ΓΕΝΕΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ : 21ο Η γέννηση του Ισαάκ: Πολυετής υπόσχεση του Θεού εκπληρώνεται 1. ΚΑΙ ο Κύριος επισκέφθηκε τη Σάρρα, καθώς είχε πει και ο Κύριος έκανε στη Σάρρα καθώς είχε μιλήσει. 2. Και η Σάρρα συνέλαβε, και γέννησε στον Αβραάμ έναν γιο στα γηρατειά του κατά την εποχή, που του είχε πει ο Θεός. 3. Και ο Αβραάμ αποκάλεσε το όνομα αυτού του γιου, που γεννήθηκε σ' αυτόν, τον οποίο η Σάρρα γέννησε σ' αυτόν, Ισαάκ. 4. Και ο Αβραάμ έκανε περιτομή στον γιο του τον Ισαάκ την όγδοη ημέρα, καθώς τον είχε προστάξει ο Θεός. 5. Και ο Αβραάμ ήταν 100 χρόνων, όταν γεννήθηκε σ' αυτόν ο γιος του ο Ισαάκ. 6. Και η Σάρρα είπε: Ο Θεός με έκανε να γελάω όποιος ακούσει, θα γελάει μαζί μου. 7. Και είπε: Ποιος θα έλεγε στον Αβραάμ, ότι η Σάρρα θα θήλαζε παιδιά; Επειδή, γέννησα γιο στα γηρατειά μου. Η 'Αγαρ και ο Ισμαήλ διώχνονται 8. Και το παιδί μεγάλωσε, και απογαλακτίστηκε και ο Αβραάμ έκανε μεγάλο συμπόσιο, την ημέρα που απογαλακτίστηκε ο Ισαάκ. 9. Και η Σάρρα είδε τον γιο τής 'Αγαρ τής Αιγύπτιας, που γέννησε στον Αβραάμ, να περιγελάει τον Ισαάκ. 10. Και είπε στον Αβραάμ: Διώξε αυτή τη δούλη και τον γιο της επειδή, δεν θα κληρονομήσει ο γιος αυτής της δούλης μαζί με τον γιο μου, τον Ισαάκ. 11. Και το πράγμα φάνηκε υπερβολικά σκληρό στα μάτια τού Αβραάμ, για τον γιο του. 12. Και ο Θεός είπε στον Αβραάμ: Ας μη φανεί σκληρό στα μάτια σου για το παιδί, και για τη δούλη σου σε όλα όσα σου πει η Σάρρα, να ακούσεις τα λόγια της επειδή, στον Ισαάκ θα κληθεί σπέρμα σε σένα 13. και τον γιο τής δούλης θα τον καταστήσω έθνος επειδή, είναι σπέρμα σου. 14. Και αφού ο Αβραάμ σηκώθηκε ενωρίς το πρωί, πήρε ψωμιά, και ένα ασκί με νερό, και τα έδωσε στην 'Αγαρ, βάζοντάς τα επάνω στον ώμο της και το παιδί, και την έδιωξε. Κι εκείνη, καθώς αναχώρησε, περιπλανιόταν στην έρημο Βηρ-σαβεέ. 15. Και αφού τέλειωσε το νερό από το ασκί, έρριξε το παιδί κάτω από έναν θάμνο 16. και αφού ήρθε κάθησε απέναντι, σε απόσταση μέχρι βολής ενός τόξου επειδή, είπε: Να μη δω τον θάνατο του παιδιού. Και κάθησε απέναντι και ύψωσε τη φωνή της, και έκλαψε. Η φροντίδα τού Θεού για την 'Αγαρ και τον Ισμαήλ 17. Και ο Θεός εισάκουσε τη φωνή τού παιδιού και ένας άγγελος του Θεού φώναξε από τον ουρανό στην 'Αγαρ, και της είπε: Τι έχεις, 'Αγαρ; Μη φοβάσαι επειδή, ο Θεός άκουσε τη φωνή τού παιδιού από τον τόπο όπου βρίσκεται 18. σήκω, πάρε το παιδί, και κράτα το με το χέρι σου επειδή, θα το καταστήσω μεγάλο έθνος. 19. Και ο Θεός άνοιξε τα μάτια της, και σαν είδε ένα πηγάδι με νερό, πήγε και γέμισε το ασκί με νερό, και πότισε το παιδί. 20. Και ο Θεός ήταν μαζί με το παιδί, και μεγάλωσε, και κατοίκησε στην έρημο και έγινε τοξότης. 21. Και κατοίκησε στην έρημο Φαράν και η μητέρα του πήρε σ' αυτόν μία γυναίκα από τη γη τής Αιγύπτου. Συνθήκη μεταξύ Αβραάμ και Αβιμέλεχ 22. ΚΑΙ κατά τον καιρό εκείνο ο Αβιμέλεχ, μαζί με τον Φιχόλ, τον αρχιστράτηγο της δύναμής του, είπε στον Αβραάμ, λέγοντας: Ο Θεός είναι μαζί σου σε όλα όσα κάνεις 23. τώρα, λοιπόν, να μου ορκιστείς στον Θεό, εδώ, ότι δεν θα φανείς ψεύτης σε μένα ούτε στον γιο μου ούτε στα εγγόνια μου αλλά, σύμφωνα με το έλεος που έκανα σε σένα θα κάνεις κι εσύ σε μένα, και στη γη όπου παροίκησες. 