ΚΕΦΑΛΑΙΑ : 16ο  -  17ο  -  18ο   -  19ο  -  20ο  


ΓΕΝΕΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ : 16ο

17ο  -  18ο   -  19ο  -  20ο  

'Αγαρ και Ισμαήλ

1. ΚΑΙ η Σάρα, η γυναίκα τού 'Αβραμ, δεν τεκνοποιούσε σ' αυτόν και είχε μια Αιγύπτια δούλη, που ονομαζόταν 'Αγαρ. 

2. Και η Σάρα είπε στον 'Αβραμ: Δες, ο Κύριος με απέκλεισε από την τεκνοποιία μπες, λοιπόν, στη δούλη μου, ίσως αποκτήσω παιδί απ' αυτή. Και ο 'Αβραμ υπάκουσε στον λόγο τής Σάρας.

3. Και η Σάρα, η γυναίκα τού 'Αβραμ, πήρε την 'Αγαρ, την Αιγύπτια, τη δούλη της, αφού ο 'Αβραμ  είχε κατοικήσει δέκα χρόνια στη γη Χαναάν, και την έδωσε στον άνδρα της τον 'Αβραμ, για να είναι γυναίκα του.

4. Και μπήκε στην 'Αγαρ, και εκείνη συνέλαβε και όταν είδε ότι συνέλαβε, η κυρία της καταφρονιόταν μπροστά της.

5. Και η Σάρα είπε στον 'Αβραμ: Εξαιτίας σου αδικούμαι. Εγώ έδωσα τη δούλη μου στον κόρφο σου και αφού είδε ότι συνέλαβε, εγώ καταφρονήθηκα μπροστά της ας κρίνει ο Κύριος ανάμεσα σε μένα και σε σένα.

6. Και ο 'Αβραμ είπε στη Σάρα: Δες, η δούλη σου είναι στο χέρι σου κάνε σ' αυτήν όπως φαίνεται αρεστό στα μάτια σου. Και η Σάρα τη μεταχειρίστηκε άσχημα, κι εκείνη έφυγε από το πρόσωπό της. 

7. Και τη βρήκε ένας άγγελος του Κυρίου κοντά σε μια πηγή νερού, στην έρημο, κοντά στην πηγή προς τον δρόμο τής Σουρ

8. και της είπε: 'Αγαρ, δούλη τής Σάρας, από πού έρχεσαι και πού πηγαίνεις;  Κι εκείνη είπε: Φεύγω από το πρόσωπο της κυρίας μου της Σάρας.

9. Και ο άγγελος του Κυρίου τής είπε: Επίστρεψε στην κυρία σου, και ταπεινώσου κάτω από τα χέρια της.

10. Ο άγγελος του Κυρίου τής είπε ακόμα: Θα πληθύνω υπερβολικά το σπέρμα σου, ώστε να μη απαριθμείται λόγω του πλήθους του. 

11. Και ο άγγελος του Κυρίου τής είπε: Δες, εσύ είσαι έγκυος, και θα γεννήσεις γιο, και θα αποκαλέσεις το όνομά του Ισμαήλ  επειδή, ο Κύριος άκουσε τη θλίψη σου 

12. κι αυτός θα είναι άγριος άνθρωπος το χέρι του θα είναι ενάντια σε όλους, και το χέρι όλων ενάντια σ' αυτόν και θα κατοικήσει κατά πρόσωπο όλων των αδελφών του.

13. Και η 'Αγαρ αποκάλεσε το όνομα του Κυρίου, που της μιλούσε: Εσύ είσαι ο Θεός, που με είδες επειδή είπε: Εγώ είδα,  ακόμα, εδώ εκείνον που με είδε; 

14. Γι' αυτό, το πηγάδι εκείνο ονομάστηκε  Πηγάδι Λαχαϊ-ροϊ  να, βρίσκεται ανάμεσα στην Κάδης και τη Βαράδ.

15. Και η 'Αγαρ γέννησε στον 'Αβραμ έναν γιο και ο 'Αβραμ αποκάλεσε το όνομα αυτού του γιου, που γέννησε η 'Αγαρ, Ισμαήλ. 

