Ισαάκ και Αβιμέλεχ 1 ΚΑΙ έγινε πείνα στη γη, εκτός της προηγούμενης πείνας, που είχε γίνει στις ημέρες τού Αβραάμ. Και ο Ισαάκ πήγε στον Αβιμέλεχ, τον βασιλιά των Φιλισταίων, στα Γέραρα. 2 Και ο Κύριος φάνηκε σ' αυτόν, και είπε: Μη κατέβεις στην Αίγυπτο να κατοικήσεις στη γη, που θα σου πω 3 να παροικείς σε τούτη τη γη, κι εγώ θα είμαι μαζί σου, και θα σε ευλογήσω επειδή, σε σένα και στο σπέρμα σου θα δώσω όλους αυτούς τους τόπους και θα εκπληρώσω τον όρκο, που ορκίστηκα στον Αβραάμ τον πατέρα σου 4 και θα πληθύνω το σπέρμα σου σαν τα αστέρια του ουρανού, και θα δώσω στο σπέρμα σου όλους αυτούς τους τόπους, και διαμέσου του σπέρματός σου θα ευλογηθούν όλα τα έθνη τής γης 5 επειδή, ο Αβραάμ υπάκουσε στη φωνή μου, και φύλαξε τα προστάγματά μου, τις εντολές μου, τα διατάγματά μου, και τους νόμους μου. 6 Και ο Ισαάκ κατοίκησε στα Γέραρα. 7 Και οι άνδρες τού τόπου ρώτησαν για τη γυναίκα του και είπε: Είναι αδελφή μου επειδή, φοβήθηκε να πει: Είναι γυναίκα μου λέγοντας, μήπως με φονεύσουν οι άνδρες τού τόπου εξαιτίας της Ρεβέκκας επειδή, ήταν ωραία στην όψη. 8 Και αφού παρέμεινε εκεί πολλές ημέρες, ο βασιλιάς των Φιλισταίων, ο Αβιμέλεχ, καθώς έσκυψε από τη θυρίδα, είδε, και να, ο Ισαάκ έπαιζε με τη Ρεβέκκα τη γυναίκα του. 9 Και ο Αβιμέλεχ κάλεσε τον Ισαάκ, και είπε: Δες, σίγουρα γυναίκα σου είναι αυτή γιατί, λοιπόν, είπες: Είναι αδελφή μου; Και ο Ισαάκ τού είπε: Επειδή, είπα: Μήπως πεθάνω εξαιτίας της. 10 Και ο Αβιμέλεχ είπε: Τι είναι αυτό που μας έκανες; Παρ' ολίγο θα κοιμόταν κάποιος από τον λαό με τη γυναίκα σου, και θα έφερνες επάνω μας ανομία. 11 Και ο Αβιμέλεχ πρόσταξε σε ολόκληρο τον λαό, λέγοντας: 'Οποιος αγγίξει τον άνθρωπο αυτόν ή τη γυναίκα του, θα θανατωθεί οπωσδήποτε. 12 Kαι ο Ισαάκ έσπειρε στη γη εκείνη, και μάζεψε εκείνο τον χρόνο εκατονταπλάσια και ο Κύριος τον ευλόγησε. 13 Και ο άνθρωπος μεγαλυνόταν, και συνέχιζε να αυξάνει, μέχρις ότου έγινε υπερβολικά μεγάλος 14 και απέκτησε πρόβατα, και βόδια, και πολλούς δούλους όμως, οι Φιλισταίοι τον φθόνησαν. 15 Και όλα τα πηγάδια, που έσκαψαν οι δούλοι τού πατέρα του στις ημέρες τού Αβραάμ τού πατέρα του, οι Φιλισταίοι τα έφραξαν, και τα γέμισαν με χώμα. 16 Και ο Αβιμέλεχ είπε στον Ισαάκ: Φύγε από μας, επειδή έγινες υπερβολικά δυνατότερός μας. 17 ΚΑΙ ο Ισαάκ αναχώρησε από εκεί, και έστησε τη σκηνή του στην κοιλάδα των Γεράρων, και κατοίκησε εκεί. 18 Και ο Ισαάκ άνοιξε πάλι τα πηγάδια τού νερού, τα οποία είχαν σκάψει στις ημέρες τού Αβραάμ τού πατέρα του, και οι Φιλισταίοι τα είχαν φράξει μετά τον θάνατο του Αβραάμ και τα ονόμασε σύμφωνα με τα ονόματα, με τα οποία ο πατέρας του τα είχε ονομάσει. 19 Και οι δούλοι τού Ισαάκ έσκαψαν στην κοιλάδα, και βρήκαν εκεί ένα πηγάδι με τρεχούμενο νερό. 20 Και οι βοσκοί των Γεράρων λογομάχησαν με τους βοσκούς τού Ισαάκ, λέγοντας: Δικό μας είναι το νερό και ονόμασε το πηγάδι Εσέκ επειδή, φιλονίκησαν μαζί του. 21 Και έσκαψαν ένα άλλο πηγάδι, και λογομάχησαν και για τούτο γι' αυτό, το ονόμασε Σιτνά. 22 Και αφού μετοίκησε από εκεί, έσκαψε ένα άλλο πηγάδι, αλλά γι' αυτό δεν λογομάχησαν και το ονόμασε Ρεχωβώθ, λέγοντας: Επειδή, τώρα ο Κύριος μας πλάτυνε, και μας αύξησε επάνω στη γη. 23 Και από εκεί ανέβηκε στη Βηρ-σαβεέ. 