24. Και ο Αβραάμ είπε: Εγώ θα ορκιστώ. 25. Και ο Αβραάμ έλεγξε τον Αβιμέλεχ για το πηγάδι τού νερού, που άρπαξαν οι δούλοι τού Αβιμέλεχ. 26. Και ο Αβιμέλεχ είπε: Δεν ξέρω ποιος έκανε αυτό το πράγμα ούτε κι εσύ μου το φανέρωσες και ούτε εγώ άκουσα γι' αυτό, παρά σήμερα. 27. Και ο Αβραάμ παίρνοντας πρόβατα, και βόδια, έδωσε στον Αβιμέλεχ και έκαναν και οι δύο συνθήκη. 28. Και ο Αβραάμ έβαλε κατά μέρος επτά θηλυκά αρνιά τού ποιμνίου. 29. Και ο Αβιμέλεχ είπε στον Αβραάμ: Τι είναι τούτα τα επτά θηλυκά αρνιά, που έβαλες κατά μέρος; 30. Κι εκείνος είπε: 'Οτι αυτά τα επτά θηλυκά αρνιά θα πάρεις από το χέρι μου, για να είναι σε μένα ως μαρτυρία ότι εγώ έσκαψα αυτό το πηγάδι. 31. Γι' αυτό, ονόμασε εκείνο τον τόπο Βηρ-σαβεέ επειδή, εκεί ορκίστηκαν και οι δύο. 32. Και έκαναν συνθήκη στη Βηρ-σαβεέ. Και σηκώθηκε ο Αβιμέλεχ, και ο Φιχόλ, ο αρχιστράτηγος της δύναμής του, και επέστρεψαν στη γη των Φιλισταίων. 33. Και ο Αβραάμ φύτεψε έναν δρυμό στη Βηρ-σαβεέ και επικαλέστηκε εκεί το όνομα του Κυρίου, του αιώνιου Θεού. 34. Και ο Αβραάμ παροίκησε στη γη των Φιλισταίων πολλές ημέρες. ΓΕΝΕΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ : 22ο Η θυσία τού Ισαάκ επάνω στον Μοριά 1. ΚΑΙ ύστερα από τα πράγματα αυτά, ο Θεός δοκίμασε τον Αβραάμ, και του είπε: Αβραάμ κι εκείνος είπε: Εδώ είμαι. 2. Και είπε: Πάρε τώρα τον γιο σου τον μονογενή, που αγάπησες, τον Ισαάκ, και πήγαινε στον τόπο Μοριά, και πρόσφερέ τον εκεί σε ολοκαύτωμα επάνω σε ένα από τα βουνά, που θα σου πω. 3. Και αφού ο Αβραάμ σηκώθηκε ενωρίς το πρωί, σαμάρωσε το γαϊδούρι του, και πήρε μαζί του δύο από τους δούλους του, και τον γιο του τον Ισαάκ και αφού έσχισε ξύλα για την ολοκαύτωση, σηκώθηκε, και πήγε στον τόπο που του είπε ο Θεός. 4. Και την τρίτη ημέρα, υψώνοντας τα μάτια του ο Αβραάμ, είδε τον τόπο από μακριά. 5. Και ο Αβραάμ είπε στους δούλους του: Εσείς καθήστε αυτού μαζί με το γαϊδούρι εγώ δε και το παιδάκι θα πάμε μέχρις εκεί και όταν προσκυνήσουμε, θα επιστρέψουμε σε σας. 6. Και αφού ο Αβραάμ πήρε τα ξύλα της ολοκαύτωσης, τα έβαλε επάνω στον Ισαάκ τον γιο του και πήρε στο χέρι του φωτιά, και τη μάχαιρα, και πήγαιναν και οι δύο μαζί. 7. Τότε, ο Ισαάκ μίλησε στον Αβραάμ τον πατέρα του, και είπε: Πατέρα μου. Κι εκείνος είπε: Εδώ είμαι, παιδί μου. Και ο Ισαάκ είπε: Να η φωτιά και τα ξύλα αλλά, πού είναι το πρόβατο για την ολοκαύτωση; 8. Και ο Αβραάμ είπε: Ο Θεός, παιδί μου, θα προβλέψει για τον εαυτό του το πρόβατο για την ολοκαύτωση. Και πορεύονταν οι δύο μαζί. 9. Και αφού έφτασαν στον τόπο, που του είχε πει ο Θεός, ο Αβραάμ οικοδόμησε εκεί το θυσιαστήριο, και τακτοποίησε τα ξύλα, και αφού έδεσε τον Ισαάκ τον γιο του, τον έβαλε επάνω στο θυσιαστήριο, επάνω στα ξύλα 10. κι απλώνοντας ο Αβραάμ το χέρι του, πήρε τη μάχαιρα για να σφάξει τον γιο του. 11. Και ο άγγελος του Κυρίου τού φώναξε από τον ουρανό, και είπε: Αβραάμ, Αβραάμ. Κι εκείνος είπε: Εδώ είμαι. 