ΓΕΝΕΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ : 11ο Ο πύργος τής Βαβέλ 1. ΚΑΙ ολόκληρη η γη ήταν μιας γλώσσας, και μιας φωνής. 2. Και όταν κίνησαν από την ανατολή, βρήκαν μια πεδιάδα στη γη Σεναάρ και κατοίκησαν εκεί. 3. Και ο ένας είπε στον άλλον: Ελάτε, ας κάνουμε πλίθες, και ας τις ψήσουμε σε φωτιά και η μεν πλίθα τούς χρησίμευσε αντί για πέτρα, η δε άσφαλτος τους χρησίμευσε αντί για πηλό. 4. Και είπαν: Ελάτε, ας κτίσουμε για μας μια πόλη και έναν πύργο, που η κορυφή του να φτάνει μέχρι τον ουρανό και ας αποκτήσουμε για μας όνομα, μήπως και διασπαρούμε επάνω στο πρόσωπο της γης. 5. Και ο Κύριος κατέβηκε για να δει την πόλη και τον πύργο, που οικοδόμησαν οι γιοι των ανθρώπων. 6. Και ο Κύριος είπε: Να, ένας λαός, και όλοι έχουν μία γλώσσα, και άρχισαν να το πραγματοποιούν και τώρα δεν θα εμποδιστεί σ' αυτούς κάθε τι που σκοπεύουν να κάνουν 7. ελάτε, ας κατέβουμε, και ας συγχύσουμε εκεί τη γλώσσα τους, για να μη καταλαβαίνει ο ένας τη γλώσσα τού άλλου. 8. Και από εκεί ο Κύριος τους διασκόρπισε επάνω στο πρόσωπο ολόκληρης της γης και σταμάτησαν να κτίζουν την πόλη. 9. Γι' αυτό, το όνομά της ονομάστηκε Βαβέλ επειδή, εκεί ο Κύριος σύγχυσε τη γλώσσα ολόκληρης της γης και από εκεί ο Κύριος τους διασκόρπισε επάνω στο πρόσωπο ολόκληρης της γης. 'Ενα καινούργιο ξεκίνημα του Θεού. Οι απόγονοι του Σημ 10. ΑΥΤΗ ^είναι^ η γενεαλογία του Σημ.+ Ο Σημ ^ήταν^ [100] χρόνων, όταν γέννησε τον Αρφαξάδ, δύο χρόνια μετά τον κατακλυσμό 11. και ο Σημ έζησε, αφού γέννησε τον Αρφαξάδ, 500 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες. 12. Και ο Αρφαξάδ έζησε 35 χρόνια, και γέννησε τον Σαλά 13. και ο Αρφαξάδ έζησε, αφού γέννησε τον Σαλά, 403 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες. 14. Και ο Σαλά έζησε 30 χρόνια, και γέννησε τον 'Εβερ 15. και ο Σαλά έζησε, αφού γέννησε τον 'Εβερ, 403 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες. 16. Και ο 'Εβερ έζησε 34 χρόνια, και γέννησε τον Φαλέγ 17. και ο 'Εβερ έζησε, αφού γέννησε τον Φαλέγ, 430 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες. 18. Και ο Φαλέγ έζησε 30 χρόνια, και γέννησε τον Ραγαύ 19. και ο Φαλέγ έζησε, αφού γέννησε τον Ραγαύ, 209 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες. 20. Και ο Ραγαύ έζησε 32 χρόνια, και γέννησε τον Σερούχ 21. και ο Ραγαύ έζησε, αφού γέννησε τον Σερούχ, 207 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες. 22. Και ο Σερούχ έζησε 30 χρόνια, και γέννησε τον Ναχώρ 23. και ο Σερούχ έζησε, αφού γέννησε τον Ναχώρ, 200 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες. 24. Και ο Ναχώρ έζησε 29 χρόνια, και