24 Και ο Κύριος φάνηκε σ' αυτόν εκείνη τη νύχτα, και είπε: Εγώ είμαι ο Θεός τού Αβραάμ τού πατέρα σου μη φοβάσαι, επειδή εγώ είμαι μαζί σου, και θα σε ευλογήσω, και θα πληθύνω το σπέρμα σου, εξαιτίας του Αβραάμ, του δούλου μου. 25 Και εκεί οικοδόμησε θυσιαστήριο, και επικαλέστηκε το όνομα του Κυρίου και έστησε εκεί τη σκηνή του και εκεί οι δούλοι τού Ισαάκ έσκαψαν ένα πηγάδι. Συνθήκη Ισαάκ και Αβιμέλεχ 26 TΟΤΕ, o Aβιμέλεχ πήγε σ' αυτόν από τα Γέραρα, και ο Οχοζάθ ο οικείος του, και ο Φιχόλ ο αρχιστράτηγος της δύναμής του. 27 Και ο Ισαάκ είπε σ' αυτούς: Γιατί ήρθατε σε μένα, αφού εσείς με μισήσατε και με διώξατε από κοντά σας; 28 Και είπαν: Είδαμε φανερά ότι ο Κύριος είναι μαζί σου, και είπαμε: Ας γίνει τώρα όρκος αναμεταξύ μας, ανάμεσα σε μας και σε σένα, κι ας κάνουμε συνθήκη μαζί σου, 29 ότι δεν θα κάνεις σε μας κακό, καθώς εμείς δεν σε αγγίξαμε, και καθώς μόνον καλό πράξαμε σε σένα, και σε εξαποστείλαμε ειρηνικά τώρα, εσύ είσαι ευλογημένος τού Κυρίου. 30 Και έκανε σ' αυτούς συμπόσιο και έφαγαν και ήπιαν. 31 Και σηκώθηκαν ενωρίς το πρωί, και ορκίστηκε ο ένας στον άλλον τότε, ο Ισαάκ τούς εξαπέστειλε, και έφυγαν απ' αυτόν ειρηνικά. 32 Κι εκείνη την ημέρα, ήρθαν οι δούλοι τού Ισαάκ, και του ανήγγειλαν για το πηγάδι που έσκαψαν, και του είπαν: Βρήκαμε νερό. 33 Και το ονόμασαν Σαβεέ γι' αυτό, το όνομα της πόλης είναι μέχρι σήμερα Βηρ-σαβεέ. Ο Ησαύ παίρνει αλλογενείς γυναίκες 34 ΚΑΙ ο Ησαύ ήταν 40 χρόνων, όταν πήρε για γυναίκα την Ιουδίθ, τη θυγατέρα τού Βεηρί, του Χετταίου, και τη Βασεμάθ, τη θυγατέρα τού Αιλών, του Χετταίου 35 κι αυτές ήσαν πικρία ψυχής στον Ισαάκ και στη Ρεβέκκα. Η εξαπάτηση του Ιακώβ. Η ευλογία τού Ισαάκ 1 ΚΑΙ αφού ο Ισαάκ γέρασε, και τα μάτια του αμβλύνθηκαν, ώστε δεν έβλεπε, κάλεσε τον Ησαύ, τον μεγαλύτερο γιο του, και του είπε: Γιε μου. Κι αυτός του είπε: Εδώ είμαι. 2 Κι εκείνος είπε: Δες τώρα, εγώ γέρασα δεν γνωρίζω την ημέρα τού θανάτου μου 3 πάρε, λοιπόν, παρακαλώ τα όπλα σου, τη φαρέτρα σου και το τόξο σου, και βγες στην πεδιάδα, και κυνήγυσε για μένα ένα κυνήγι 4 και κάνε μου νόστιμα φαγητά, καθώς μου αρέσουν, και φέρε μου να φάω για να σε ευλογήσει η ψυχή μου πριν πεθάνω. 5 Και η Ρεβέκκα άκουσε καθώς ο Ισαάκ μιλούσε στον γιο του τον Ησαύ. Και Ησαύ πήγε στην πεδιάδα για να κυνηγήσει ένα κυνήγι, και να το φέρει. 6 Και η Ρεβέκκα μίλησε στον γιο της τον Ιακώβ, λέγοντας: Δες, εγώ άκουσα τον πατέρα σου να μιλάει στον αδελφό σου τον Ησαύ, και να λέει: 7 Φέρε μου κυνήγι, και κάνε μου νόστιμα φαγητά για να φάω, και να σε ευλογήσω μπροστά στον Κύριο πριν πεθάνω. 8 Τώρα, λοιπόν, γιε μου, να ακούσεις τη φωνή μου σε όσα εγώ σου παραγγέλλω 9 πήγαινε, τώρα, στο κοπάδι και πάρε μου από εκεί δύο καλά κατσικάκια για να τα κάνω νόστιμα φαγητά για τον πατέρα σου, καθώς του αρέσουν 10 και θα τα φέρεις στον πατέρα σου να φάει, για να σε ευλογήσει πριν πεθάνει. 11 Και ο Ιακώβ είπε στη Ρεβέκκα τη μητέρα του: Δες, ο Ησαύ ο αδελφός μου είναι άνδρας δασύτριχος, ενώ εγώ είμαι άνδρας άτριχος 12 ίσως ο πατέρας μου με ψηλαφίσει, και θα φανώ σ' αυτόν ως απατεώνας και θα επισύρω επάνω μου κατάρα και όχι ευλογία. 