12. Και είπε: Μη επιβάλεις το χέρι σου επάνω στο παιδάκι, και μη του κάνεις τίποτε επειδή, τώρα γνώρισα ότι εσύ φοβάσαι τον Θεό, δεδομένου ότι δεν λυπήθηκες τον γιο σου τον μονογενή για μένα. 13. Και υψώνοντας ο Αβραάμ τα μάτια του, είδε και να, πίσω του ήταν ένα κριάρι, που κρατιόταν από τα κέρατά του σε ένα πυκνόκλαδο φυτό και αφού ήρθε ο Αβραάμ, πήρε το κριάρι, και το πρόσφερε σε ολοκαύτωμα, αντί του δικού του γιου. 14. Και ο Αβραάμ αποκάλεσε το όνομα εκείνου του τόπου Ιεοβά-ιρέ όπως λέγεται και σήμερα: Στο βουνό αυτό θα εμφανιστεί ο Κύριος. 15. Και ο άγγελος του Κυρίου φώναξε μια δεύτερη φορά στον Αβραάμ από τον ουρανό. 16. Και είπε: Ορκίστηκα στον εαυτό μου, λέει ο Κύριος, ότι, επειδή έπραξες αυτό το πράγμα, και δεν λυπήθηκες τον γιο σου, τον μονογενή σου, 17. ότι εξάπαντος θα σε ευλογήσω, και εξάπαντος θα πληθύνω το σπέρμα σου σαν τα αστέρια τού ουρανού, και σαν την άμμο που είναι κοντά στο χείλος τής θάλασσας και το σπέρμα σου θα κυριεύσει τις πύλες των εχθρών σου 18. και διαμέσου του σπέρματός σου θα ευλογηθούν όλα τα έθνη τής γης, επειδή υπάκουσες στη φωνή μου. 19. Και ο Αβραάμ επέστρεψε στους δούλους του και αφού σηκώθηκαν, πήγαν μαζί στη Βηρ-σαβεέ και ο Αβραάμ κατοίκησε στη Βηρ-σαβεέ. Οι απόγονοι του Ναχώρ 20. ΚΑΙ ύστερα από τα πράγματα αυτά, ανήγγειλαν στον Αβραάμ, λέγοντας: Δες, η Μελχά γέννησε κι αυτή γιους στον Ναχώρ τον αδελφό σου 21. τον πρωτότοκό του τον Ουζ και τον αδελφό του τον Βουζ, και τον Κεμουήλ τον πατέρα τού Αράμ, 22. και τον Κεσέδ, και τον Αζαύ, και τον Φαλδές, και τον Ιελδάφ, και τον Βαθουήλ. 23. Και ο Βαθουήλ γέννησε τη Ρεβέκκα αυτούς τους οκτώ γέννησε η Μελχά στον Ναχώρ τον αδελφό τού Αβραάμ. 24. Και η παλλακή του, η ονομαζόμενη Ρευμά, γέννησε κι αυτή τον Ταβέκ, και τον Γαάμ, και τον Ταχάς, και τον Μααχά. ΓΕΝΕΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ : 23ο Ο θάνατος και η ταφή τής Σάρρας 1. ΚΑΙ η Σάρρα έζησε 127 χρόνια αυτά είναι τα χρόνια τής ζωής τής Σάρρας. 2. Και η Σάρρα πέθανε στην Κιριάθ-αρβά αυτή είναι η Χεβρών στη γη Χαναάν και ο Αβραάμ ήρθε για να κλάψει τη Σάρρα, και να την πενθήσει. 3. Και αφού ο Αβραάμ σηκώθηκε μπροστά από τον νεκρό του, μίλησε στους γιους τού Χετ, λέγοντας: 4. Εγώ είμαι ξένος και πάροικος, μεταξύ σας δώστε μου ένα κτήμα τάφου ανάμεσά σας, για να θάψω τον νεκρό μου από μπροστά μου. 5. Και οι γιοι τού Χετ αποκρίθηκαν στον Αβραάμ, λέγοντάς του: 6. 'Ακουσέ μας, κύριέ μου εσύ είσαι μεταξύ μας ηγεμόνας από τον Θεό θάψε τον νεκρό σου στο εκλεκτότερο από τα μνήματά μας κανένας από μας δεν θα σου αρνηθεί το μνήμα του, για να θάψεις τον νεκρό σου. 7. Τότε, αφού ο Αβραάμ σηκώθηκε, προσκύνησε προς τον λαό τού τόπου, προς τους γιους τού Χετ 8. και μίλησε σ' αυτούς, λέγοντας: Αν ευαρεστείται η ψυχή σας να θάψω τον νεκρό μου από μπροστά μου, ακούστε με, και μεσιτεύστε για μένα στον Εφρών, τον γιο τού Σωάρ, 9. και ας μου δώσει το σπήλαιό του, Μαχπελάχ, εκείνο στην άκρη τού χωραφιού του ας μου το δώσει σε πλήρη τιμή, για κτήμα τάφου ανάμεσά σας. 10. Και ο Εφρών καθόταν ανάμεσα στους γιους τού Χετ και ο Εφρών, ο Χετταίος, αποκρίθηκε στον Αβραάμ σε επήκοο των γιων τού Χετ, όλων εκείνων που έμπαιναν στην πύλη τής πόλης του, λέγοντας: 11. 