16. Και ο 'Αβραμ ήταν 86 χρόνων, όταν η 'Αγαρ γέννησε τον Ισμαήλ στον 'Αβραμ.


ΓΕΝΕΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ : 17ο

16ο  -   18ο   -  19ο  -  20ο

  Ο Θεός ανανεώνει τη συνθήκη του με τον 'Αβραμ

1. ΚΑΙ όταν ο 'Αβραμ ήταν 99 χρόνων, ο Κύριος φάνηκε στον 'Αβραμ, και του είπε: Εγώ είμαι ο Θεός ο Παντοκράτορας περπάτα μπροστά μου, και να είσαι τέλειος.

2. Και θα στήσω τη διαθήκη μου ανάμεσα σε μένα και σε σένα και θα σε πληθύνω σε υπερβολικό βαθμό.

3. Και ο 'Αβραμ έπεσε επάνω στο πρόσωπό του και ο Θεός τού μίλησε, λέγοντας:

4. Εγώ, δες, η διαθήκη μου είναι σε σένα και θα γίνεις πατέρας πλήθους εθνών

5. και δεν θα αποκαλείται πλέον το όνομά σου 'Αβραμ, αλλά το όνομά σου θα είναι Αβραάμ επειδή, σε κατέστησα πατέρα πολλών εθνών

6. και θα σε αυξήσω σε υπερβολικό βαθμό, και θα σε καταστήσω σε έθνη, και από σένα θα βγουν βασιλιάδες

7. και θα στήσω τη διαθήκη μου ανάμεσα σε μένα και σε σένα, και στο σπέρμα σου μετά από σένα στις γενεές τους, σε μια αιώνια διαθήκη, για να είμαι Θεός σε σένα και στο σπέρμα σου μετά από σένα

8. και θα δώσω σε σένα, και στο σπέρμα σου μετά από σένα, τη γη τής παροικίας σου, ολόκληρη τη γη Χαναάν, σε αιώνια κατάσχεση και θα είμαι ο Θεός τους.

Η περιτομή

9. Και ο Θεός είπε στον Αβραάμ: Εσύ θα φυλάξεις τη διαθήκη μου, και το σπέρμα σου μετά από σένα στις γενεές τους.

10. Τούτη είναι η διαθήκη μου, την οποία θα φυλάξετε ανάμεσα σε μένα και σε σας, και το σπέρμα σου μετά από σένα: Κάθε αρσενικό σας θα περιτέμνεται.

11. Και θα περιτέμνετε τη σάρκα της ακροβυστίας σας, και θα είναι για σημείο τής διαθήκης μου ανάμεσα σε μένα και σε σας

12. και ένα παιδί οκτώ ημερών θα περιτέμνεται μεταξύ σας, κάθε αρσενικό στις γενεές σας, εκείνος που γεννιέται στο σπίτι, και ο αγορασμένος με αργύρια από κάθε ξένον, που δεν είναι από το σπέρμα σου

13. εξάπαντος θα περιτέμνεται εκείνος που γεννιέται στο σπίτι σου, και ο αγορασμένος σε σένα με αργύρια και θα είναι η διαθήκη μου επάνω στη σάρκα σας για αιώνια διαθήκη

14. και το απερίτμητο αρσενικό, στο οποίο δεν θα περιτεμνόταν η σάρκα τής ακροβυστίας του, εκείνη η ψυχή θα εξολοθρευτεί μέσα από τον λαό της παρέβηκε τη διαθήκη μου.

15. Και ο Θεός είπε στον Αβραάμ: Τη γυναίκα σου Σάρα, δεν θα αποκαλέσεις πλέον το όνομά της Σάρα, αλλά το όνομά της θα είναι Σάρρα.

16. Και θα την ευλογήσω, κι ακόμα θα σου δώσω απ' αυτή έναν γιο και θα την ευλογήσω, και θα γίνει μητέρα πολλών εθνών βασιλιάδες λαών θα βγουν απ' αυτή.

17. Και ο Αβραάμ έπεσε επάνω στο πρόσωπό του, και γέλασε, και είπε στην καρδιά του: Σε άνθρωπον 100 χρόνων θα γεννηθεί παιδί; Και η Σάρρα, γυναίκα 90 χρόνων, θα γεννήσει;

18. Και ο Αβραάμ είπε στον Θεό: Είθε να ζήσει μπροστά σου ο Ισμαήλ!