13 Και η μητέρα του είπε σ' αυτόν: Επάνω μου η κατάρα σου, παιδί μου μόνον υπάκουσε στη φωνή μου, και πήγαινε, φέρ' τα σε μένα. 14 Και πήγε, και πήρε, και τα έφερε στη μητέρα του και η μητέρα του έκανε νόστιμα φαγητά, όπως άρεσαν στον πατέρα του. 15 Και παίρνοντας η Ρεβέκκα τα καλύτερα ενδύματα του μεγαλύτερου γιου της του Ησαύ, που είχε στο σπίτι, έντυσε μ' αυτά τον Ιακώβ, τον νεότερο γιο της 16 και με τα δέρματα από τα κατσικάκια σκέπασε τα χέρια του, και τα γυμνά μέρη τού λαιμού του 17 και έδωσε στα χέρια του γιου της του Ιακώβ τα νόστιμα φαγητά, και το ψωμί, που ετοίμασε. 18 Και ήρθε στον πατέρα του, και είπε: Πατέρα μου. Κι εκείνος είπε: Εδώ είμαι ποιος είσαι παιδί μου; 19 Και ο Ιακώβ είπε στον πατέρα του: Εγώ είμαι ο Ησαύ, ο πρωτότοκός σου έκανα καθώς μου είπες, σήκω, λοιπόν, κάθησε και φάε από το κυνήγι μου, για να με ευλογήσει η ψυχή σου. 20 Και ο Ισαάκ είπε στον γιο του: Πώς έγινε αυτό παιδί μου, ότι το βρήκες τόσο γρήγορα; Κι εκείνος είπε: Επειδή, ο Κύριος ο Θεός σου το έφερε μπροστά μου. 21 Και ο Ισαάκ είπε στον Ιακώβ: Πλησίασε παιδί μου, για να σε ψηλαφήσω, αν είσαι εσύ αυτός ο γιος μου ο Ησαύ ή όχι. 22 Και ο Ιακώβ πλησίασε στον Ισαάκ τον πατέρα του κι εκείνος τον ψηλάφησε και είπε: Η μεν φωνή είναι φωνή τού Ιακώβ, τα χέρια όμως είναι χέρια τού Ησαύ. 23 Και δεν τον γνώρισε, επειδή τα χέρια του ήσαν σαν τα χέρια τού αδελφού του, του Ησαύ, δασύτριχα και τον ευλόγησε. 24 Και είπε: Εσύ είσαι ο ίδιος ο γιος μου ο Ησαύ; Κι εκείνος είπε: Εγώ. 25 Και είπε: Φέρε κοντά μου, και θα φάω από το κυνήγι του γιου μου, για να σε ευλογήσει η ψυχή μου. Και έφερε κοντά του, και έφαγε και έφερε σ' αυτόν κρασί, και ήπιε. 26 Και ο Ισαάκ ο πατέρας του είπε σ' αυτόν: Πλησίασε τώρα, και φίλησέ με, παιδί μου. 27 Και πλησίασε, και τον φίλησε και οσφράνθηκε την οσμή των ενδυμάτων του και τον ευλόγησε και είπε: Να, η οσμή τού γιου μου είναι σαν οσμή πεδιάδας, που την ευλόγησε ο Κύριος 28 Λοιπόν, ο Θεός να σου δώσει από τη δρόσο τού ουρανού, και από το πάχος τής γης, και αφθονία σιταριού και κρασιού 29 Λαοί να σε δουλέψουν, και έθνη να σε προσκυνήσουν Να είσαι κύριος των αδελφών σου, και οι γιοι τής μητέρας σου να σε προσκυνήσουν Καταραμένος όποιος σε καταριέται και ευλογημένος όποιος σε ευλογεί! Ο Ησαύ εκλιπαρεί για ευλογία 30 Kαι καθώς ο Ισαάκ έπαυσε να ευλογεί τον Ιακώβ, μόλις ο Ιακώβ είχε φύγει μπροστά από τον πατέρα του τον Ισαάκ, τότε ήρθε ο Ησαύ, ο αδελφός του, από το κυνήγι του. 31 Και έκανε κι αυτός νόστιμα φαγητά, και τα έφερε στον πατέρα του και είπε στον πατέρα του: Ας σηκωθεί ο πατέρας μου κι ας φάει από το κυνήγι τού γιου του, για να με ευλογήσει η ψυχή σου. 32 Και ο πατέρας του ο Ισαάκ είπε σ' αυτόν: Ποιος είσαι; Κι εκείνος είπε: Είμαι ο γιος σου, ο πρωτότοκός σου, ο Ησαύ. 33 Και ο Ισαάκ εκπλάγηκε με υπερβολικά μεγάλη έκπληξη, και είπε: Ποιος είναι, λοιπόν, εκείνος, που κυνήγησε ένα κυνήγι και μου έφερε, και έφαγα απ' όλα πριν μπεις μέσα, και τον ευλόγησα; Και θα είναι ευλογημένος. 