γέννησε τον Θάρα 25. και ο Ναχώρ έζησε, αφού γέννησε τον Θάρα, 119 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες. 26. Και ο Θάρα έζησε 70 χρόνια, και γέννησε τον 'Αβραμ, τον Ναχώρ, και τον Αρράν. Οι απόγονοι του Θάρα 27. ΚΑΙ αυτή είναι η γενεαλογία τού Θάρα: Ο Θάρα γέννησε τον 'Αβραμ, τον Ναχώρ, και τον Αρράν και ο Αρράν γέννησε τον Λωτ. 28. Και ο Αρράν πέθανε μπροστά στον Θάρα τον πατέρα του, στον τόπο της γέννησής του, στην Ουρ των Χαλδαίων. 29. Και ο 'Αβραμ και ο Ναχώρ πήραν για τον εαυτό τους γυναίκες το όνομα της γυναίκας τού 'Αβραμ, ήταν Σάρα και το όνομα της γυναίκας τού Ναχώρ, ήταν Μελχά, θυγατέρα τού Αρράν, πατέρα τής Μελχά και πατέρα τού Ιεσχά. 30. Και η Σάρα ήταν στείρα, δεν είχε παιδί. 31. Και ο Θάρα πήρε τον γιο του, τον 'Αβραμ, και τον Λωτ, τον γιο τού Αρράν, τον εγγονό του, και τη νύφη του, τη Σάρα, τη γυναίκα τού 'Αβραμ, του γιου του και μαζί βγήκαν από την Ουρ των Χαλδαίων για να πάνε στη γη Χαναάν και ήρθαν μέχρι τη Χαρράν, και κατοίκησαν εκεί. 32. Και οι ημέρες τού Θάρα έγιναν 205 χρόνια και ο Θάρα πέθανε στη Χαρράν.
ΓΕΝΕΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ : 12ο Ο Θεός καλεί τον 'Αβραμ 1. ΚΑΙ ο Κύριος είπε στον 'Αβραμ: Βγες έξω από τη γη σου, και από τη συγγένειά σου, και από την οικογένεια του πατέρα σου, στη γη που θα σου δείξω 2. και θα σε κάνω να γίνεις ένα μεγάλο έθνος και θα σε ευλογήσω, και θα μεγαλύνω το όνομά σου και θα είσαι για ευλογία 3. και θα ευλογήσω εκείνους που σε ευλογούν, και θα καταραστώ εκείνους που σε καταριούνται και μέσα από σένα θα ευλογηθούν όλες οι φυλές τής γης. 4. Και ο 'Αβραμ πήγε, καθώς του είπε ο Κύριος και μαζί του πήγε και ο Λωτ και ο 'Αβραμ ήταν ηλικίας 75 χρόνων, όταν βγήκε από τη Χαρράν. 5. Και ο 'Αβραμ πήρε τη Σάρα, τη γυναίκα του, και τον γιο τού αδελφού του, τον Λωτ, και όλα τα υπάρχοντά τους, όσα είχαν αποκτήσει, και τους ανθρώπους που είχαν αποκτήσει στη Χαρράν, και βγήκαν για να πάνε στη γη Χαναάν και ήρθαν στη γη Χαναάν. 6. Και ο 'Αβραμ διαπέρασε εκείνη τη γη μέχρι τον τόπο Συχέμ, μέχρι τη βελανιδιά Μορέχ και οι Χαναναίοι κατοικούσαν τότε σ' αυτή τη γη. 7. Και ο Κύριος φάνηκε στον 'Αβραμ, και του είπε: Στο σπέρμα σου θα δώσω αυτή τη γη. Και έκτισε εκεί θυσιαστήριο στον Κύριο, που φάνηκε σ' αυτόν. 8. Και από εκεί μετέβηκε στο βουνό, που είναι προς τα μεσημβρινά τής Βαιθήλ, και έστησε τη σκηνή του, έχοντας τη Βαιθήλ προς τα δυτικά, και τη Γαι προς τα ανατολικά και έκτισε εκεί θυσιαστήριο στον Κύριο, και επικαλέστηκε το όνομα του Κυρίου. 