'Οχι, κύριέ μου, άκουσέ με σου δίνω το χωράφι, σου δίνω και το σπήλαιο, που είναι μέσα στο χωράφι, παρουσία των γιων τού λαού μου τα δίνω σε σένα θάψε τον νεκρό σου. 12. Και ο Αβραάμ προσκύνησε μπροστά στον λαό τού τόπου 13. και είπε στον Εφρών σε επήκοο του λαού τού τόπου, λέγοντας: Αν εσύ θέλεις, άκουσέ με, παρακαλώ θα σου δώσω το ασήμι για το χωράφι πάρ' το από μένα, και θα θάψω τον νεκρό μου εκεί. 14. Και ο Εφρών αποκρίθηκε στον Αβραάμ, λέγοντάς του: 15. 'Ακουσέ με, κύριέ μου: Γη για 400 σίκλους ασήμι, τι είναι ανάμεσα σε μένα και σε σένα; Θάψε, λοιπόν, τον νεκρό σου. 16. Και ο Αβραάμ άκουσε τον Εφρών και ο Αβραάμ ζύγισε στον Εφρών το ασήμι, που είπε σε επήκοο των γιων τού Χετ, 400 σίκλους ασήμι, δεκτό ανάμεσα σε εμπόρους. 17. Και το χωράφι τού Εφρών, που ήταν στη Μαχπελάχ, μπροστά στη Μαμβρή, το χωράφι και το σπήλαιο που βρισκόταν σ' αυτό, και όλα τα δέντρα που ήσαν στο χωράφι και σε όλα τα όρια ολόγυρα, ασφαλίστηκαν 18. στον Αβραάμ για κτήμα, μπροστά στους γιους τού Χετ, μπροστά σε όλους εκείνους που έμπαιναν στην πύλη τής πόλης του. 19. Και ύστερα απ' αυτά, ο Αβραάμ έθαψε τη γυναίκα του τη Σάρρα στο σπήλαιο του χωραφιού Μαχπελάχ, μπροστά στη Μαμβρή αυτή είναι η Χεβρών στη γη Χαναάν. 20. Και το χωράφι, και το σπήλαιο που υπήρχε σ' αυτό, ασφαλίστηκαν στον Αβραάμ για κτήμα τάφου από τους γιους τού Χετ. ΓΕΝΕΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ : 24ο Ο Ισαάκ και η Ρεβέκκα 1. ΚΑΙ ο Αβραάμ ήταν γέροντας, προχωρημένος στην ηλικία και ο Κύριος ευλόγησε τον Αβραάμ σε όλα. 2. Και ο Αβραάμ είπε στον δούλο του, τον γεροντότερο του σπιτιού του, τον επιστάτη σε όλα τα υπάρχοντά του: Βάλε, παρακαλώ, το χέρι σου κάτω από τον μηρό μου 3. και θα σε ορκίσω στον Κύριο, τον Θεό τού ουρανού και τον Θεό τής γης, ότι δεν θα πάρεις στον γιο μου γυναίκα από τις θυγατέρες των Χαναναίων, ανάμεσα στις οποίες εγώ κατοικώ 4. αλλά, στον τόπο μου, και στη συγγένειά μου θα πας, και θα πάρεις γυναίκα στον γιο μου τον Ισαάκ. 5. Και ο δούλος τού είπε: 'Ισως η γυναίκα δεν θελήσει να με ακολουθήσει σε τούτη τη γη πρέπει να φέρω τον γιο σου στη γη από την οποία βγήκες; 6. Και ο Αβραάμ τού είπε: Πρόσεχε, μη φέρεις τον γιο μου εκεί 7. ο Κύριος ο Θεός τού ουρανού, που με πήρε από την οικογένεια του πατέρα μου, και από τη γη τής γέννησής μου, και μίλησε σε μένα, και ορκίστηκε σε μένα, λέγοντας: Στο σπέρμα σου θα δώσω τούτη τη γη, αυτός θα αποστείλει τον άγγελό του μπροστά σου και θα πάρεις γυναίκα στον γιο μου από εκεί 8. και αν η γυναίκα δεν θέλει να σε ακολουθήσει, τότε θα είσαι ελεύθερος από τον όρκο μου αυτόν μόνον, μη φέρεις τον γιο μου εκεί. 9. Και ο δούλος έβαλε το χέρι του κάτω από τον μηρό τού Αβραάμ τού κυρίου του, και ορκίστηκε σ' αυτόν για τούτο το πράγμα. 10. Και ο δούλος πήρε δέκα καμήλες από τις καμήλες τού κυρίου του, και αναχώρησε, φέρνοντας μαζί του από όλα τα αγαθά τού κυρίου του και αφού σηκώθηκε, πήγε στη Μεσοποταμία, στην πόλη τού Ναχώρ. 