19. Και ο Θεός είπε: Ναι, η γυναίκα σου η Σάρρα θα γεννήσει σε σένα έναν γιο, και θα αποκαλέσεις το όνομά του Ισαάκ και θα στήσω τη διαθήκη μου σ' αυτόν για αιώνια διαθήκη, και στο σπέρμα του ύστερα απ' αυτόν

20. Και για τον Ισμαήλ σε εισάκουσα δες, τον ευλόγησα, και θα τον αυξήσω, και θα τον πληθύνω σε υπερβολικά μεγάλο βαθμό θα γεννήσει 12 άρχοντες, και θα τον κάνω μεγάλο έθνος

21. αλλά, τη διαθήκη  μου θα τη στήσω στον Ισαάκ, τον οποίο θα γεννήσει σε σένα η Σάρρα τον ερχόμενο χρόνο, την ίδια αυτή εποχή.

22. Και αφού τέλειωσε να μιλάει μαζί του, ο Θεός ανέβηκε από τον Αβραάμ.

23. Και ο Αβραάμ πήρε τον γιο του τον Ισμαήλ, και όλους τούς γεννημένους στο σπίτι του, και όλους τούς αγορασμένους απ' αυτόν με αργύρια, κάθε αρσενικό τού σπιτιού τού Αβραάμ, και έκανε περιτομή της σάρκας τής ακροβυστίας τους, την ίδια εκείνη ημέρα, καθώς του είπε ο Θεός.

24. Και ο Αβραάμ ήταν 99 χρόνων, όταν περιτμήθηκε στη σάρκα τής ακροβυστίας του.

25. Και ο Ισμαήλ, ο γιος του, ήταν 13 χρόνων, όταν περιτμήθηκε η σάρκα της ακροβυστίας του.

26. Την ίδια εκείνη ημέρα περιτμήθηκε ο Αβραάμ, και ο Ισμαήλ ο γιος του

27. και όλοι οι άνθρωποι του  σπιτιού του, οι γεννημένοι στο σπίτι, και οι αγορασμένοι με αργύρια από τους αλλογενείς, περιτμήθηκαν μαζί του.

 


ΓΕΝΕΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ : 18ο

16ο  -  17ο  -   19ο  -  20ο

Ο Θεός επισκέπτεται τον Αβραάμ

1. ΚΑΙ ο Κύριος φάνηκε σ' αυτόν στις βελανιδιές Μαμβρή, ενώ καθόταν στην είσοδο της σκηνής στον καύσωνα της ημέρας.

2. Και αφού σήκωσε τα μάτια του, είδε και να, τρεις άνδρες όρθιοι μπροστά του και μόλις τους είδε, έσπευσε σε προϋπάντησή τους από την είσοδο της σκηνής, και προσκύνησε μέχρι το έδαφος

3. και είπε: Κύριέ μου, αν βρήκα χάρη στα μάτια σου, μη προσπεράσεις, παρακαλώ, τον δούλο σου

4. ας φερθεί, παρακαλώ, λίγο νερό, και πλύντε τα πόδια σας, και αναπαυθείτε κάτω από το δέντρο 

5. κι εγώ θα φέρω λίγο ψωμί, και στηρίξτε την καρδιά σας έπειτα, θα προχωρήσετε επειδή, γι' αυτό περάσατε από τον δούλο σας. Κι εκείνοι είπαν: Κάνε έτσι, καθώς είπες.

6. Και ο Αβραάμ έσπευσε στη σκηνή στη Σάρρα, και είπε: Βιάσου, ζύμωσε τρία μέτρα σιμιγδάλι, και κάνε ψωμιά στη στάχτη.

7. Και ο Αβραάμ έτρεξε στα βόδια, και πήρε ένα μοσχάρι απαλό και καλό, και το έδωσε στον δούλο κι εκείνος έσπευσε να το  ετοιμάσει 

8. έπειτα,πήρε βούτυρο και γάλα, και το μοσχάρι, που ετοίμασε, και τα έβαλε μπροστά τους κι αυτός στεκόταν κοντά τους κάτω από το δέντρο κι αυτοί έφαγαν.

