|
ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΕΦΑΛΑΙO : 6ο Ο Ιησούς και το Σάββατο 1 ΚΑΙ κατά το δευτερόπρωτο σάββατο αυτός διάβαινε διαμέσου των σπαρτών και οι μαθητές του έκοβαν στάχυα, και έτρωγαν, τρίβοντάς τα με τα χέρια 2 και μερικοί από τους Φαρισαίους είπαν σ' αυτούς: Γιατί κάνετε εκείνο που δεν επιτρέπεται να κάνετε κατά τα σάββατα; 3 Και ο Ιησούς, απαντώντας σ' αυτούς, είπε: Ούτε αυτό δεν διαβάσατε, που έκανε ο Δαβίδ, όταν πείνασε αυτός και εκείνοι που ήσαν μαζί του; 4 Πώς μπήκε μέσα στον οίκο τού Θεού, και πήρε τούς άρτους τής πρόθεσης και έφαγε, και έδωσε και σ' εκείνους που ήσαν μαζί του, τους οποίους δεν επιτρέπεται να φάνε, παρά μονάχα οι ιερείς; 5 Και τους έλεγε ότι: Ο Υιός τού ανθρώπου είναι κύριος και του σαββάτου. Ο άνθρωπος με το παράλυτο χέρι 6 Και πάλι, σε ένα άλλο σάββατο, μπήκε μέσα στη συναγωγή, και δίδασκε και ήταν εκεί ένας άνθρωπος, που το δεξί του χέρι ήταν παράλυτο. 7 Και οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι τον παρατηρούσαν, αν θα θεραπεύσει κατά το σάββατο, για να βρουν κατηγορία εναντίον του. 8 Αυτός, όμως, γνώριζε τις σκέψεις τους και είπε στον άνθρωπο, που είχε το χέρι του παράλυτο: Σήκω επάνω, και στάσου στο μέσον. Και εκείνος, αφού σηκώθηκε επάνω, στάθηκε. 9 Ο Ιησούς, λοιπόν, τους είπε: Θα σας ρωτήσω κάτι: Επιτρέπεται κάποιος να αγαθοποιήσει κατά τα σάββατα ή να κακοποιήσει; Να σώσει μια ψυχή ή να την απολέσει; 10 Και αφού τους κοίταξε ολόγυρα όλους, είπε στον άνθρωπο: 'Απλωσε το χέρι σου. Και εκείνος έκανε έτσι και αποκαταστάθηκε το χέρι του υγιές όπως και το άλλο. 11 Κι αυτοί γέμισαν από μανία, και συνομιλούσαν αναμεταξύ τους, τι να κάνουν στον Ιησού. Η εκλογή των δώδεκα 12 ΚΑΙ κατά τις ημέρες εκείνες βγήκε στο βουνό για να προσευχηθεί και διανυχτέρευε στην προσευχή τού Θεού. 13 Και όταν έγινε ημέρα, φώναξε τους μαθητές του και διάλεξε απ' αυτούς δώδεκα, τους οποίους και ονόμασε αποστόλους: 14 Τον Σίμωνα, τον οποίο και ονόμασε Πέτρο, και τον Ανδρέα, τον αδελφό του, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, τον Φίλιππο και τον Βαρθολομαίο, 15 τον Ματθαίο και τον Θωμά, τον Ιάκωβο, αυτόν τού Αλφαίου, και τον Σίμωνα, τον αποκαλούμενο Ζηλωτή, 16 τον Ιούδα, τον αδελφό τού Ιακώβου, και τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, ο οποίος και έγινε προδότης. Ασθενείς και πάσχοντες θεραπεύονται 17 Και καθώς κατέβηκε μαζί τους, στάθηκε επάνω σε έναν πεδινό τόπο και παραβρισκόταν ένα πλήθος από μαθητές του, και ένα μεγάλο πλήθος λαού από ολόκληρη την Ιουδαία και την Ιερουσαλήμ, και την παραλία τής Τύρου και της Σιδώνας, που είχαν έρθει για να τον ακούσουν, και για να γιατρευτούν από τις αρρώστιες τους 18 κι εκείνοι που ενοχλούνταν από ακάθαρτα πνεύματα και θεραπεύονταν. 