9. Και ο 'Αβραμ μετασκήνωσε οδοιπορώντας και προχωρώντας προς τα μεσημβρινά. Ο 'Αβραμ κατεβαίνει στην Αίγυπτο 10. Και έγινε πείνα σ' αυτή τη γη και ο 'Αβραμ κατέβηκε στην Αίγυπτο για να παροικήσει εκεί επειδή, η πείνα στη γη ήταν βαριά. 11. Και όταν πλησίαζε να μπει μέσα στην Αίγυπτο, είπε στη Σάρα, τη γυναίκα του: Δες, γνωρίζω ότι είσαι μια όμορφη γυναίκα 12. θα συμβεί, λοιπόν, ώστε καθώς σε δουν οι Αιγύπτιοι θα πουν: Γυναίκα του είναι αυτή και θα με φονεύσουν, εσένα όμως θα σε διαφυλάξουν ζωντανή 13. πες, λοιπόν, ότι είσαι αδελφή μου, για να γίνει σε μένα καλό εξαιτίας σου, και να διαφυλαχθεί η ζωή μου, για χάρη σου. 14. ΚΑΙ όταν ο 'Αβραμ μπήκε μέσα στην Αίγυπτο, είδαν οι Αιγύπτιοι τη γυναίκα ότι ήταν υπερβολικά ωραία. 15 Και οι άρχοντες του Φαραώ την είδαν, και την επαίνεσαν στον Φαραώ και πήραν τη γυναίκα στο σπίτι του Φαραώ. 16. Και μεταχειρίστηκαν τον 'Αβραμ καλά για χάρη της και είχε πρόβατα, και βόδια, και γαϊδούρια, και δούλους, και δούλες, και θηλυκά γαϊδούρια και καμήλες. 17. Και ο Κύριος έρριξε στον Φαραώ και στην οικογένειά του μεγάλες πληγές εξαιτίας της Σάρας τής γυναίκας τού 'Αβραμ 18. και ο Φαραώ κάλεσε τον 'Αβραμ, και του είπε: Τι είναι αυτό που μου έκανες; Γιατί δεν μου φανέρωσες ότι αυτή είναι γυναίκα σου; 19. Γιατί είπες: Αυτή είναι αδελφή μου; Και την πήρα στον εαυτό μου για γυναίκα και τώρα, να η γυναίκα σου παρ' την, και πήγαινε. 20. Και ο Φαραώ διόρισε ανθρώπους γι' αυτόν και τον πρόπεμψαν με συνοδεία, και τη γυναίκα του, και όλα όσα είχε.
Επιστροφή τού 'Αβραμ από την Αίγυπτο 1. ΚΑΙ ο 'Αβραμ ανέβηκε από την Αίγυπτο, αυτός και η γυναίκα του και όλα όσα είχε, και ο Λωτ μαζί του, προς τα μεσημβρινά. 2. Και ο 'Αβραμ ήταν υπερβολικά πλούσιος σε κτήνη, σε ασήμι, και σε χρυσάφι, 3. και πήγε οδεύοντας από τα μεσημβρινά μέχρι τη Βαιθήλ, μέχρι τον τόπο όπου ήταν η σκηνή του την προηγούμενη φορά, ανάμεσα στη Βαιθήλ και στη Γαι 4. στον τόπο τού θυσιαστηρίου, που είχε κάνει εκεί αρχικά και εκεί ο 'Αβραμ επικαλέστηκε το όνομα του Κυρίου. 'Αβραμ και Λωτ: Δύο διαφορετικοί δρόμοι 5. Ακόμα και ο Λωτ, που συμπορευόταν μαζί με τον 'Αβραμ, είχε πρόβατα και βόδια και σκηνές. 6. Και δεν τους χωρούσε η γη για να κατοικούν μαζί επειδή, τα υπάρχοντά τους ήσαν πολλά, και δεν μπορούσαν να κατοικούν μαζί. 7. Και έγινε φιλονικία ανάμεσα στουςβοσκούς των κτηνών τού 'Αβραμ, και στους βοσκούς των κτηνών τού Λωτ και οι Χαναναίοι και οι Φερεζαίοι κατοικούσαν τότε στη γη. 8. Και ο 'Αβραμ είπε στον Λωτ: Ας μη είναι, παρακαλώ, φιλονικία ανάμεσα σε μένα και σε σένα, κι ανάμεσα στους βοσκούς μου και στους βοσκούς σου επειδή, εμείς είμαστε αδελφοί 9. δεν είναι ολόκληρη η γη μπροστά σου; Διαχώρισε, λοιπόν, τον εαυτό σου από μένα αν εσύ πας στα αριστερά, εγώ πηγαίνω στα δεξιά και αν εσύ στα δεξιά, εγώ στα αριστερά. 