9. Και του είπαν: Πού είναι η γυναίκα σου η Σάρρα; Κι εκείνος είπε: Να, μέσα στη σκηνή.

10. Και είπε: Θα επιστρέψω σε  σένα εξάπαντος κατά την ίδια αυτή εποχή τού χρόνου* και να, η γυναίκα σου η Σάρρα θα έχει έναν γιο. Και η Σάρρα άκουσε στην είσοδο της σκηνής, που ήταν πίσω απ' αυτόν. 

11. Και ο Αβραάμ και η Σάρρα ήσαν γέροντες, προχωρημένοι σε ηλικία στη Σάρρα είχαν σταματήσει να γίνονται τα γυναικεία. 

12. Και η Σάρρα γέλασε από μέσα της, λέγοντας: Αφού γέρασα θα γίνει σε μένα ηδονή; Και ο κύριός μου είναι γέροντας.

13. Και είπε ο Κύριος στον Αβραάμ: Γιατί γέλασε η Σάρρα, λέγοντας: Αφού εγώ γέρασα, πραγματικά θα γεννήσω; 

14. Είναι τίποτα αδύνατο στον Κύριο; Στον ορισμένο  καιρό θα επιστρέψω σε σένα, κατά την ίδια αυτή εποχή τού χρόνου, και η Σάρρα θα έχει έναν γιο.

15. Τότε, η Σάρρα αρνήθηκε, λέγοντας: Δεν γέλασα επειδή, φοβήθηκε. Κι εκείνος είπε: 'Οχι, αλλά γέλασες.

 

Ο Θεός φανερώνει τα σχέδιά του στον Αβραάμ

16. Και αφού οι άνδρες σηκώθηκαν από εκεί κατευθύνθηκαν στα Σόδομα και ο Αβραάμ πορευόταν μαζί τους για να τους συμπροπέμψει.

17. Και ο Κύριος είπε: Θα κρύψω εγώ από τον Αβραάμ οτιδήποτε κάνω;

18. Και ο Αβραάμ θα γίνει εξάπαντος μεγάλο έθνος και δυνατό και διαμέσου αυτού θα ευλογηθούν όλα τα έθνη της γης

19. επειδή, τον γνωρίζω, ότι θα διατάξει τους γιους του και την οικογένειά του, ύστερα απ' αυτόν και θα φυλάξουν τον δρόμο τού Κυρίου, για να εκτελούν δικαιοσύνη και κρίση, ώστε ο Κύριος να επιφέρει επάνω στον Αβραάμ τα όσα μίλησε σ' αυτόν.

20. Και ο Κύριος είπε: Η κραυγή των Σοδόμων και των Γομόρρων πλήθυνε και η αμαρτία τους είναι υπερβολικά βαριά

21. Θα κατέβω, λοιπόν, και θα δω αν έπραξαν ολοκληρωτικά σύμφωνα με την κραυγή που έρχεται σε μένα και θα γνωρίσω, μήπως όχι.

Ο Αβραάμ παρακαλεί για τα Σόδομα και τα Γόμορρα

22. Και όταν οι άνδρες αναχώρησαν από εκεί, πήγαν στα Σόδομα και ο Αβραάμ στεκόταν ακόμα μπροστά στον Κύριο. 

23. Και καθώς ο Αβραάμ πλησίασε, είπε: Μήπως θα καταστρέψεις τον δίκαιο μαζί με τον ασεβή; 

24. Αν είναι στην πόλη 50 δίκαιοι, άραγε θα ^τους^ καταστρέψεις; Και δεν θα συγχωρούσες τον τόπο χάρη των 50 δικαίων που βρίσκονται σ' αυτόν; 

25. Μη γένοιτο ποτέ εσύ να πράξεις ένα τέτοιο πράγμα, να θανατώσεις μαζί, δίκαιο και ασεβή, και ο δίκαιος να είναι όπως και ο ασεβής! Μη γένοιτο ποτέ σε σένα! Εκείνος που κρίνει ολόκληρη τη γη δεν θα κάνει κρίση;

26. Και είπε ο Κύριος: Αν βρω στα Σόδομα 50 δικαίους μέσα στην πόλη, θα συγχωρήσω σε ολόκληρο τον τόπο για χάρη τους.