11. Και γονάτισε τις καμήλες έξω από την πόλη κοντά στο πηγάδι του νερού, προς το δειλινό, όταν βγαίνουν οι γυναίκες για να αντλήσουν νερό. 12. Και είπε: Κύριε Θεέ τού κυρίου μου, του Αβραάμ, δώσε μου, παρακαλώ, σήμερα ένα καλό συνάντημα, και κάνε έλεος στον κύριό μου, τον Αβραάμ 13. δες, εγώ στέκομαι κοντά στην πηγή τού νερού και οι θυγατέρες των κατοίκων τής πόλης βγαίνουν για να αντλήσουν νερό 14. και η κόρη στην οποία θα πω: Γύρε τη στάμνα σου, παρακαλώ, για να πιω, κι αυτή θα πει: Πιες, και θα ποτίσω και τις καμήλες σου, αυτή ας είναι εκείνη, την οποία ετοίμασες στον δούλο σου τον Ισαάκ και απ' αυτό θα γνωρίσω ότι έκανες έλεος στον κύριό μου. 15. Και πριν αυτός σταματήσει να μιλάει, να, έβγαινε η Ρεβέκκα, που γεννήθηκε στον Βαθουήλ, τον γιο τής Μελχάς, της γυναίκας τού Ναχώρ, αδελφού τού Αβραάμ, έχοντας τη στάμνα της επάνω στον ώμο της. 16. Και η κόρη ήταν υπερβολικά ωραία στην όψη, παρθένα, και άνδρας δεν την είχε γνωρίσει αφού, λοιπόν, κατέβηκε στην πηγή, γέμισε τη στάμνα της, κι ανέβαινε. 17. Και τρέχοντας ο δούλος σε συνάντησή της, είπε: Πότισέ με, παρακαλώ, λίγο νερό από τη στάμνα σου. 18. Κι εκείνη είπε: Πιες, κύριέ μου και έσπευσε και κατέβασε τη στάμνα της επάνω στον βραχίονά της, και τον πότισε. 19. Και αφού έπαυσε να τον ποτίζει, είπε: Και για τις καμήλες σου θα αντλήσω, μέχρις ότου πιουν όλες. 20. Κι αμέσως άδειασε τη στάμνα της στην ποτίστρα, και έτρεξε ακόμα στο πηγάδι για να αντλήσει, και άντλησε για όλες τις καμήλες του. 21. Και ο άνθρωπος, ενώ θαύμαζε γι' αυτή, σιωπούσε, για να γνωρίσει αν ο Κύριος κατευόδωσε τον δρόμο του ή όχι. 22. Και αφού έπαυσαν οι καμήλες να πίνουν, ο άνθρωπος πήρε χρυσά σκουλαρίκια βάρους μισού σίκλου, και δύο βραχιόλια για τα χέρια της, βάρους δέκα σίκλων χρυσάφι 23. και είπε: Τίνος θυγατέρα είσαι εσύ; Πες μου, παρακαλώ στο σπίτι τού πατέρα σου είναι τόπος για μας, για κατάλυμα; 24. Κι εκείνη τού είπε: Είμαι θυγατέρα τού Βαθουήλ, του γιου τής Μελχάς, που γέννησε στον Ναχώρ. 25. Του είπε ακόμα: Υπάρχουν σε μας και άχυρα, και πολλή τροφή, και τόπος για κατάλυμα. 26. Τότε ο άνθρωπος έκλινε και προσκύνησε τον Κύριο 27. και είπε: Ευλογητός ο Κύριος ο Θεός τού κυρίου μου, του Αβραάμ, ο οποίος δεν εγκατέλειψε το έλεός του και την αλήθεια του από τον κύριό μου ο Κύριος με κατευόδωσε στην οικογένεια των αδελφών τού κυρίου μου. 28. Και αφού η κόρη έτρεξε, ανήγγειλε στην οικογένεια της μητέρας της αυτά τα πράγματα. 29. Και η Ρεβέκκα είχε έναν αδελφό, που ονομαζόταν Λάβαν και ο Λάβαν έτρεξε στον άνθρωπο έξω στην πηγή, 30. και καθώς είδε τα σκουλαρίκια, και τα βραχιόλια στα χέρια τής αδελφής του, και καθώς άκουσε τα λόγια τής Ρεβέκκας, της αδελφής του, να λέει: 'Ετσι μου μίλησε ο άνθρωπος, ήρθε στον άνθρωπο και να, στεκόταν κοντά στις καμήλες δίπλα στην πηγή. 31. Και είπε: 'Ελα μέσα, ευλογημένε τού Κυρίου γιατί στέκεσαι έξω; Επειδή, εγώ ετοίμασα το σπίτι, και τόπο για τις καμήλες. 32. Και ο άνθρωπος μπήκε στο σπίτι, κι εκείνος ξεφόρτωσε τις καμήλες, και έδωσε άχυρα και τροφή στις καμήλες, και νερό για νίψιμο των ποδιών του, και των ποδιών των ανθρώπων εκείνων που ήσαν μαζί του. 33. Και μπροστά του παρατέθηκε φαγητό αυτός, όμως, είπε: Δεν θα φάω μέχρις ότου μιλήσω τον λόγο μου. Κι εκείνος είπε: Μίλησε. 