς, λέγοντας: Η ψυχή τού Συχέμ τού γιου μου προσηλώθηκε  στη θυγατέρα σας δώστε την, παρακαλώ, σ' αυτόν για γυναίκα

9 και να συμπεθερέψετε μαζί μας δώστε τις θυγατέρες σας σε μας, και πάρτε τις θυγατέρες μας για σας

10 και κατοικήστε μαζί μας να, η γη είναι μπροστά σας κατοικείτε και εμπορεύεστε σ' αυτή, και κάντε κτήματα σ' αυτή.

11 Και ο Συχέμ είπε στον πατέρα της, και στους αδελφούς της: Ας βρω χάρη μπροστά σας και ό,τι πείτε σε μένα θα το δώσω

12 ζητήστε μου όση προίκα θέλετε, και όσα δώρα, και θα τα  δώσω, σύμφωνα με ό,τι θα μου λέγατε μόνον, δώστε μου την κόρη για γυναίκα.

13 Και οι γιοι τού Ιακώβ αποκρίθηκαν στον Συχέμ, και στον Εμμώρ, τον πατέρα του, με δόλο, και μίλησαν, (επειδή, αυτός είχε μολύνει τη Δείνα την αδελφή τους), 

14 και είπαν σ' αυτούς: Δεν μπορούμε να κάνουμε αυτό το πράγμα, να δώσουμε την αδελφή μας σε έναν άνθρωπο απερίτμητο επειδή, τούτο είναι ντροπή σε μας

15 μόνον με τούτο θα συμφωνούσαμε μαζί σας αν εσείς γίνετε, όπως εμείς, περιτέμνοντας κάθε αρσενικό μεταξύ σας, 

16 τότε, θα δώσουμε τις θυγατέρες μας σε σας, και τις θυγατέρες σας θα πάρουμε για μας, και θα κατοικήσουμε μαζί σας, και θα γίνουμε ένας λαός

17 αν, όμως, δεν μας ακούσετε να περιτμηθείτε, τότε θα πάρουμε τη θυγατέρα μας και θα αναχωρήσουμε.

18 Και τα λόγια τους άρεσαν στον Εμμώρ, και στον Συχέμ τον γιο τού Εμμώρ

19 και ο νέος δεν βράδυνε να κάνει το πράγμα, επειδή υπεραγαπούσε τη θυγατέρα τού Ιακώβ και ήταν ο ενδοξότερος από ολόκληρη την οικογένεια του πατέρα του.

20 Και ήρθε ο Εμμώρ και ο Συχέμ ο γιος του στην πύλη τής πόλης τους, και μίλησαν στους άνδρες τής πόλης τους, λέγοντας: 

21 Οι άνθρωποι αυτοί είναι ειρηνικοί μαζί μας ας κατοικήσουν, λοιπόν, στη γη, και ας εμπορεύονται σ' αυτή επειδή, η γη, δέστε, είναι αρκετά ευρύχωρη γι' αυτούς τις θυγατέρες τους ας πάρουμε για γυναίκες, και τις θυγατέρες μας ας δώσουμε σ' αυτούς

22 μόνον με τούτο θα συμφωνήσουν μαζί μας οι άνθρωποι για να κατοικήσουν μαζί μας, ώστε να γίνουμε ένας λαός, αν περιτμηθεί  μεταξύ  μας κάθε αρσενικό, καθώς αυτοί περιτέμνονται

23 τα κοπάδια τους, και τα υπάρχοντά τους, και όλα τα κτήνη τους δεν θα είναι δικά μας; Μόνον ας συμφωνήσουμε μαζί τους, και θα κατοικήσουν μαζί μας.

24 Και εισάκουσαν τον Εμμώρ και τον Συχέμ, τον γιο του, όλοι εκείνοι που βγαίνουν από την πύλη τής πόλης τους και περιτμήθηκε κάθε αρσενικό, όλοι εκείνοι που βγαίνουν διαμέσου τής πύλης τής πόλης του.

25 Και την τρίτη ημέρα, όταν ήσαν μέσα στον πόνο, δύο από τους γιους τού Ιακώβ, ο Συμεών και ο Λευί, αδέλφια τής Δείνας, πήραν κάθε ένας τη μάχαιρά του, και μπήκαν στην πόλη με ασφάλεια, και φόνευσαν κάθε αρσενικό.