27. Και αποκρινόμενος ο Αβραάμ είπε: Δες, τώρα τόλμησα να μιλήσω στον Κύριό μου, ενώ είμαι χώμα και στάχτη

28. αν λείψουν πέντε από τους 50 δικαίους, θα καταστρέψεις ολόκληρη την πόλη εξαιτίας των πέντε; Και είπε: Δεν θα την καταστρέψω, αν βρω εκεί 45.

29. Και ο Αβραάμ πρόσθεσε ακόμα να του μιλήσει, και είπε: Αν βρεθούν εκεί 40; Και είπε: Δεν θα την καταστρέψω, εξαιτίας των 40.

30. Και ο Αβραάμ είπε: Ας μη παροξυνθεί ο Κύριός μου αν μιλήσω ξανά αν βρεθούν εκεί 30; Και είπε: Δεν θα την καταστρέψω, αν βρω εκεί 30.

31. Και ο Αβραάμ είπε: Δες, τώρα τόλμησα να μιλήσω στον Κύριό μου αν βρεθούν εκεί 20; Και είπε: Δεν θα την καταστρέψω, εξαιτίας των 20.

32. Και ο Αβραάμ είπε: Ας μη παροξυνθεί ο Κύριός μου, αν μιλήσω ακόμα μια φορά αν βρεθούν εκεί 10; Και είπε: Δεν θα την καταστρέψω, εξαιτίας των 10.

33. Και ο Κύριος αναχώρησε, αφού έπαυσε να μιλάει στον Αβραάμ και ο Αβραάμ επέστρεψε στον τόπο του.


ΓΕΝΕΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ : 19ο

16ο  -  17ο  -  18ο   -    20ο

Η διαφθορά των Σοδόμων

1. ΚΑΙ οι δύο άγγελοι ήρθαν το δειλινό στα Σόδομα και ο Λωτ καθόταν δίπλα στην πύλη των Σοδόμων ο δε Λωτ, βλέποντάς τους, σηκώθηκε σε συνάντησή τους, και προσκύνησε με το πρόσωπό του μέχρι το έδαφος

2. και είπε: Να, κύριοί μου, στραφείτε, παρακαλώ, στο σπίτι τού δούλου σας, και διανυχτερεύστε, και πλύντε τα πόδια σας και αφού σηκωθείτε το πρωί, θα πάτε στον δρόμο σας. Κι εκείνοι είπαν: 'Οχι, αλλά  θα διανυχτερεύσουμε στην πλατεία.

3. Και αφού τους βίασε πολύ, στράφηκαν σ' αυτόν, και μπήκαν μέσα στο σπίτι του και τους έκανε συμπόσιο, και έψησε άζυμα, και έφαγαν.

4. Και πριν κοιμηθούν, οι άνδρες τής πόλης, οι άνδρες των Σοδόμων, περικύκλωσαν το σπίτι, νέοι και γέροντες, ολόκληρος ο λαός μαζί, από παντού

5. και έκραζαν στον Λωτ, και του έλεγαν: Πού είναι οι άνδρες, εκείνοι που μπήκαν μέσα σε σένα τη νύχτα; Βγάλ' τους έξω σε μας, για να τους γνωρίσουμε.

6. Και ο Λωτ βγήκε σ' αυτούς στο πρόθυρο, και έκλεισε πίσω του την πόρτα, 

7. και είπε: Μη, αδελφοί μου, μη πράξετε ένα τέτοιο κακό

8. δέστε, έχω δύο θυγατέρες, που δεν γνώρισαν άνδρα να σας τις φέρω, λοιπόν, έξω και κάντε σ' αυτές, όπως σας φανεί αρεστό μόνον σ' αυτούς τους άνδρες να μη πράξετε τίποτε, επειδή για τούτο μπήκαν κάτω από τη σκιά τής στέγης μου.