19 Και ολόκληρο το πλήθος ζητούσε να τον αγγίζει επειδή, έβγαινε απ' αυτόν δύναμη, και τους γιάτρευε όλους. Οι Μακαρισμοί 20 Κι αυτός, καθώς σήκωσε τα μάτια του στους μαθητές του, έλεγε: Μακάριοι εσείς οι φτωχοί, επειδή δική σας είναι η βασιλεία τού Θεού. 21 Μακάριοι εσείς που πεινάτε τώρα, επειδή θα χορτάσετε. Μακάριοι εσείς που κλαίτε τώρα, επειδή θα γελάσετε. 22 Μακάριοι είστε όταν σας μισήσουν οι άνθρωποι, και όταν σας αφορίσουν, και σας ονειδίσουν, και βγάλουν το όνομά σας σαν κακό, εξαιτίας τού Υιού τού ανθρώπου. 23 Χαρείτε κατά την ημέρα εκείνη και σκιρτήστε επειδή, δέστε, ο μισθός σας είναι μεγάλος στον ουρανό εξάλλου, έτσι έκαναν οι πατέρες τους στους προφήτες. Τα <<Ουαί>> 24 'Ομως, αλλοίμονο σε σας τους πλούσιους, επειδή απολαύσατε την παρηγοριά σας. 25 Αλλοίμονο σε σας τους χορτασμένους, επειδή θα πεινάσετε. Αλλοίμονο σε σας που γελάτε τώρα, επειδή θα πενθήσετε και θα κλάψετε. 26 Αλλοίμονο σε σας, όταν όλοι οι άνθρωποι μιλήσουν με καλά λόγια για σας επειδή, έτσι έκαναν στους ψευδοπροφήτες οι πατέρες τους. Αγάπη προς όλους, και προς τους εχθρούς 27 Αλλά, σε σας που ακούτε, λέω: Να αγαπάτε τούς εχθρούς σας να αγαθοποιείτε εκείνους που σας μισούν 28 να ευλογείτε εκείνους, που σας καταρώνται και να προσεύχεστε για εκείνους που σας βλάπτουν. 29 Σ' εκείνον που σε χτυπάει επάνω στο ένα σαγόνι, να πρόσφερέ του και το άλλο, και από εκείνον που αφαιρεί το ιμάτιό σου, μη εμποδίσεις και τον χιτώνα. 30 Σε καθέναν που ζητάει από σένα, δίνε και από εκείνον που αφαιρεί τα δικά σου, μη απαιτείς. 31 Και καθώς θέλετε οι άνθρωποι να κάνουν σε σας, κι εσείς να κάνετε τα ίδια σ' αυτούς. 32 Και αν αγαπάτε εκείνους που σας αγαπούν, ποια χάρη οφείλεται σε σας; Επειδή, και οι αμαρτωλοί αγαπούν εκείνους που τους αγαπούν. 33 Και αν αγαθοποιείτε εκείνους που σας αγαθοποιούν, ποια χάρη οφείλεται σε σας; Επειδή, και οι αμαρτωλοί κάνουν το ίδιο. 34 Και αν δανείζετε σ' εκείνους, από τους οποίους ελπίζετε να πάρετε ξανά, ποια χάρη οφείλεται σε σας; Επειδή, και οι αμαρτωλοί δανείζουν σε αμαρτωλούς, για να πάρουν πάλι τα ίσα. 35 Εσείς, όμως, να αγαπάτε τούς εχθρούς σας, και να αγαθοποιείτε, και να δανείζετε, χωρίς να ελπίζετε σε καμιά απολαβή και ο μισθός σας θα είναι μεγάλος, και θα είστε γιοι τού Υψίστου επειδή, αυτός είναι αγαθός προς τους αχάριστους και πονηρούς. 36 Να γίνεστε, λοιπόν, σπλαχνικοί, όπως και ο Πατέρας σας είναι σπλαχνικός. 