34. Και είπε: Εγώ είμαι δούλος τού Αβραάμ. 35. Και ο Κύριος ευλόγησε τον κύριό μου υπερβολικά, και έγινε μεγάλος και έδωσε σ' αυτόν πρόβατα, και βόδια, και ασήμι, και χρυσάφι, και δούλους, και δούλες, και καμήλες, και γαϊδούρια. 36. Και η Σάρρα, η γυναίκα τού κυρίου μου, γέννησε έναν γιο στον κύριό μου, αφού γέρασε και έδωσε σ' αυτόν όλα όσα έχει. 37. Και ο κύριός μου με όρκισε, λέγοντας: Δεν θα πάρεις γυναίκα στον γιο μου από τις θυγατέρες των Χαναναίων, στη γη των οποίων εγώ κατοικώ 38. αλλά θα πας στην οικογένεια του πατέρα μου, και στη συγγένειά μου, και θα πάρεις γυναίκα στον γιο μου. 39. Και είπα στον κύριό μου: 'Ισως δεν θελήσει η γυναίκα να με ακολουθήσει. 40. Κι εκείνος μού είπε: Ο Κύριος, μπροστά στον οποίο περπάτησα, θα αποστείλει τον άγγελό του μαζί σου, και θα κατευοδώσει τον δρόμο σου και θα πάρεις γυναίκα στον γιο μου από τη συγγένειά μου, και από την οικογένεια του πατέρα μου 41. τότε θα είσαι ελεύθερος από τον ορκισμό μου όταν πας στη συγγένειά μου, και δεν δώσουν σε σένα, τότε θα είσαι ελεύθερος από τον ορκισμό μου. 42. Και καθώς ήρθα σήμερα στην πηγή, είπα: Κύριε, ο Θεός τού κυρίου μου Αβραάμ, κατευόδωσε, παρακαλώ, τον δρόμο μου, στον οποίο εγώ πηγαίνω 43. δες, εγώ στέκομαι κοντά στην πηγή τού νερού και η κόρη η οποία βγαίνει για να αντλήσει, και στην οποία θα πω: Πότισέ με, παρακαλώ, λίγο νερό από τη στάμνα σου, 44. κι αυτή μου πει: Κι εσύ πιες, και για τις καμήλες σου ακόμα θα αντλήσω, αυτή ας είναι η γυναίκα, που ετοίμασε ο Κύριος για τον γιο τού κυρίου μου. 45. Και πριν πάψω να μιλάω μέσα στην καρδιά μου, να, η Ρεβέκκα έβγαινε, κρατώντας τη στάμνα της επάνω στον ώμο της και κατέβηκε στην πηγή, και άντλησε και της είπα: Πότισέ με, παρακαλώ. 46. Κι εκείνη έσπευσε και κατέβασε τη στάμνα της από επάνω της, και είπε: Πιες, και θα ποτίσω και τις καμήλες σου ήπια, λοιπόν, και πότισε και τις καμήλες. 47. Και τη ρώτησα, και είπα: Τίνος θυγατέρα είσαι; Κι εκείνη είπε: Θυγατέρα τού Βαθουήλ, γιου τού Ναχώρ, που γέννησε σ' αυτόν η Μελχά και έβαλα τα σκουλαρίκια στο πρόσωπό της, και τα βραχιόλια στα χέρια της. 48. Και αφού έκλινα, προσκύνησα τον Κύριο και ευλόγησα τον Κύριο τον Θεό τού κυρίου μου Αβραάμ, που με κατευόδωσε στον αληθινό δρόμο, για να πάρω τη θυγατέρα τού αδελφού τού κυρίου μου στον γιο του. 49. Τώρα, λοιπόν, αν θέλετε να κάνετε έλεος και αλήθεια στον κύριό μου, πείτε μου ειδεμή, πείτε μου, για να στραφώ δεξιά ή αριστερά. 50. Και αφού αποκρίθηκαν ο Λάβαν και ο Βαθουήλ, είπαν: Από τον Κύριο βγήκε το πράγμα εμείς δεν μπορούμε να σου πούμε κακό ή καλό 51. να, η Ρεβέκκα είναι μπροστά σου πάρ' την και πήγαινε και ας είναι γυναίκα τού γιου τού κυρίου σου, καθώς μίλησε ο Κύριος. 52. Και όταν ο δούλος τού Αβραάμ άκουσε τα λόγια τους, προσκύνησε μέχρις εδάφους τον Κύριο. 53. Και ο δούλος βγάζοντας ασημένια σκεύη και χρυσά σκεύη, και ενδύματα, έδωσε στη Ρεβέκκα έδωσε ακόμα δώρα στον αδελφό της, και στη μητέρα της. 54. Και έφαγαν και ήπιαν, αυτός, και οι άνθρωποι που ήσαν μαζί του, και διανυχτέρευσαν και αφού σηκώθηκαν το πρωί, είπε: Εξαποστείλτε με στον κύριό μου. 55. Και ο αδελφός της και η μητέρα της είπαν: Ας μείνει η κόρη μαζί μας μερικές ημέρες, τουλάχιστον δέκα έπειτα θα φύγει. 