9. Κι εκείνοι είπαν: Φύγε από εκεί. Και είπαν ακόμα: Αυτός ήρθε για να παροικήσει θέλει να γίνει και κριτής; Τώρα θα κακοποιήσουμε μάλλον εσένα  παρά εκείνους. Και βίαζαν υπερβολικά τον άνθρωπο, τον Λωτ, και πλησίασαν για να σπάσουν την πόρτα.

10. Κι απλώνοντας οι άνδρες τα χέρια τους, τράβηξαν τον Λωτ κοντά τους στο σπίτι, και έκλεισαν την πόρτα

11. και τους ανθρώπους, εκείνους που ήσαν στην πόρτα τού σπιτιού, τους χτύπησαν με αορασία από τον μικρό μέχρι τον μεγάλο, ώστε απέκαναν να ζητούν την πόρτα.

Ο Λωτ διασώζεται από την καταστροφή

12. Και οι άνδρες είπαν στον Λωτ: 'Εχεις εδώ κάποιον άλλον; Γαμπρό ή γιους ή θυγατέρες ή οποιονδήποτε άλλον έχεις στην πόλη, να τους βγάλεις έξω από τον τόπο

13. επειδή, εμείς καταστρέφουμε τούτο τον τόπο, για τον λόγο ότι η κραυγή τους μεγάλωσε μπροστά στον Κύριο και μας έστειλε ο Κύριος για να τον καταστρέψουμε.

14. Βγήκε, λοιπόν, ο Λωτ και μίλησε στους γαμπρούς του, εκείνους που επρόκειτο να πάρουν τις θυγατέρες του, και είπε: Σηκωθείτε, βγείτε έξω από τούτο τον τόπο επειδή, ο Κύριος καταστρέφει την πόλη. Αλλά, φάνηκε στους γαμπρούς του σαν αστεϊζόμενος.

15. Και όταν έγινε αυγή, οι άγγελοι βίαζαν τον Λωτ, λέγοντας: Σήκω, πάρε τη γυναίκα σου, και τις δύο θυγατέρες σου, που βρίσκονται εδώ, για να μη καταστραφείς κι εσύ μαζί με την ανομία τής πόλης. 

16. Και επειδή καθυστερούσε, πιάνοντας οι άνδρες το χέρι του, και το χέρι τής γυναίκας του, και τα χέρια των δύο θυγατέρων του (επειδή, ο Κύριος τον σπλαχνίστηκε), τον έβγαλαν και τον πήγαν έξω από την πόλη.

17. Και όταν τους έβγαλαν έξω, ο Κύριος είπε: Διάσωσε τη ζωή σου μη περιβλέψεις πίσω σου, και μη σταθείς σε ολόκληρη την περίχωρο διάσωσε τον εαυτό σου στο βουνό, για να μη καταστραφείς.

18. Και ο Λωτ τούς είπε: Μη, παρακαλώ, Κύριε 

19. δες, ο δούλος σου βρήκε χάρη μπροστά σου, και μεγάλυνες το έλεός σου, που έκανες σε μένα, φυλάττοντας τη ζωή μου αλλ' εγώ δεν θα μπορέσω να διασωθώ στο βουνό, μήπως με προφτάσει το κακό, και πεθάνω

20. δες, παρακαλώ, η πόλη αυτή είναι κοντά, ώστε να καταφύγω εκεί, και είναι μικρή εκεί, παρακαλώ, να διασωθώ δεν είναι μικρή; Και θα ζήσει η ψυχή μου.

21. Και ο Κύριος είπε σ' αυτόν: Να, σε εισάκουσα και σε τούτο το πράγμα, να μη καταστρέψω την πόλη, για την οποία μίλησες

22. βιάσου να διασωθείς εκεί επειδή, δεν θα μπορέσω να κάνω τίποτε, μέχρις ότου φτάσεις εκεί γι' αυτό, αποκάλεσε το όνομα της πόλης, Σηγώρ.

Η καταστροφή των Σοδόμων και των Γομόρρων

23. Ο ήλιος ανέτειλε επάνω στη γη, όταν ο Λωτ μπήκε στη Σηγώρ. 

24. Και έβρεξε ο Κύριος επάνω στα Σόδομα και τα Γόμορρα θειάφι και φωτιά από τον Κύριο του ουρανού

25. και κατέστρεψε αυτές τις πόλεις, και όλα τα περίχωρα, και όλους τους κατοίκους των πόλεων, και τα φυτά τής γης.