34 'Οταν ο Ησαύ άκουσε τα λόγια τού πατέρα του, έβγαλε μια κραυγή μεγάλη και πικρή σε υπερβολικό βαθμό και είπε στον πατέρα του: Ευλόγησε και μένα, πατέρα μου. 35 Κι εκείνος είπε: 'Ηρθε ο αδελφός σου με δόλο, και πήρε την ευλογία σου. 36 Και ο Ησαύ είπε: Δικαιολογημένα αποκλήθηκε το όνομά του Ιακώβ, επειδή, τώρα για δεύτερη φορά με υποσκέλισε πήρε τα πρωτοτόκιά μου, και να, τώρα πήρε και την ευλογία μου. Και είπε: Δεν φύλαξες για μένα ευλογία; 37 Και ο Ισαάκ αποκρίθηκε, και είπε στον Ησαύ: Δες, τον έκανα κύριό σου, και όλους τους αδελφούς του τούς έκανα δούλους του, και τον στήριξα με σιτάρι και κρασί και τι να κάνω, λοιπόν, σε σένα, παιδί μου; 38 Και ο Ησαύ είπε, στον πατέρα του: Μήπως μόνον αυτή την ευλογία έχεις, πατέρα μου; Ευλόγησέ με και μένα, πατέρα μου. Και ύψωσε ο Ησαύ τη φωνή του και έκλαψε. 39 Και αποκρίθηκε ο πατέρας του, ο Ισαάκ, και του είπε: Δες, η κατοίκησή σου θα είναι στο πάχος τής γης, και στη δρόσο τού ουρανού από επάνω 40 και με το μαχαίρι σου θα ζεις, και στον αδελφό σου θα δουλέψεις. 'Οταν, όμως, υπερισχύσεις, θα συντρίψεις τον ζυγό του από τον τράχηλό σου. Ο Ησαύ σχεδιάζει εκδίκηση 41 ΚΑΙ ο Ησαύ μισούσε τον Ιακώβ, για την ευλογία με την οποία τον ευλόγησε ο πατέρας του και ο Ησαύ είπε στην καρδιά του: Πλησιάζουν οι ημέρες τού πένθους τού πατέρα μου τότε, θα φονεύσω τον αδελφό μου τον Ιακώβ. 42 Και αναγγέλθηκαν στη Ρεβέκκα τα λόγια τού Ησαύ, του μεγαλύτερου γιου της και αφού έστειλε, κάλεσε τον Ιακώβ, τον νεότερο γιο της, και του είπε: Δες, ο Ησαύ ο αδελφός σου παρηγορεί τον εαυτό του εναντίον σου, ότι θα σε φονεύσει 43 τώρα, λοιπόν, παιδί μου, άκουσε τη φωνή μου και αφού σηκωθείς, φύγε προς τον αδελφό μου τον Λάβαν στη Χαρράν 44 και κατοίκησε μαζί του μερικές ημέρες, μέχρις ότου περάσει ο θυμός του αδελφού σου 45 μέχρις ότου παύσει η οργή τού αδελφού σου εναντίον σου, και λησμονήσει τα όσα του έκανες τότε, θα στείλω και θα σε φέρω από εκεί γιατί να σας στερηθώ και τους δύο σε μία ημέρα; 46 Και η Ρεβέκκα είπε στον Ισαάκ: Αηδίασα τη ζωή μου εξαιτίας των θυγατέρων τού Χετ αν ο Ιακώβ πάρει γυναίκα από τις θυγατέρες τού Χετ, όπως είναι αυτές, από τις θυγατέρες αυτής της γης, τι με ωφελεί να ζω; Ο Ιακώβ στέλνεται στη Χαρράν 1 ΚΑΙ αφού ο Ισαάκ προσκάλεσε τον Ιακώβ, τον ευλόγησε και του παρήγγειλε, λέγοντας: Δεν θα πάρεις γυναίκα από τις θυγατέρες τής Χαναάν 2 και αφού σηκωθείς, πήγαινε στην Παδάν-αράμ, στο σπίτι τού Βαθουήλ, του πατέρα τής μητέρας σου και από εκεί πάρε γυναίκα για σένα, από τις θυγατέρες τού Λάβαν, του αδελφού τής μητέρας σου 3 και ο Θεός ο Παντοδύναμος να σε ευλογήσει, και να σε αυξήσει, και να σε πληθύνει, ώστε να γίνεις σε πλήθος από λαούς 4 και να σου δώσει την ευλογία τού Αβραάμ, σε σένα, και στο σπέρμα σου ύστερα από σένα, για να κληρονομήσεις τη γη τής παροίκησής σου, που ο Θεός έδωσε στον Αβραάμ. 5 Και ο Ισαάκ εξαπέστειλε τον Ιακώβ και πήγε στην Παδάν-αράμ στον Λάβαν, τον γιο τού Βαθουήλ τού Σύριου, τον αδελφό τής Ρεβέκκας, της μητέρας τού Ιακώβ και του Ησαύ. Ο Ησαύ παίρνει και άλλη γυναίκα 6 ΚΑΙ βλέποντας ο Ησαύ ότι ο Ισαάκ ευλόγησε τον Ιακώβ, και τον εξαπέστειλε στην Παδάν-αράμ, για να πάρει για τον εαυτό του γυναίκα από εκεί, και ότι, ενώ τον ευλογούσε, του παρήγγειλε, λέγοντας: Δεν θα πάρεις γυναίκα από τις θυγατέρες τη Χαναάν 7 και ότι ο Ιακώβ υπάκουσε στον πατέρα του και τη μητέρα του, και πήγε στην Παδάν-αράμ 8 και βλέποντας ο Ησαύ ότι οι θυγατέρες τη Χαναάν είναι μισητές στα μάτια του Ισαάκ, του πατέρα του, 9 ο Ησαύ πήγε στον Ισμαήλ, και εκτός των άλλων γυναικών του πήρε για τον εαυτό του γυναίκα τη Μαελέθ, θυγατέρα τού Ισμαήλ τού γιου τού Αβραάμ, την αδελφή τού Ναβαϊώθ. Το όνειρο του Ιακώβ στη Βαιθήλ 10 ΚΑΙ ο Ιακώβ βγήκε από τη Βηρ-σαβεέ, και πήγε στη Χαρράν. 