26 Και τον Εμμώρ και τον Συχέμ, τον γιο του, φόνευσαν με μάχαιρα και πήραν τη Δείνα από το σπίτι τού Συχέμ, κα έφυγαν, 

27 και οι γιοι τού Ιακώβ ήρθαν στους φονευμένους, και λεηλάτησαν την πόλη, επειδή είχαν μολύνει την αδελφή τους. 

28 Πήραν τα πρόβατά τους, και τα βόδια τους, και τα γαϊδούρια τους, και ό,τι ήταν στην πόλη, και ό,τι ήταν στο χωράφι

29 και αιχμαλώτισαν ολόκληρη την περιουσία τους, και όλα τα παιδιά τους, και τις γυναίκες τους και λεηλάτησαν κάθε τι που βρισκόταν μέσα στα σπίτια.

30 Και ο Ιακώβ είπε στον Συμεών και στον Λευί: Με βάλατε σε ταραχή, κάνοντάς με μισητό ανάμεσα στους κατοίκους τής γης, ανάμεσα στους Χαναναίους και τους Φερεζαίους κι εγώ έχω λίγους ανθρώπους, κι εκείνοι θα μαζευτούν εναντίον μου, και θα με πατάξουν, και θα χαθώ εγώ και η οικογένειά μου.

31 Κι εκείνοι είπαν: 'Επρεπε, λοιπόν, να μεταχειριστούν την αδελφή μας σαν πόρνη;

                       


ΓΕΝΕΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ : 35ο

31ο  -  32ο  -  33ο  -  34ο 

Βαιθήλ: Ο Θεός ευλογεί τον Ιακώβ

1 ΚΑΙ ο Θεός είπε στον Ιακώβ: Αφού σηκωθείς, ανέβα στη Βαιθήλ, και κατοίκησε εκεί και κάνε εκεί θυσιαστήριο στον Θεό, ο οποίος φάνηκε σε σένα όταν έφευγες από το πρόσωπο του Ησαύ, του αδελφού σου.

2 Και ο Ιακώβ είπε στην οικογένειά του, και σε όλους εκείνους που είχε μαζί του: Βγάλτε τους ξένους θεούς, όσους έχετε μεταξύ σας, και καθαριστείτε, κι αλλάξτε τα ενδύματά σας

3 και αφού σηκωθείτε, ας ανέβουμε στη Βαιθήλ κι εκεί θα κάνω θυσιαστήριο στον Θεό, που με εισάκουσε την ημέρα τής θλίψης μου, και ήταν μαζί μου στον δρόμο, στον οποίο πορευόμουν.

4 Και έδωσαν στον Ιακώβ όλους τους ξένους θεούς, όσοι ήσαν στα χέρια τους, και τα σκουλαρίκια, που ήσαν στ' αυτιά τους και ο Ιακώβ τα έκρυψε κάτω από τη βελανιδιά, που είναι στη Συχέμ.

5 'Υστερα απ' αυτά, αναχώρησαν, και τρόμος τού Θεού έπεσε επάνω στις πόλεις, που ήσαν ολόγυρά τους και δεν καταδίωξαν καταπίσω των γιων τού Ιακώβ.

6 Και ο Ιακώβ ήρθε στη  Λουζ, που είναι στη γη Χαναάν, η οποία είναι η Βαιθήλ, αυτός και ολόκληρος ο λαός που ήταν μαζί του. 

7 Και οικοδόμησε εκεί ένα θυσιαστήριο, και αποκάλεσε το όνομα του τόπου Ελ-βαιθήλ επειδή, εκεί φανερώθηκε σ' αυτόν ο Θεός, όταν έφευγε από το πρόσωπο του αδελφού του.

8 Και η Δεβόρρα, η τροφός τής Ρεβέκκας, πέθανε και τάφηκε παρακάτω από τη Βαιθήλ, κάτω από τη βελανιδιά και ονομάστηκε η βελανιδιά Αλλόν-βακούθ.

9 Και ο Θεός φάνηκε ξανά στον Ιακώβ, αφού επέστρεψε από την Παδάν-αράμ, και τον ευλόγησε. 