26. Αλλ' η γυναίκα του, πίσω απ' αυτόν, καθώς κοίταξε ολόγυρα, έγινε στήλη από αλάτι.

27. Και ο Αβραάμ, καθώς σηκώθηκε ενωρίς το πρωί, ήρθε στον τόπο όπου είχε σταθεί μπροστά στον Κύριο

28. και κοιτάζοντας επάνω στα Σόδομα και τα Γόμορρα, κι επάνω σε ολόκληρη τη γη τής περιχώρου, είδε, και να, καπνός ανέβαινε από τη γη, σαν καπνός από καμίνι.

29. 'Ετσι, λοιπόν, όταν ο Θεός κατέστρεψε τις πόλεις της περιχώρου, θυμήθηκε ο Θεός τον Αβραάμ, και εξαπέστειλε τον Λωτ από μέσα από την καταστροφή, όταν κατέστρεφε τις πόλεις, στις οποίες κατοικούσε ο Λωτ.

Η καταγωγή των Μωαβιτών και των Αμμωνιτών

30. Και ο Λωτ ανέβηκε από τη Σηγώρ, και κατοίκησε στο βουνό, και μαζί του οι δύο θυγατέρες του, επειδή φοβήθηκε να κατοικήσει στη Σηγώρ και κατοίκησε σε σπήλαιο, αυτός και οι δύο θυγατέρες του.

31. Και η μεγαλύτερη είπε στη νεότερη: Ο πατέρας μας είναι γέροντας, και άνθρωπος δεν υπάρχει επάνω στη γη για να μπει μέσα προς εμάς, σύμφωνα με τη συνήθεια ολόκληρης της γης

32. έλα, ας ποτίσουμε τον πατέρα μας κρασί, και ας κοιμηθούμε μαζί του, και ας αναστήσουμε σπέρμα από τον πατέρα μας. 

33. Πότισαν, λοιπόν, τον πατέρα τους κρασί κατά τη νύχτα εκείνη και η μεγαλύτερη μπήκε μέσα, και κοιμήθηκε με τον πατέρα της κι εκείνος δεν κατάλαβε ούτε πότε αυτή πλάγιασε, και πότε σηκώθηκε. 

34. Και την επαύριο η μεγαλύτερη είπε στη νεότερη: Δες, εγώ κοιμήθηκα χθες τη νύχτα με τον πατέρα μας ας τον ποτίσουμε κρασί και τούτη τη νύχτα, και μπαίνοντας μέσα εσύ, κοιμήσου μαζί του, και ας αναστήσουμε σπέρμα από τον πατέρα μας. 

35. Πότισαν, λοιπόν, κι εκείνη τη νύχτα τον πατέρα τους κρασί, και αφού σηκώθηκε η νεότερη, κοιμήθηκε μαζί του κι εκείνος δεν κατάλαβε ούτε πότε αυτή πλάγιασε, και πότε σηκώθηκε. 

36. Και συνέλαβαν οι δύο θυγατέρες του Λωτ από τον πατέρα τους. 

37. Και η μεγαλύτερη γέννησε γιο, και αποκάλεσε το όνομά του Μωάβ αυτός είναι ο πατέρας των Μωαβιτών μέχρι σήμερα. 

38. Αλλά και η νεότερη γέννησε γιο, και αποκάλεσε το όνομά του Βεν-αμμί αυτός είναι ο πατέρας των Αμμωνιτών μέχρι σήμερα.


ΓΕΝΕΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ : 20ο

16ο  -  17ο  -  18ο   -  19ο  

Αβραάμ και Αβιμέλεχ

1. ΚΑΙ ο Αβραάμ κίνησε από εκεί προς τη γη που βρίσκεται προς τα μεσημβρινά, και κατοίκησε ανάμεσα στην Κάδης και στη Σουρ και παροίκησε στα Γέραρα. 

2. Και ο Αβραάμ είπε για τη γυναίκα του τη Σάρρα: Είναι αδελφή μου. Και ο Αβιμέλεχ, ο βασιλιάς των Γεράρων, έστειλε  και πήρε τη Σάρρα. 