11 Και έφτασε σε κάποιον τόπο, και διανυχτέρευσε εκεί, επειδή είχε δύσει ο ήλιος και πήρε από τις πέτρες τού τόπου, και έβαλε για προσκεφάλι του, και κοιμήθηκε σ' εκείνο τον τόπο. 12 Και είδε ένα όνειρο, και να, μια σκάλα στηριγμένη στη γη, που η κορυφή της έφτανε στον ουρανό και να, οι άγγελοι του Θεού ανέβαιναν και κατέβαιναν επάνω σ' αυτή. 13 Και να, ο Κύριος στεκόταν επάνω απ' αυτή, και είπε: Εγώ είμαι ο Κύριος, ο Θεός τού Αβραάμ τού πατέρα σου, και ο Θεός τού Ισαάκ τη γη, επάνω στην οποία κοιμάσαι, σε σένα θα τη δώσω, και στο σπέρμα σου 14 Και το σπέρμα σου θα είναι όπως η άμμος τής γης, και θα απλωθείς προς τη δύση, και προς την ανατολή, και προς τον βορρά και προς τον νότο και θα ευλογηθούν μέσα από σένα, και από το σπέρμα σου, όλες οι φυλές τής γης 15 και δες, εγώ είμαι μαζί σου, και θα σε διαφυλάττω παντού, όπου κι αν πας, και θα σε επαναφέρω σε τούτη τη γη επειδή, δεν θα σε εγκαταλείψω, μέχρις ότου κάνω όσα μίλησα σε σένα. 16 Και όταν ο Ιακώβ σηκώθηκε από τον ύπνο του, είπε: Βέβαια, ο Κύριος είναι σε τούτο τον τόπο, κι εγώ δεν ήξερα. 17 Και φοβήθηκε, και είπε: Πόσο φοβερός είναι αυτός ο τόπος! Τούτο δεν είναι παρά οίκος τού Θεού, κι αυτή η πύλη τού ουρανού. 18 Και ο Ιακώβ, αφού σηκώθηκε ενωρίς το πρωί, πήρε την πέτρα, που είχε βάλει για προσκεφάλι του, και την έστησε για στήλη, και έχυσε λάδι επάνω στην κορυφή της. 19 Και αποκάλεσε το όνομα εκείνου του τόπου, Βαιθήλ και το όνομα της πόλης εκείνης ήταν άλλοτε Λουζ. Η υπόσχεση του Ιακώβ 20 Και ο Ιακώβ ευχήθηκε μια ευχή, λέγοντας: Αν ο Θεός είναι μαζί μου, και με διαφυλάξει σ' αυτό τον δρόμο στον οποίο πηγαίνω, και μου δώσει ψωμί να φάω, και ένδυμα για να ντυθώ, 21 και επιστρέψω ειρηνικά στο σπίτι τού πατέρα μου, τότε ο Κύριος θα είναι ο Θεός μου 22 κι αυτή η πέτρα, που έστησα για στήλη, θα είναι οίκος τού Θεού και από όλα όσα μου δώσεις, το δέκατο θα το προσφέρω σε σένα. Ο Ιακώβ φτάνει στη Χαρράν 1 ΚΑΙ ο Ιακώβ κίνησε, και πήγε στη γη των κατοίκων τής ανατολής. 2 Και είδε, και να ένα πηγάδι στην πεδιάδα και να, υπήρχαν εκεί τρία κοπάδια προβάτων, που αναπαύονταν κοντά του, επειδή από εκείνο το πηγάδι πότιζαν τα κοπάδια και υπήρχε μια μεγάλη πέτρα επάνω στο στόμιο του πηγαδιού. 3 Και όταν μαζεύονταν εκεί όλα τα κοπάδια, αποκυλούσαν την πέτρα από το στόμιο του πηγαδιού, και πότιζαν τα κοπάδια έπειτα, έβαζαν ξανά την πέτρα επάνω στο στόμιο του πηγαδιού, στον τόπο της. 4 Και ο Ιακώβ είπε σ' αυτούς: Αδελφοί, από πού είστε; Κι εκείνοι είπαν: Είμαστε από τη Χαρράν. 5 Και τους είπε: Γνωρίζετε τον Λάβαν, τον γιο τού Ναχώρ; Κι εκείνοι είπαν: Τον γνωρίζουμε. 6 Και τους είπε: Υγιαίνει; Κι εκείνοι είπαν: Υγιαίνει και, δες, η Ραχήλ η κόρη του έρχεται μαζί με τα πρόβατα. 7 Και είπε: Να, μένει ακόμα αρκετό μέρος τής ημέρας, δεν είναι ώρα να αποσυρθούν τα κτήνη ποτίστε τα πρόβατα, και πηγαίνετε να τα βοσκήσετε. 