56. Και τους είπε: Μη με κρατάτε, επειδή, ο Κύριος κατευόδωσε τον δρόμο μου εξαποστείλτε με να πάω στον κύριό μου. 57. Κι εκείνοι είπαν: Ας καλέσουμε την κόρη, και ας ρωτήσουμε τη γνώμη της. 58. Και κάλεσαν τη Ρεβέκκα, και της είπαν: Πηγαίνεις με τούτο τον άνθρωπο; Κι εκείνη είπε: Πηγαίνω. 59. Και εξαπέστειλαν τη Ρεβέκκα, την αδελφή τους, και την τροφό της, και τον δούλο τού Αβραάμ, και τους ανθρώπους του. 60. Και ευλόγησαν τη Ρεβέκκα, και της είπαν: Αδελφή μας είσαι, είθε να γίνεις σε χιλιάδες μυριάδων, και το σπέρμα σου να εξουσιάσει τις πύλες των εχθρών του! 61. Και η Ρεβέκκα σηκώθηκε, και οι υπηρέτριές της, και κάθησαν επάνω στις καμήλες, και ακολούθησαν τον άνθρωπο και ο δούλος πήρε τη Ρεβέκκα, και αναχώρησε. 62. Και ο Ισαάκ επέστρεφε από το πηγάδι Λαχαϊ-ροϊ επειδή, κατοικούσε στη γη τής μεσημβρίας. 63. Και ο Ισαάκ βγήκε να προσευχηθεί στην πεδιάδα κατά το δειλινό και καθώς ύψωσε τα μάτια του, είδε, και να, έρχονταν καμήλες. 64. Και καθώς η Ρεβέκκα ύψωσε τα μάτια της, είδε τον Ισαάκ, και πήδηξε από την καμήλα. 65. Επειδή, είχε πει στον δούλο: Ποιος είναι ο άνθρωπος εκείνος που έρχεται μέσα από την πεδιάδα σε συνάντησή μας; Και ο δούλος είχε πει: Είναι ο κύριός μου. Κι αυτή, παίρνοντας την καλύπτρα, σκεπάστηκε. 66. Και διηγήθηκε ο δούλος στον Ισαάκ όλα όσα είχε πράξει. 67. Και ο Ισαάκ την έφερε στη σκηνή τής μητέρας του, της Σάρρας και πήρε τη Ρεβέκκα, και έγινε γυναίκα του, και την αγάπησε και παρηγορήθηκε ο Ισαάκ για τη μητέρα του.
ΓΕΝΕΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ : 25ο Ο δεύτερος γάμος τού Αβραάμ 1. Ο ΑΒΡΑΑΜ, μάλιστα, πήρε και άλλη γυναίκα, που ονομαζόταν Χεττούρα. 2. Κι αυτή γέννησε σ' αυτόν τον Ζεμβρά, και τον Ιοξάν, και τον Μαδάν, και τον Μαδιάμ, και τον Ιεσβώκ, και τον Σουά. 3. Και ο Ιοξάν γέννησε τον Σεβά, και τον Δαιδάν και οι γιοι τού Δαιδάν ήσαν οι Ασσουρείμ, και οι Λετουσιείμ, και οι Λαωμείμ. 4. Και οι γιοι τού Μαδιάμ ήσαν ο Γεφά, και ο Εφέρ, και ο Ανώχ, και ο Αβειδά, και ο Ελδαγά όλοι αυτοί ήσαν γιοι τής Χεττούρας. Ο Αβραάμ τακτοποιεί τα κληρονομικά θέματα 5. Και ο Αβραάμ έδωσε όλα τα υπάρχοντά του στον Ισαάκ. 6. Στους γιους, όμως, των παλλακών του, ο Αβραάμ έδωσε χαρίσματα, όταν ακόμα ζούσε, και επιπλέον, τους εξαπέστειλε μακρυά από τον γιο του τον Ισαάκ προς τα ανατολικά, στη γη της Ανατολής. Θάνατος και ταφή τού Αβραάμ 7. Κι αυτά είναι τα χρόνια των ημερών της ζωής τού Αβραάμ, όσα έζησε, 175 χρόνια. 8. Και αφού εξέπνευσε, ο Αβραάμ πέθανε σε καλά γηρατειά, γέροντας, και γεμάτος από χρόνια και προστέθηκε στον λαό του. 9. Και τον έθαψαν ο Ισαάκ και ο Ισμαήλ, οι γιοι του, στο σπήλαιο Μαχπελάχ, στο χωράφι τού Εφρών, του γιου τού Σωάρ τού Χετταίου, που είναι απέναντι στη Μαμβρή 10. στο χωράφι, που αγόρασε ο Αβραάμ, από τους γιους τού Χετ εκεί τάφηκε ο Αβραάμ, και η γυναίκα του η Σάρρα. 