3. Και ο Θεός ήρθε στον Αβιμέλεχ σε όνειρο τη νύχτα, και του είπε: Δες, εσύ πεθαίνεις εξαιτίας τής γυναίκας που πήρες επειδή, είναι παντρεμένη με άνδρα.

4. Και ο Αβιμέλεχ δεν είχε πλησιάσει σ' αυτή και είπε: Κύριε, θα θανάτωνες ένα έθνος, ακόμα και έναν δίκαιο; 

5. Αυτός δεν μου είπε: Είναι αδελφή μου; Κι αυτή πάλι, αυτή είπε: Είναι αδελφός μου. Με ευθύτητα της καρδιάς μου, και με καθαρότητα των χεριών μου το έπραξα αυτό.

6. Και ο Θεός είπε σ' αυτόν σε όνειρο: Κι εγώ γνώρισα ότι με ευθύτητα της καρδιάς σου το έπραξες γι' αυτό κι εγώ σε εμπόδισα από το να αμαρτήσεις σε μένα γι' αυτό, δεν σε άφησα να την αγγίξεις  

7. τώρα, λοιπόν, απόδωσε τη γυναίκα στον άνθρωπο, επειδή είναι προφήτης και θα προσευχηθεί για σένα, και θα ζήσεις αλλά, αν δεν την αποδώσεις, να ξέρεις ότι εξάπαντος θα πεθάνεις, εσύ, και όλα όσα έχεις.

8. Και ο Αβιμέλεχ σηκώθηκε ενωρίς το πρωί, κάλεσε όλους τους δούλους του και μίλησε όλα αυτά τα λόγια σε επήκοό τους και οι άνθρωποι φοβήθηκαν υπερβολικά.

9. Και ο Αβιμέλεχ κάλεσε τον Αβραάμ και του είπε: Τι μας έκανες; Και ποιο αμάρτημα έκανα σε σένα, ώστε να φέρεις επάνω μου, κι επάνω στο βασίλειό μου, μια μεγάλη αμαρτία; 'Εκανες σε μένα ένα πράγμα, το οποίο δεν έπρεπε να γίνει. 

10. Και ο Αβιμέλεχ είπε στον Αβραάμ: Τι είδες, ώστε να κάνεις αυτό το πράγμα;

11. Και ο Αβραάμ είπε: Επειδή, εγώ είπα: Βέβαια, δεν υπάρχει φόβος Θεού σε τούτο τον τόπο και θα με θανατώσουν εξαιτίας της γυναίκας μου

12. κι όμως, στ' αλήθεια είναι αδελφή μου, θυγατέρα τούυ πατέρα μου, αλλ' όχι θυγατέρα τής μητέρας μου και έγινε γυναίκα μου

13. και όταν ο Θεός με έκανε να βγω έξω από την οικογένεια του πατέρα μου, της είπα: Αυτή τη χάρη θα κάνεις σε μένα σε κάθε τόπο, όπου αν πάμε, να λες για μένα: Αυτός είναι αδελφός μου.

14. Και ο Αβιμέλεχ πήρε πρόβατα, και βόδια, και δούλους, και δούλες, και τα έδωσε στον Αβραάμ, και απέδωσε σ' αυτόν τη γυναίκα του τη Σάρρα. 

15. Και ο Αβιμέλεχ είπε: Δες, η γη μου μπροστά σου κατοίκησε όπου σου αρέσει

16. και  στη  Σάρρα είπε: Δες, έδωσα 1.000 αργύρια στον αδελφό σου να, αυτός είναι σε σένα σκέπη των ματιών σου σε όλους όσους είναι μαζί σου και σε όλους τους άλλους. 'Ετσι επιπλήχθηκε αυτή.

17. Και ο  Αβραάμ προσευχήθηκε στον Θεό και ο Θεός θεράπευσε τον Αβιμέλεχ, και τη γυναίκα του, και τις θεράπαινές του, και τεκνοποίησαν.

18. Επειδή, 0 Κύριος είχε κλείσει ολοκληρωτικά κάθε μήτρα στο σπίτι τού Αβιμέλεχ, εξαιτίας της Σάρρας, της γυναίκας τού Αβραάμ.