10. Και αφού ο Λωτ σήκωσε τα μάτια του ψηλά, είδε ολόκληρη την περίχωρο του Ιορδάνη, ότι ποτιζόταν ολόκληρη, πριν ο Κύριος να καταστρέψει τα Σόδομα και τα Γόμορρα, ήταν σαν παράδεισος του Κυρίου, όπως η γη της Αιγύπτου, μέχρι να πάει κανείς στη Σηγώρ. 11. Και ο Λωτ διάλεξε για τον εαυτό του ολόκληρη την περίχωρο του Ιορδάνη και ο Λωτ μετασκήνωσε προς τα ανατολικά, και διαχωρίστηκαν ο ένας από τον άλλον. 12. Ο μεν 'Αβραμ κατοίκησε στη γη Χαναάν ο δε Λωτ κατοίκησε ανάμεσα στις πόλεις τής περιχώρου, και έστησε τις σκηνές του μέχρι τα Σόδομα. 13. Και οι άνθρωποι των Σοδόμων ήσαν κακοί, και υπερβολικά αμαρτωλοί μπροστά στον Κύριο. Η υπόσχεση του Θεού στον 'Αβραμ 14. Και ο Κύριος είπε στον 'Αβραμ, αφού ο Λωτ είχε διαχωριστεί απ' αυτόν: Σήκωσε τώρα τα μάτια σου ψηλά και δες από τον τόπο όπου είσαι, προς τα βορινά και τα μεσημβρινά, και τα ανατολικά και τα δυτικά 15. επειδή, ολόκληρη τη γη που βλέπεις θα τη δώσω σε σένα, και στο σπέρμα σου, μέχρι τον αιώνα 16. και θα κάνω το σπέρμα σου σαν την άμμο τής γης ώστε αν μπορεί κανείς να απαριθμήσει την άμμο τής γης, θα μπορεί να απαριθμηθεί και το σπέρμα σου 17. και αφού σηκωθείς, διάσχισε τη γη, και κατά το μάκρος της, και κατά το πλάτος της επειδή, σε σένα θα τη δώσω. 18. Και ο 'Αβραμ σήκωσε τη σκηνή του, και όταν ήρθε κατοίκησε κοντά στις βελανιδιές Μαμβρή, που είναι στη Χεβρών και έκτισε εκεί θυσιαστήριο στον Κύριο. Ο πόλεμος των βασιλιάδων 1. ΚΑΙ στις ημέρες τού Αμαρφέλ, βασιλιά της Σενναάρ, του Αριώχ, βασιλιά τής Ελλασάρ, του Χοδολλογομόρ, βασιλιά τής Ελάμ, και του Θαργάλ, βασιλιά των εθνών, 2. αυτοί έκαναν πόλεμο με τον Βερά, βασιλιά των Σοδόμων, και τον Βαρσά, βασιλιά των Γομόρρων, τον Σενναάβ, βασιλιά τής Αδαμά, και τον Σεμοβόρ, βασιλιά τής Σεβωείμ, και τον βασιλιά τής Βελά αυτή είναι η Σηγώρ. 3. 'Ολοι αυτοί ενώθηκαν μαζί στην κοιλάδα Σιδδίμ, που είναι η αλμυρή θάλασσα. 4. 12 χρόνια δούλευαν στον Χοδολλογομόρ και τον 13ο αποστάτησαν. 5. Και τον 14ο χρόνο ήρθε ο Χοδολλογομόρ, και οι βασιλιάδες που ήσαν μαζί του, και πάταξαν τους Ραφαείμ στην Ασταρώθ-καρναϊμ, και τους Ζουζείμ στην Αμ, και τους Εμμαίους στη Σαυή-κιριαθαϊμ, 6. και τους Χορραίους στο βουνό τους, το Σηείρ, μέχρι την πεδιάδα Φαράν, που είναι στην έρημο. 7. Και επέστρεψαν και ήρθαν στην Εν-μισπάτ, που είναι η Κάδης και πάταξαν ολόκληρη την περιοχή τού Αμαλήκ, και τους Αμορραίους που κατοικούσαν στην Ασασών-θαμάρ. 