'Αδικη κρίση και καταδίκη 37 Και μη κρίνετε, και δεν θα κριθείτε και μη καταδικάζετε, και δεν θα καταδικαστείτε συγχωρείτε, και θα συγχωρηθείτε. 38 Δίνετε, και θα σας δοθεί καλό μέτρο, πιεσμένο, και συγκαθισμένο και υπερξεχειλιζόμενο θα δώσουν στον κόρφο σας επειδή, με το ίδιο μέτρο με το οποίο μετράτε, θα αντιμετρηθεί σε σας. 39 Είπε, μάλιστα, σ' αυτούς μια παραβολή: Μήπως μπορεί ένας τυφλός να οδηγεί έναν άλλον τυφλό; Δεν θα πέσουν και οι δύο σε λάκκο; 40 Δεν υπάρχει μαθητής ανώτερος από τον δάσκαλό του καθένας δε τελειοποιημένος θα είναι όπως ο δάσκαλός του. 41 Και γιατί βλέπεις το ξυλαράκι, που είναι στο μάτι τού αδελφού σου, το δοκάρι, όμως, στο ίδιο σου το μάτι δεν το παρατηρείς; 42 'Η, πώς μπορείς να λες στον αδελφό σου: Αδελφέ, άφησε να βγάλω το ξυλαράκι, που είναι στο μάτι σου, ενώ εσύ δεν βλέπεις το δοκάρι, που είναι στο δικό σου μάτι; Υποκριτή, βγάλε πρώτα το δοκάρι από το δικό σου μάτι, και τότε θα δεις καθαρά για να βγάλεις το ξυλαράκι που είναι στο μάτι τού αδελφού σου. Από τον καρπό γνωρίζεται το δέντρο 43 Επειδή, δεν υπάρχει καλό δέντρο, που να κάνει άχρηστο καρπό ούτε άχρηστον δέντρο που να κάνει καλόν καρπό. 44 Δεδομένου ότι, κάθε δέντρο γνωρίζεται από τον καρπό του επειδή, δεν μαζεύουν από αγκάθια σύκα ούτε τρυγούν από βάτο σταφύλια. 45 Ο αγαθός άνθρωπος βγάζει το αγαθό από τον αγαθό θησαυρό τής καρδιάς του και ο κακός άνθρωπος βγάζει το κακό από τον κακό θησαυρό τής καρδιάς του επειδή, από το περίσσευμα της καρδιάς μιλάει το στόμα του. Η αξία τού θεμελίου 46 Γιατί με αποκαλείτε: Κύριε, Κύριε, και δεν κάνετε όσα λέω; 47 Καθένας που έρχεται σε μένα, και ακούει τα λόγια μου, και τα κάνει, θα σας δείξω με ποιον είναι όμοιος 48 είναι όμοιος με άνθρωπον, που κτίζει ένα σπίτι, ο οποίος έσκαψε και βάθυνε, και έβαλε θεμέλιο επάνω στην πέτρα και όταν έγινε πλημμύρα, ο ποταμός έπεσε με ορμή επάνω σ' αυτό το σπίτι, και δεν μπόρεσε να το σαλεύσει επειδή, ήταν θεμελιωμένο επάνω στην πέτρα. 49 'Οποιος, όμως, ακούσει και δεν κάνει, είναι όμοιος με άνθρωπον, που έκτισε το σπίτι επάνω στη γη χωρίς θεμέλιο στο οποίο ο ποταμός έπεσε επάνω του με ορμή, κι αμέσως κατέρρευσε, και η κατάρρευση του σπιτιού εκείνου υπήρξε μεγάλη. ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ Ο Ιησούς θεραπεύει τον δούλο ενός εκατόνταρχου 1 ΚΑΙ αφού τελείωσε όλα τα λόγια του στις ακοές τού λαού, μπήκε μέσα στην Καπερναούμ. 2 Ο δε δούλος κάποιου εκατόνταρχου, που ήταν σ' αυτόν πολύτιμος, βρισκόμεννος σε κακή κατάσταση επρόκειτο να πεθάνει. 