10 Και ο Θεός τού είπε: Το όνομά σου είναι Ιακώβ δεν θα ονομάζεσαι πλέον Ιακώβ, αλλά Ισραήλ θα είναι το όνομά σου και αποκάλεσε το όνομά του Ισραήλ. 

11 Και ο Θεός τού είπε: Εγώ είμαι ο Θεός ο Παντοκράτορας να αυξάνεις και να πληθαίνεις από  σένα θα γίνουν έθνος, και πλήθος εθνών, και βασιλιάδες θα βγουν από την οσφύ σου

12 και τη γη, την οποία έδωσα στον Αβραάμ και στον Ισαάκ, σε σένα θα τη δώσω και στο σπέρμα σου ύστερα από σένα θα δώσω αυτή τη γη.

13 Και ο Θεός ανέβηκε απ' αυτόν, από τον τόπο όπου μίλησε μαζί του. 

14 Και ο Ιακώβ έστησε μια στήλη στον τόπο όπου μίλησε μαζί του μια πέτρινη στήλη και έκανε επάνω της σπονδή, και έχυσε επάνω της λάδι. 

15 Και ο Ιακώβ αποκάλεσε το όνομα του τόπου, όπου ο Θεός μίλησε μαζί του: Βαιθήλ.

Ο θάνατος της Ραχήλ

16 ΥΣΤΕΡΑ απ' αυτά αναχώρησε από τη Βαιθήλ κι ενώ απέμενε λίγο διάστημα για να φτάσουν στην Εφραθά, η Ραχήλ γέννησε, και υπέφερε μεγάλον αγώνα στη γέννα της. 

17 Κι ενώ βρισκόταν στον σκληρό αγώνα της γέννας, η μαμή τής είπε: Μη φοβάσαι, επειδή κι αυτός σού είναι γιος

18 κι ενώ παρέδινε την ψυχή (επειδή, πέθανε), αποκάλεσε το όνομά του Βεν-ονί και ο πατέρας του τον αποκάλεσε Βενιαμίν.

19 Και η Ραχήλ πέθανε, και τάφηκε στον δρόμο τής Εφραθά, που είναι η Βηθλεέμ. 

20 Και ο Ιακώβ έστησε μια στήλη επάνω στον τάφο της αυτή είναι η στήλη τού τάφου τής Ραχήλ μέχρι σήμερα.

Οι γιοι τού Ιακώβ

21 Και αφού ο Ισραήλ σηκώθηκε, έστησε τη σκηνή του πέρα από το Μιγδώλ-ερέ. 

22 Και όταν ο Ισραήλ κατοικούσε στη γη εκείνη, ο Ρουβήν πήγε και κοιμήθηκε με τη  Βαλλά, την παλλακή τού πατέρα του κι αυτό, το άκουσε ο Ισραήλ. ΚΑΙ οι γιοι τού Ιακώβ ήσαν 12

23 οι γιοι τής Λείας, ο Ρουβήν, ο πρωτότοκος του Ιακώβ, και ο Συμεών, και ο Λευί, και ο Ιούδας, και ο Ισσάχαρ, και ο Ζαβουλών

24 οι γιοι τής Ραχήλ, ο Ιωσήφ, και ο Βενιαμίν

25 και οι γιοι τής Βαλλάς, της υπηρέτριας της Ραχήλ, ο Δαν, και ο Νεφθαλί

26 και οι γιοι τής Ζελφάς, της υπηρέτριας της Λείας, ο Γαδ, και ο Ασήρ αυτοί είναι οι γιοι τού Ιακώβ, που γεννήθηκαν σ' αυτόν στην Παδάν-αράμ.

Ο θάνατος του Ισαάκ

27 ΚΑΙ ο Ιακώβ ήρθε στον Ισαάκ τον πατέρα του στη Μαμβρή, στην Κιριάθ-αρβά, που είναι η Χεβρών, όπου είχαν παροικήσει ο Αβραάμ και ο Ισαάκ.

28 Και οι ημέρες τού Ισαάκ ήσαν 180 χρόνια. 

29 Και αφού ο Ισαάκ εξέπνευσε, πέθανε, και προστέθηκε στον λαό του, γέροντας και πήρης ημερών και τον έθαψαν ο Ησαύ και ο Ιακώβ, οι γιοι του.