8 Κι εκείνοι είπαν: Δεν μπορούμε, μέχρις ότου μαζευτούν όλα τα κοπάδια, και να αποκυλίσουν την πέτρα από το στόμιο του πηγαδιού τότε ποτίζουμε τα πρόβατα. 9 Κι ενώ μιλούσε ακόμα σ' αυτούς, ήρθε η Ραχήλ μαζί με τα πρόβατα του πατέρα της επειδή, αυτή τα έβοσκε. 10 Και καθώς ο Ιακώβ είδε τη Ραχήλ, τη θυγατέρα τού Λάβαν τού αδελφού τής μητέρας του, και τα πρόβατα του Λάβαν τού αδελφού τής μητέρας του, πλησίασε ο Ιακώβ, και αποκύλισε την πέτρα από το στόμιο του πηγαδιού, και πότισε τα πρόβατα του Λάβαν, του αδελφού τής μητέρας του. 11 Και ο Ιακώβ φίλησε τη Ραχήλ, και υψώνοντας τη φωνή του, έκλαψε. 12 Και ο Ιακώβ ανήγγειλε στη Ραχήλ, ότι είναι αδελφός τού πατέρα της, και ότι είναι γιος τής Ρεβέκκας κι εκείνη τρέχοντας ανήγγειλε το πράγμα στον πατέρα της. 13 Και καθώς ο Λάβαν άκουσε το όνομα του Ιακώβ, του γιου τής αδελφής του, έτρεξε σε συνάντησή του και αφού τον εναγκαλίστηκε, τον φίλησε και τον έφερε στο σπίτι του και ο Ιακώβ διηγήθηκε στον Λάβαν όλα όσα είχαν γίνει. 14 Και είπε σ' αυτόν ο Λάβαν: Βέβαια, κόκαλό μου και σάρκα μου είσαι. Και κατοίκησε μαζί του έναν μήνα. Ο γάμος τού Ιακώβ 15 Kαι ο Λάβαν είπε στον Ιακώβ: Επειδή, είσαι αδελφός μου, γι' αυτό θα δουλεύεις σε μένα δωρεάν; Πες μου, ποιος θα είναι ο μισθός σου; 16 Και ο Λάβαν είχε δύο θυγατέρες το όνομα της μεγαλύτερης ήταν Λεία, και το όνομα της μικρότερης Ραχήλ. 17 Της Λείας, όμως, τα μάτια ήσαν ασθενικά και η Ραχήλ ήταν ωραία σε παράστημα και όμορφη στην όψη. 18 Και ο Ιακώβ αγάπησε τη Ραχήλ και είπε: Θα δουλεύω σε σένα επτά χρόνια για τη Ραχήλ, τη μικρότερη θυγατέρα σου. 19 Και ο Λάβαν είπε: Καλύτερα να τη δώσω σε σένα, παρά να τη δώσω σε άλλον άνδρα κατοίκησε μαζί μου. 20 Και ο Ιακώβ δούλεψε για τη Ραχήλ επτά χρόνια και του φαίνονταν σαν λίγες ημέρες, εξαιτίας της αγάπης του γι' αυτήν. 21 Και ο Ιακώβ είπε στον Λάβαν: Δώσε μου τη γυναίκα μου, επειδή εκπληρώθηκαν οι ημέρες μου, για να μπω μέσα σ' αυτή. Ο Ιακώβ, εξαπατάται κι αυτός 22 Και ο Λάβαν συγκέντρωσε όλους τους ανθρώπους τού τόπου, και έκανε συμπόσιο. 23 Και το βράδυ, παίρνοντας τη Λεία τη θυγατέρα του, την έφερε σ' αυτόν και μπήκε μέσα σ' αυτή. 24 Και ο Λάβαν έδωσε στη θυγατέρα του τη Λεία, για υπηρέτριά της, τη Ζελφά την υπηρέτριά του. 25 Και το πρωί, να, αυτή ήταν η Λεία και είπε στον Λάβαν: Τι είναι τούτο που έκανες σε μένα; Δεν δούλεψα σε σένα για τη Ραχήλ; Και γιατί με εξαπάτησες; 26 Kαι ο Λάβαν είπε: Δεν γίνεται έτσι στον τόπο μας, να δίνεται η μικρότερη πριν από τη μεγαλύτερη 27 εκπλήρωσε την εβδομάδα της, και θα σου δώσω κι αυτή, αντί της εργασίας την οποία θα κάνεις σε μένα ακόμα επτά χρόνια. 28 Και ο Ιακώβ έκανε έτσι και εξεπλήρωσε την εβδομάδα της και του έδωσε τη Ραχήλ τη θυγατέρα του για γυναίκα. 29 Και ο Λάβαν έδωσε στη θυγατέρα του τη Ραχήλ, για υπηρέτριά της, τη Βαλλάν, την υπηρέτριά του. 30 Και ο Ιακώβ μπήκε και στη Ραχήλ και αγάπησε τη Ραχήλ περισσότερο από τη Λεία, και δούλεψε σ' αυτόν άλλα επτά χρόνια ακόμα. 31 Και βλέποντας ο Κύριος ότι η Λεία ήταν μισητή, άνοιξε τη μήτρα της και η Ραχήλ ήταν στείρα. 