3 Και ακούγοντας για τον Ιησού, έστειλε σ' αυτόν μερικούς πρεσβύτερους των Ιουδαίων, παρακαλώντας τον νάρθει να διασώσει τον δούλο του. 4 Και εκείνοι που ήρθαν στον Ιησού, τον παρακαλούσαν επίμονα, λέγοντας ότι: Είναι άξιος εκείνος στον οποίο θα το κάνεις αυτό 5 επειδή, αγαπάει το έθνος μας, και τη συναγωγή αυτός μας την έκτισε. 6 Και ο Ιησούς πορευόταν μαζί τους. Και ενώ απείχε ήδη όχι μακριά από το σπίτι, ο εκατόνταρχος έστειλε μερικούς φίλους, λέγοντάς του: Κύριε, να μη ενοχλείσαι επειδή, δεν είμαι άξιος να μπεις μέσα, κάτω από τη στέγη μου 7 γι' αυτό, ούτε τον εαυτό μου δεν έκρινα άξιο νάρθω σε σένα αλλά, πες έναν λόγο, και ο δούλος μου θα γιατρευτεί. 8 Επειδή, κι εγώ είμαι άνθρωπος υποκείμενος σε εξουσία, έχοντας υπό τις διαταγές μου στρατιώτες και λέω σε τούτον: Πήγαινε, και πηγαίνει και στον άλλον: 'Ελα, και έρχεται και στον δούλο μου: Κάνε τούτο, και το κάνει. 9 Και ακούγοντας αυτά ο Ιησούς, τον θαύμασε, και καθώς στράφηκε στο πλήθος που τον ακολουθούσε, είπε: Σας λέω: Ούτε μέσα στον Ισραήλ δεν βρήκα μια τόσο μεγάλη πίστη. 10 Και καθώς οι απεσταλμένοι γύρισαν στο σπίτι, βρήκαν τον ασθενή δούλο να υγιαίνει. Ο Ιησούς ανασταίνει τον γιο τής χήρας από τη Ναϊν 11 Και την επόμενη ημέρα, ο Ιησούς πορευόταν σε μια πόλη που ονομαζόταν Ναϊν και συμπορεύονταν μαζί του αρκετοί από τους μαθητές του, και ένα μεγάλο πλήθος. 12 Και καθώς πλησίασε στην πύλη τής πόλης, να! φερόταν έξω ένας νεκρός, ένας μονογενής γιος τής μητέρας του, κι αυτή ήταν χήρα και ένα μεγάλο πλήθος από την πόλη ήταν μαζί της. 13 Και όταν την είδε ο Κύριος, τη σπλαχνίστηκε, και της είπε: Μη κλαις. 14 Και πλησιάζοντας άγγιξε το νεκροκρέβατο και εκείνοι που το βάσταζαν στάθηκαν, και είπε: Νεανίσκε, σε σένα λέω, σήκω επάνω. 15 Και ο νεκρός ανακάθησε, και άρχισε να μιλάει και τον έδωσε στη μητέρα του. 16 Και φόβος κατέλαβε όλους, και δόξαζαν τον Θεό, λέγοντας ότι: 'Ενας μεγάλος προφήτης έχει σηκωθεί ανάμεσά μας, και ότι: Ο Θεός επισκέφθηκε τον λαό του. 17 Και η φήμη αυτή γι' αυτόν διαδόθηκε σε όλη την Ιουδαία, και σε όλα τα περίχωρα. Η απορία τού Βαπτιστή Ιωάννη 18 Και ανήγγειλαν στον Ιωάννη οι μαθητές του για όλα αυτά. 19 Και ο Ιωάννης, αφού προσκάλεσε δύο, κάποιους, από μαθητές του, έστειλε στον Ιησού, λέγοντας: Εσύ είσαι αυτός που έρχεται ή άλλον προσδοκούμε; 20 Και αφού οι άνθρωποι ήρθαν σ' αυτόν, είπαν: Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής μάς έστειλε σε σένα, λέγοντας: Εσύ είσαι αυτός που έρχεται ή άλλον προσδοκούμε; 21 Και κατά την ώρα εκείνη θεράπευσε πολλούς από αρρώστιες και βασανιστικές παθήσεις, και από πονηρά πνεύματα, και σε πολλούς τυφλούς χάρισε το φως για να βλέπουν. 