8. Και βγήκε ο βασιλιάς των Σοδόμων, και ο βασιλιάς των Γομόρρων, και ο βασιλιάς τής Αδαμά, και ο βασιλιάς των Σεβωείμ, και ο βασιλιάς τής Βελά, που είναι η Σηγώρ και συγκρότησαν μάχη μαζί τους στην κοιλάδα Σιδδίμ, 9. μαζί με τον Χοδολλογομόρ βασιλιά τής Ελάμ, και τον Θαργάλ βασιλιά των εθνών, και τον Αμαρφέλ βασιλιά τής Σενναάρ, και τον Αριώχ βασιλιά τής Ελλασάρ τέσσερις βασιλιάδες ενάντια σε πέντε. 10. Και η κοιλάδα Σιδδίμ ήταν γεμάτη από φρέατα ασφάλτου και οι βασιλιάδες των Σοδόμων και των Γομόρρων τράπηκαν σε φυγή, και έπεσαν εκεί και εκείνοι που εναπέμειναν έφυγαν στο βουνό. 11. Και πήραν όλα τα υπάρχοντα των Σοδόμων και των Γομόρρων, και ολόκληρη τη ζωοτροφία τους, και αναχώρησαν. 12. Πήραν ακόμα και τον Λωτ, τον γιο τού αδελφού τού 'Αβραμ, που κατοικούσε στα Σόδομα, και τα υπάρχοντά του, και αναχώρησαν. Ο 'Αβραμ ελευθερώνει τον Λωτ 13. Και κάποιος από τους διασωθέντες πήγε και το ανήγγειλε στον 'Αβραμ τον Εβραίο, που κατοικούσε κοντά στις βελανιδιές Μαμβρή,του Αμορραίου, αδελφού τού Εσχώλ, και αδελφού τού Ανήρ, που ήσαν σύμμαχοι του 'Αβραμ. 14. Και όταν ο 'Αβραμ άκουσε ότι αιχμαλωτίστηκε ο αδελφός του, εξόπλισε 318 από τους δούλους του, που είχαν γεννηθεί στο σπίτι του, και τους καταδίωξε μέχρι τη Δαν. 15. Και αφού χώρισε τους δικούς του, όρμησε εναντίον τους τη νύχτα, αυτός και οι δούλοι του, και τους πάταξε, και τους καταδίωξε μέχρι τη Χοβά, που είναι προς τα αριστερά τής Δαμασκού. 16. Και επανέφερε όλα τα υπάρχοντα, κι ακόμα επανέφερε και τον αδελφό του τον Λωτ, και τα υπάρχοντά του, ακόμα μάλιστα και τις γυναίκες, και τον λαό. 17. Και ο βασιλιάς των Σοδόμων βγήκε σε συνάντησή του, αφού γύρισε από την καταστροφή του Χοδολλογομόρ, και των βασιλιάδων του, στην κοιλάδα Σαυή, που είναι η κοιλάδα τού βασιλιά. 'Αβραμ και Μελχισεδέκ 18. Και ο Μελχισεδέκ, ο βασιλιάς τής Σαλήμ, έφερε έξω ψωμί και κρασί και ήταν ιερέας τού Θεού τού υψίστου. 19. Και τον ευλόγησε, και είπε: Ευλογημένος ο 'Αβραμ από τον Θεό τον ύψιστο, που έκτισε τον ουρανό και τη γη 20. και ευλογημένος ο Θεός ο ύψιστος, που παρέδωσε τους εχθρούς σου στο χέρι σου. Και ο 'Αβραμ έδωσε σ' αυτόν ένα δέκατο από όλα. Ο 'Αβραμ και ο βασιλιάς των Σοδόμων 21. Και ο βασιλιάς των Σοδόμων είπε στον 'Αβραμ: Δώσε μου τους ανθρώπους, και πάρε τα υπάρχοντα για τον εαυτό σου. 22. Και ο 'Αβραμ είπε στον βασιλιά των Σοδόμων: Εγώ ύψωσα το χέρι μου στον Κύριο, τον Θεό τον ύψιστο, που έκτισε τον ουρανό και τη γη, 23. ότι δεν θα πάρω από όλα τα δικά σου από κλωστή μέχρι λουρί παπουτσιού, για να μη πεις: Εγώ πλούτισα τον 'Αβραμ 24. εκτός μόνον από εκείνο, που έφαγαν οι νέοι, και το μερίδιο των ανθρώπων που ήρθαν μαζί μου, του Ανήρ, του Εσχώλ, και του Μαμβρή αυτοί ας πάρουν το μερίδιό τους.
ΓΕΝΕΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ : 15ο Η συνθήκη τού Θεού με τον 'Αβραμ 1. ΥΣΤΕΡΑ από τα πράγματα αυτά, έγινε λόγος τού Κυρίου στον 'Αβραμ, σε όραμα, λέγοντας: Μη φοβάσαι, 'Αβραμ εγώ είμαι ο υπερασπιστής σου ο μισθός σου θα είναι υπερβολικά μεγάλος. 2. Και ο 'Αβραμ είπε: Δέσποτα Κύριε, τι θα μου δώσεις, ενώ απέρχομαι άτεκνος, και ο κληρονόμος του σπιτιού μου είναι αυτός ο Ελιέζερ από τη Δαμασκό; 3. Είπε ακόμα ο 'Αβραμ: Δες, δεν έδωσες σε μένα σπέρμα και να, θα με κληρονομήσει ο υπηρέτης μου. 4. Και να, έγινε σ' αυτόν λόγος τού Κυρίου, λέγοντας: Δεν θα σε κληρονομήσει αυτός αλλ' εκείνος που θα βγει από τα σπλάχνα σου, αυτός θα σε κληρονομήσει. 5. Και τον έφερε έξω, και είπε: Κοίταξε τώρα ψηλά στον ουρανό, και απαρίθμησε τα αστέρια, αν μπορείς να τα απαριθμήσεις και του είπε: 'Ετσι θα είναι το σπέρμα σου. 6. Και πίστεψε στον Κύριο και λογαριάστηκε σ' αυτόν για δικαιοσύνη. 7. Και του είπε: Εγώ είμαι ο Κύριος, που σε έβγαλα από την Ουρ των Χαλδαίων, για να σου δώσω αυτή τη γη για κληρονομιά. 8. Κι εκείνος είπε: Δέσποτα Κύριε, από πού θα γνωρίσω ότι θα την κληρονομήσω; 9. Και του είπε: Πάρε για μένα μία δάμαλη τριών χρόνων, και μία κατσίκα τριών χρόνων, και ένα αρσενικό κριάρι τριών χρόνων, και μια τρυγόνα και ένα περιστέρι. 10. Και πήρε σ' αυτόν όλα αυτά, και τα έσχισε στο μέσον, και έβαλε κάθε ένα κομμάτι απέναντι στο όμοιό του τα πουλιά, όμως, δεν τα έσχισε, 11. και κατέβηκαν τα όρνια επάνω στα πτώματα, και ο 'Αβραμ τα έδιωξε. 12. Και κατά τη δύση τού ήλιου, έπεσε έκσταση επάνω στον 'Αβραμ και να, ένας μεγάλος σκοτεινός φόβος πέφτει επάνω του. 13. Και ο Κύριος είπε στον 'Αβραμ: Να ξέρεις με σιγουριά ότι το σπέρμα σου θα παροικήσει σε γη όχι δική τους, και θα τους υποδουλώσουν, και θα τους καταθλίψουν, 400 χρόνια 14. το έθνος, όμως, στο οποίο θα υποδουλωθεί, εγώ θα το κρίνω ύστερα δε απ' αυτά, θα βγουν με πολλά υπάρχοντα 15. εσύ, όμως, θα απέλθεις στους πατέρες σου με ειρήνη θα ταφείς σε καλά γηρατειά 16. και στην τέταρτη γενεά θα επιστρέψουν εδώ επειδή, δεν αναπληρώθηκε ακόμα η ανομία των Αμορραίων. 17. Και όταν ο ήλιος έδυσε και έγινε πυκνό σκοτάδι, να, ένα καμίνι που κάπνιζε, και μια λαμπάδα φωτιάς, η οποία διαπέρασε ανάμεσα σε τούτα τα διχοτομημένα. 18. Εκείνη την ημέρα ο Κύριος έκανε διαθήκη στον 'Αβραμ, λέγοντας: Στο σπέρμα σου έδωσα αυτή τη γη, από τον ποταμό τής Αιγύπτου μέχρι τον ποταμό τον μεγάλο, τον ποταμό Ευφράτη 19. τους Κεναίους, και τους Κενεζαίους, και τους Κεδμωναίους, 20. και τους Χετταίους, και τους Φερεζαίους, και τους Ραφαείμ, 21. και τους Αμορραίους, και τους Χαναναίους, και τους Γεργεσαίους, και τους Ιεβουσαίους. |