32 Και η Λεία συνέλαβε, και γέννησε γιο, και αποκάλεσε το όνομά του Ρουβήν επειδή, είπε: Είδε, βέβαια, ο Κύριος την ταπείνωσή μου τώρα, λοιπόν, θα με αγαπήσει ο άνδρας μου. 33 Και συνέλαβε ξανά, και γέννησε γιο και είπε: Επειδή, ο Κύριος άκουσε ότι μισούμαι, γι' αυτό μου έδωσε ακόμα κι αυτόν και αποκάλεσε το όνομά του Συμεών. 34 Και συνέλαβε ξανά, και γέννησε γιο και είπε: Τώρα, αυτή τη φορά ο άνδρας μου θα ενωθεί μαζί μου, επειδή γέννησα σ' αυτόν τρεις γιους γι' αυτό, τον ονόμασε Λευί. 35 Και συνέλαβε ξανά, και γέννησε γιο και είπε: Αυτή τη φορά θα δοξολογήσω τον Κύριο γι' αυτό αποκάλεσε το όνομά του Ιούδα και έπαυσε να γεννάει. Ο φθόνος τής Ραχήλ 1 Και όταν η Ραχήλ είδε ότι δεν τεκνοποίησε στον Ιακώβ, η Ραχήλ φθόνησε την αδελφή της και είπε στον Ιακώβ: Δώσε μου παιδιά ειδεμή, εγώ πεθαίνω. 2 Και άναψε ο θυμός τού Ιακώβ εναντίον τής Ραχήλ, και είπε: Μήπως εγώ είμαι αντί του Θεού, που σε στέρησε από τον καρπό τής κοιλιάς; 3 Κι εκείνη είπε: Νάσου, η υπηρέτριά μου, η Βαλλά μπες μέσα σ' αυτή, και θα γεννήσει επάνω στα γόνατά μου, για να αποκτήσω κι εγώ παιδιά απ' αυτή. 4 Και του έδωσε τη Βαλλά, την υπηρέτριά της, για γυναίκα και ο Ιακώβ μπήκε μέσα σ' αυτή. 5 Και συνέλαβε η Βαλλά, και γέννησε γιο στον Ιακώβ 6 και η Ραχήλ είπε: Ο Θεός με έκρινε, και άκουσε και τη φωνή μου, και μου έδωσε γιο γι' αυτό αποκάλεσε το όνομά του Δαν. 7 Και η Βαλλά, η υπηρέτρια της Ραχήλ, συνέλαβε ξανά, και γέννησε δεύτερον γιο στον Ιακώβ 8 και η Ραχήλ είπε: Πάλεψα δυνατή πάλη με την αδελφή μου, και υπερίσχυσα και αποκάλεσε το όνομά του Νεφθαλί. 9 Και όταν η Λεία είδε ότι έπαυσε να γεννάει, πήρε τη Ζελφά την υπηρέτριά της, και την έδωσε στον Ιακώβ για γυναίκα. 10 Και η Ζελφά η υπηρέτρια της Λείας, γέννησε έναν γιο στον Ιακώβ 11 και η Λεία είπε: 'Ερχεται ευτυχία και αποκάλεσε το όνομά του Γαδ. 12 Και η Ζελφά γέννησε, η υπηρέτρια της Λείας, δεύτερον γιο στον Ιακώβ 13 και η Λεία είπε: Μακάρια είμαι εγώ, επειδή θα με μακαρίζουν οι γυναίκες και αποκάλεσε το όνομά του Ασήρ. 14 Και ο Ρουβήν πήγε τις ημέρες τού θερισμού τού σιταριού, και βρήκε μανδραγόρες στο χωράφι, και τους έφερε στη Λεία τη μητέρα του. Και η Ραχήλ είπε στη Λεία: Δώσε μου, παρακαλώ, από τους μανδραγόρες τού γιου σου. 15 Κι εκείνη της είπε: Μικρό πράγμα είναι ότι πήρες τον άνδρα μου; Και θέλεις να πάρεις και τους μανδραγόρες τού γιου μου; Και η Ραχήλ είπε: Λοιπόν, ας κοιμηθεί μαζί σου αυτή τη νύχτα για τους μανδραγόρες τού γιου σου. 16 Και ο Ιακώβ ήρθε το βράδυ από το χωράφι, και η Λεία βγαίνοντας σε συνάντησή του, είπε: Μέσα σε μένα θα μπεις, επειδή σε μίσθωσα με μισθό, τους μανδραγόρες τού γιου μου. Και κοιμήθηκε μαζί της εκείνη τη νύχτα. 17 Και ο Θεός εισάκουσε τη Λεία και συνέλαβε, και γέννησε στον Ιακώβ πέμπτον γιο. 18 Και η Λεία είπε: Ο Θεός μού έδωσε τον μισθό μου, επειδή έδωσα την υπηρέτριά μου στον άνδρα μου και αποκάλεσε το όνομά του Ισσάχαρ. 19 Και η Λεία συνέλαβε ξανά, και γέννησε έκτον γιο στον Ιακώβ 20 Και η Λεία είπε: Ο Θεός με προίκισε με καλή προίκα τώρα, ο άνδρας μου θα κατοικήσει μαζί μου, επειδή γέννησα σ' αυτόν έξι γιους και αποκάλεσε το όνομά του Ζαβουλών. 21 Και ύστερα απ' αυτά, γέννησε θυγατέρα, κι αποκάλεσε το όνομά της Δείνα. 