22 Και ο Ιησούς, απαντώντας σ' αυτούς, είπε: Πηγαίνετε και αναγγείλατε στον Ιωάννη όσα είδατε και ακούσατε, ότι: Τυφλοί ξαναβλέπουν, χωλοί περπατούν, λεπροί καθαρίζονται, κουφοί ακούν, νεκροί ανασταίνονται, φτωχοί ακούν τα χαρμόσυνα νέα 23 και μακάριος είναι όποιος με μένα δεν σκανδαλιστεί. Ο Ιησούς για τον Βαπτιστή Ιωάννη 24 Και αφού οι απεσταλμένοι τού Ιωάννη αναχώρησαν, άρχισε να λέει στα πλήθη για τον Ιωάννη: Τι βγήκατε στην έρημο να δείτε; 'Ενα καλάμι που σαλεύεται από τον άνεμο; 25 Αλλά, τι βγήκατε να δείτε; 'Εναν άνθρωπο ντυμένον με απαλά ιμάτια; Δέστε, αυτοί που είναι ντυμένοι με πολυτελή ιμάτια και ζουν μέσα σε απολαύσεις, βρίσκονται μέσα στα βασιλικά παλάτια. 26 Αλλά, τι βγήκατε να δείτε; 'Εναν προφήτη; Ναι, σας λέω, και περισσότερο από προφήτη. 27 Αυτός είναι για τον οποίο είναι γραμμένο: <<Δες, εγώ στέλνω τον αγγελιοφόρο μου πριν από την προσωπική σου παρουσία, ο οποίος θα προπαρασκευάσει μπροστά σου τον δρόμο σου>>. 28 Επειδή, σας λέω ότι, ανάμεσα σ' αυτούς που γεννήθηκαν από γυναίκα κανένας προφήτης δεν είναι μεγαλύτερος από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή εντούτοις, ο μικρότερος μέσα στη βασιλεία τού Θεού είναι μεγαλύτερος απ' αυτόν. 29 Και ολόκληρος ο λαός ακούγοντας, και οι τελώνες, δικαίωσαν τον Θεό καθώς που βαπτίστηκαν το βάπτισμα του Ιωάννη. 30 Ενώ οι Φαρισαίοι και οι νομικοί αθέτησαν για τον εαυτό τους τη βουλή τού Θεού, καθώς δεν βαπτίστηκαν απ' αυτόν. 31 Και ο Κύριος είπε: Με τι, λοιπόν, να εξομοιώσω τούς ανθρώπους αυτής τής γενεάς; Και με τι είναι όμοιοι; 32 Είναι όμοιοι με παιδιά, που κάθονται στην αγορά και φωνάζουν αναμεταξύ τους, και λένε: Σας παίξαμε φλογέρα, και δεν χορέψατε σας μοιρολογήσαμε, και δεν κλάψατε. 33 Επειδή, ήρθε ο Ιωάννης ο Βαπτιστής μήτε τρώγοντας ψωμί μήτε πίνοντας κρασί, και λέτε: 'Εχει δαιμόνιο. 34 'Ηρθε ο Υιός τού ανθρώπου τρώγοντας και πίνοντας, και λέτε: Δέστε, ένας άνθρωπος φαγάς και κρασοπότης, φίλος τελωνών και αμαρτωλών. 35 Και η σοφία δικαιώθηκε από όλα τα παιδιά της. Η μετάνοια μιας πασίγνωστης αμαρτωλής 36 Και ένας από τους Φαρισαίους τον παρακαλούσε να φάει μαζί του και μπαίνοντας μέσα στο σπίτι τού Φαρισαίου, κάθησε στο τραπέζι. 