11. Και μετά τον θάνατο του Αβραάμ, ο Θεός ευλόγησε τον γιο του τον Ισαάκ και ο Ισαάκ κατοίκησε κοντά στο πηγάδι Λαχαϊ-ροϊ. Οι απόγονοι του Ισμαήλ 12. Κι αυτή είναι η γενεαλογία τού Ισμαήλ του γιου τού Αβραάμ, που γέννησε στον Αβραάμ η Αιγύπτια, η 'Αγαρ, η δούλη τής Σάρρας 13. κι αυτά είναι τα ονόματα των γιων τού Ισμαήλ, σύμφωνα με τα ονόματά τους, στις γενεές τους πρωτότοκος του Ισμαήλ ήταν ο Ναβαϊώθ, έπειτα ο Κηδάρ, και ο Αβδεήλ, και ο Μιβσάμ, 14. και ο Μισμά, και ο Δουμά, και ο Μασσά, 15. ο Χαδδάρ, και ο Θαιμά, ο Ιετούρ, ο Ναφίς, και ο Κεδμά 16. αυτοί είναι οι γιοι τού Ισμαήλ, κι αυτά είναι τα ονόματά τους σύμφωνα με τις κωμοπόλεις τους, και σύμφωνα με τις κατοικίες τους 12 άρχοντες σύμφωνα με τα έθνη τους. 17. Κι αυτά είναι τα χρόνια της ζωής τού Ισμαήλ, 137 χρόνια και αφού εξέπνευσε πέθανε, και προστέθηκε στον λαό του. 18. Και κατοίκησε από την Αβιλά μέχρι τη Σουρ, που είναι απέναντι από την Αίγυπτο, καθώς πηγαίνει κανείς στην Ασσυρία ο Ισμαήλ κατοίκησε μπροστά σε όλα τ' αδέλφια του. Η ατεκνία τής Ρεβέκκας 19. Κι αυτή είναι η γενεαλογία τού Ισαάκ, του γιου τού Αβραάμ ο Αβραάμ γέννησε τον Ισαάκ 20. και ο Ισαάκ ήταν 40 χρόνων, όταν πήρε για τον εαυτό του γυναίκα τη Ρεβέκκα, τη θυγατέρα τού Βαθουήλ, του Σύριου, από την Παδάν-αράμ, αδελφή τού Λάβαν τού Σύριου. 21. Και ο Ισαάκ προσευχόταν στον Κύριο για τη γυναίκα του, επειδή ήταν στείρα και ο Κύριος τον εισάκουσε, και η Ρεβέκκα, η γυναίκα του, συνέλαβε. 22. Και τα παιδιά συγκρούονταν μέσα της και είπε: Αν έτσι πρόκειται να γίνει, γιατί εγώ να συλλάβω; Και πήγε να ρωτήσει τον Κύριο. 23. Και ο Κύριος της είπε: Δύο έθνη είναι στην κοιλιά σου και δύο λαοί θα διαχωριστούν από τα σπλάχνα σου Και ο ένας λαός θα είναι δυνατότερος από τον άλλο λαό και ο μεγαλύτερος θα δουλέψει στον μικρότερο. Η γέννηση του Ησαύ και του Ιακώβ 24. Και όταν συμπληρώθηκαν οι ημέρες της για να γεννήσει, να, στην κοιλιά της ήσαν δίδυμα. 25. Και ο πρώτος βγήκε κόκκινος, και ήταν ολόκληρος δασύτριχος σαν δέρμα και αποκάλεσαν το όνομά του Ησαύ. 26. Και έπειτα βγήκε ο αδελφός του και το χέρι του κρατούσε τη φτέρνα τού Ησαύ γι' αυτό ονομάστηκε Ιακώβ και ο Ισαάκ ήταν 60 χρόνων, όταν τους γέννησε. 27. Και μεγάλωσαν τα παιδιά και ο μεν Ησαύ έγινε άνθρωπος έμπειρος στο κυνήγι, ένας άνθρωπος του χωραφιού ο δε Ιακώβ, ένας άνθρωπος απλός, που κατοικούσε σε σκηνές. 28. Και ο μεν Ισαάκ αγαπούσε τον Ησαύ, επειδή το κυνήγι ήταν σ' αυτόν τροφή ενώ η Ρεβέκκα αγαπούσε τον Ιακώβ. Ο Ησαύ πουλάει τα πρωτοτόκια 29. Και ο Ιακώβ μαγείρευε ένα μαγείρεμα και ο Ησαύ ήρθε από το χωράφι, και ήταν αποκαμωμένος 30. και ο Ησαύ είπε στον Ιακώβ: Δώσε μου, παρακαλώ, να φάω, από το κόκκινο, τούτο το κόκκινο, επειδή είμαι αποκαμωμένος γι' αυτό, αποκάλεσαν το όνομά του Εδώμ. 31. Και ο Ιακώβ είπε: Πούλησέ μου σήμερα τα πρωτοτόκιά σου. 32. Και ο Ησαύ είπε: Δες, εγώ πάω να πεθάνω, και σε τι με ωφελούν αυτά τα πρωτοτόκια; 33. Και ο Ιακώβ είπε: Να μου ορκιστείς σήμερα και του ορκίστηκε και πούλησε τα πρωτοτόκιά του στον Ιακώβ. 34. Τότε, ο Ιακώβ έδωσε στον Ησαύ ψωμί, και μαγείρεμα της φακής και έφαγε και ήπιε, και αφού σηκώθηκε αναχώρησε έτσι ο Ησαύ καταφρόνησε τα πρωτοτόκιά του. |