22 Και ο Θεός θυμήθηκε τη Ραχήλ, και ο Θεός την εισάκουσε, και άνοιξε τη μήτρα της 23 και συνέλαβε, και γέννησε γιο και είπε: Ο Κύριος αφαίρεσε τη ντροπή μου. 24 Και αποκάλεσε το όνομά του Ιωσήφ, λέγοντας: Ο Θεός να προσθέσει σε μένα και άλλον γιο. Διαπραγμάτευση Ιακώβ και Λάβαν 25 Και αφού η Ραχήλ γέννησε τον Ιωσήφ, είπε ο Ιακώβ στον Λάβαν: Εξαπόστειλέ με, για να πάω στον τόπο μου, και στην πατρίδα μου 26 δώσε μου τις γυναίκες μου, και τα παιδιά μου, για τις οποίες σε δούλεψα, για να πάω επειδή, εσύ γνωρίζεις τη δούλεψή μου με την οποία σε δούλεψα. 27 Και ο Λάβαν τού είπε: Σε παρακαλώ, να βρω χάρη μπροστά σου γνώρισα εκ πείρας, ότι ο Κύριος με ευλόγησε εξαιτίας σου. 28 Και είπε: Καθόρισέ μου τον μισθό σου, και θα στον δώσω. 29 Κι εκείνος του είπε: Εσύ γνωρίζεις με ποιον τρόπο σε δούλεψα, και πόσα έγιναν τα κτήνη σου μαζί μου 30 επειδή, όσα είχες πριν από μένα ήσαν λίγα, και τώρα αυξήθηκαν σε πλήθος και ο Κύριος σε ευλόγησε με την έλευσή μου και, τώρα, πότε θα προβλέψω κι εγώ για την οικογένειά μου; 31 Κι εκείνος είπε: Τι να σου δώσω; Και ο Ιακώβ είπε: Δεν θα μου δώσεις τίποτε αν μου κάνεις αυτό το πράγμα, θα βόσκω ξανά το κοπάδι σου, και θα το φυλάττω 32 να περάσω σήμερα μέσα από όλο το κοπάδι σου, διαχωρίζοντας από εκεί κάθε πρόβατο που έχει στίγματα και κηλίδες, και κάθε μελανωπό ανάμεσα στα αρνιά και όποιο έχει κηλίδες και στίγματα ανάμεσα στα κατσίκια κι αυτά να είναι ο μισθός μου 33 και στο εξής, η δικαιοσύνη μου θα μαρτυρήσει για μένα, όταν έρθει μπροστά σου για τον μισθό μου κάθε τι που δεν είναι με στίγματα και κηλίδες ανάμεσα στα κατσίκια, και μελανωπό ανάμεσα στα αρνιά, θα θεωρηθεί κλεμμένο από μένα. 34 Και ο Λάβαν είπε: Δες, ας γίνει σύμφωνα με τον λόγο σου. 35 Και την ημέρα εκείνη διαχώρισε τους τράγους τους παρδαλούς, και κηλιδωτούς, και όλες τις κατσίκες, όσες είχαν στίγματα και κηλίδες, όλα όσα ήσαν διάλευκα, και όλα τα μελανωπά ανάμεσα στα αρνιά, και τα έδωσε στα χέρια των γιων του 36 και έβαλε έναν δρόμο τριών ημερών ανάμεσα στον εαυτό του και στον Ιακώβ και ο Ιακώβ έβοσκε το υπόλοιπο από το κοπάδι τού Λάβαν. 37 Και ο Ιακώβ πήρε για τον εαυτό του χλωρές ράβδους από λεύκη, και καρυδιά, και πλάτανο, και τις ξελέπισε με άσπρα λεπίσματα, ώστε φαινόταν το άσπρο, που ήταν επάνω στις ράβδους 38 και έβαλε τις ράβδους, τις οποίες ξελέπισε, στα αυλάκια τού νερού, στις ποτίστρες, όπου τα κοπάδια έρχονταν να πίνουν για να συλλαμβάνουν τα κοπάδια, ενώ έρχονταν να πίνουν. 39 Και τα κοπάδια συλλάμβαναν καθώς έβλεπαν τις ράβδους και γεννούσαν πρόβατα παρδαλά, με στίγματα, και κηλιδωτά. 40 Και ο Ιακώβ διαχώρισε τα αρνιά, και έστρεψε τα πρόσωπα των προβάτων τού κοπαδιού τού Λάβαν προς τα παρδαλά, και προς όλα τα μελανωπά και έβαλε χωριστά τα δικά του κοπάδια, και δεν τα έβαλε μαζί με τα πρόβατα του Λάβαν. 41 Και κατά την εποχή που τα πρώιμα πρόβατα έρχονταν σε σύλληψη, ο Ιακώβ έβαζε τις ράβδους στα αυλάκια μπροστά στα μάτια τού κοπαδιού, για να συλλαμβάνουν βλέποντας προς τις ράβδους 42 και όταν τα πρόβατα ήσαν όψιμα, δεν τα έβαζε και έτσι τα όψιμα ήσαν του Λάβαν, και τα πρώιμα του Ιακώβ. 43 Και ο άνθρωπος αυξήθηκε σε υπερβολικά μεγάλον βαθμό, και απέκτησε πολλά κοπάδια, και δούλες, και δούλους, και καμήλες και γαϊδούρια. |