37 Και ξάφνου, μια γυναίκα στην πόλη, που ήταν αμαρτωλή, μαθαίνοντας ότι κάθεται στο τραπέζι στο σπίτι τού Φαρισαίου, έφερε ένα αλάβαστρο με μύρο 38 και αφού στάθηκε πίσω, κοντά στα πόδια του, κλαίγοντας, άρχισε να βρέχει τα πόδια του με τα δάκρυα, και τα σκούπιζε με τις τρίχες τού κεφαλιού της, και καταφιλούσε τα πόδια του, και τα άλειφε με το μύρο. 39 Βλέποντας δε ο Φαρισαίος, αυτός που τον είχε καλέσει, είπε μέσα του, λέγοντας: Αυτός, αν ήταν προφήτης, θα γνώριζε ποια και τι λογής είναι η γυναίκα που τον αγγίζει, επειδή είναι αμαρτωλή. 40 Και ο Ιησούς, αποκρινόμενος, είπε σ' αυτόν: Σίμωνα, έχω να σου πω κάτι. Και εκείνος λέει: Δάσκαλε, πες. 41 Κάποιος δανειστής είχε δύο χρεοφειλέτες ο ένας χρωστούσε 500 δηνάρια, ενώ ο άλλος 50. 42 Και επειδή δεν είχαν να τα επιστρέψουν, τα χάρισε και στους δύο. Ποιος, λοιπόν, απ' αυτούς, πες μου, θα τον αγαπήσει περισσότερο; 43 Και ο Σίμωνας, απαντώντας, είπε: Νομίζω ότι εκείνος στον οποίο χάρισε το περισσότερο. Και εκείνος είπε σ' αυτόν: Σωστά έκρινες. 44 Και αφού στράφηκε στη γυναίκα, είπε στον Σίμωνα: Βλέπεις αυτή εδώ τη γυναίκα; Μπήκα μέσα στο σπίτι σου, νερό για τα πόδια μου δεν έδωσες αυτή, όμως, με τα δάκρυά της έβρεξε τα πόδια μου, και με τις τρίχες τού κεφαλιού της τα σκούπισε. 45 Φίλημα δεν μου έδωσες αυτή, όμως, από τη στιγμή που μπήκα μέσα, δεν σταμάτησε να καταφιλάει τα πόδια μου. 46 Με λάδι δεν άλειψες το κεφάλι μου αυτή, όμως, άλειψε τα πόδια μου με μύρο. 47 Γι' αυτό, σου λέω, συγχωρημένες είναι οι πολλές αμαρτίες της επειδή, αγάπησε πολύ σε όποιον, όμως, λίγο συγχωρείται, λίγο αγαπάει. 48 Και της είπε: Οι αμαρτίες σου είναι συγχωρημένες. 49 Και οι συγκαθήμενοι στο τραπέζι άρχισαν να λένε μέσα τους: Ποιος είναι αυτός που συγχωρεί και αμαρτίες; 50 Και στη γυναίκα είπε: Η πίστη σου σε έσωσε πήγαινε σε ειρήνη. ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ Μερικές γυναίκες, που υπηρετούσαν τον Ιησού 1 ΚΑΙ ύστερα απ' αυτά, αυτός περνούσε μέσα από κάθε πόλη και κωμόπολη, κηρύττοντας και φέρνοντας το χαρμόσυνο άγγελμα για τη βασιλεία τού Θεού και οι δώδεκα ήσαν μαζί του 2 και μερικές γυναίκες, που είχαν θεραπευθεί από πονηρά πνεύματα και ασθένειες, η Μαρία, που λεγόταν Μαγδαληνή, από την οποία είχαν βγει επτά δαιμόνια, 3 και η Ιωάννα, η γυναίκα τού Χουζά, του επιτρόπου τού Ηρώδη, και η Σουσάννα, και πολλές άλλες, που τον υπηρετούσαν από τα υπάρχοντά τους. Η παραβολή τού σπορέα 4 Και επειδή ένα μεγάλο πλήθος έτρεχε κοντά του και έρχονταν σ' αυτόν από κάθε πόλη, είπε με παραβολή: 5 Βγήκε εκείνος που σπέρνει για να σπείρει τον σπόρο του και ενώ έσπερνε, άλλο μεν έπεσε κοντά στον δρόμο, και καταπατήθηκε, και τα πουλιά τού ουρανού το κατέφαγαν. 6 Και άλλο έπεσε επάνω στην πέτρα, και ενώ βλάστησε, ξεράθηκε, επειδή δεν είχε ικμάδα. 7 Και άλλο έπεσε ανάμεσα στα αγκάθια, και καθώς τα αγκάθια φύτρωσαν μαζί, το έπνιξαν ολοκληρωτικά. 8 Και άλλο έπεσε επάνω στην καλή γη, και όταν βλάστησε, έκανε εκατονταπλάσιο καρπό. Λέγοντας αυτά, φώναζε: 'Οποιος έχει αυτιά για να ακούει, ας ακούει. Η σημασία τής παραβολής τού σπορέα 9 Και οι μαθητές του τον ρωτούσαν, λέγοντας: Τι σημαίνει αυτή η παραβολή; 10 Και εκείνος είπε: Σε σας δόθηκε να γνωρίσετε τα μυστήρια της βασιλείας τού Θεού στους υπόλοιπους, όμως, με παραβολές, για να μη βλέπουν ενώ βλέπουν, και να μη καταλαβαίνουν ενώ ακούν. 11 Αυτή δε η παραβολή σημαίνει: Ο σπόρος είναι ο λόγος τού Θεού 12 και εκείνοι που σπέρνονται κοντά στον δρόμο είναι αυτοί που ακούν έπειτα, έρχεται ο διάβολος, και αφαιρεί τον λόγο από την καρδιά τους, για να μη πιστέψουν και σωθούν. 13 Εκείνοι δε που σπέρνονται επάνω στην πέτρα, είναι αυτοί που, όταν ακούσουν, δέχονται τον λόγο με χαρά κι αυτοί δεν έχουν ρίζα οι οποίοι πιστεύουν για λίγο, και σε καιρό πειρασμού αποστατούν. 14 Εκείνο δε που έπεσε στα αγκάθια, αυτοί είναι εκείνοι που άκουσαν, και από μέριμνες και πλούτο και ηδονές τής ζωής, πηγαίνουν, και συμπνίγονται, και δεν φτάνουν στον καρπό. 15 Ενώ εκείνοι στην καλή γη, αυτοί είναι εκείνοι, που, ενώ άκουσαν τον λόγο, τον κρατούν σε καλή και αγαθή καρδιά, και καρποφορούν με υπομονή. 'Οταν το λυχνάρι ανάψει 16 Και κανένας, ο οποίος έχει ανάψει ένα λυχνάρι, δεν το σκεπάζει με ένα σκεύος ή το βάζει κάτω από το κρεβάτι αλλά, το βάζει επάνω στον λυχνοστάτη, για να βλέπουν το φως αυτοί που μπαίνουν μέσα. 17 Επειδή, δεν υπάρχει κάτι κρυφό, που δεν θα γίνει φανερό ούτε κάτι κρυμμένο, που δεν θα γίνει γνωστό, και δεν θάρθει στο φανερό. 18 Προσέχετε, λοιπόν, πώς ακούτε επειδή, όποιος έχει, θα του δοθεί και όποιος δεν έχει, και εκείνο που νομίζει ότι έχει, θα του αφαιρεθεί. Η μητέρα και οι αδελφοί τού Ιησού 19 Και ήρθαν σ' αυτόν η μητέρα του και οι αδελφοί του, και δεν μπορούσαν να τον πλησιάσουν εξαιτίας τού πλήθους. 20 Και του αναγγέλθηκε από μερικούς, λέγοντας: Η μητέρα σου και οι αδελφοί σου στέκονται έξω, θέλοντας να σε δουν. 21 Και εκείνος, απαντώντας, είπε σ' αυτούς: Μητέρα μου και αδελφοί μου είναι αυτοί, που ακούν τον λόγο τού Θεού και τον εκτελούν. Ο Ιησούς καταπαύει την τρικυμία 22 ΚΑΙ σε μια από τις ημέρες εκείνες μπήκε μέσα σε ένα πλοίο αυτός και οι μαθητές του και τους είπε: Ας περάσουμε στην αντίπερα πλευρά τής λίμνης. Και σηκώθηκαν. 23 Και ενώ έπλεαν, αποκοιμήθηκε. Και στη λίμνη κατέβηκε ένας ανεμοστρόβιλος και το πλοίο γέμιζε, και κινδύνευαν. 24 Και αφού ήρθαν κοντά του, τον ξύπνησαν, λέγοντας: Κύριε, Κύριε, χανόμαστε. Και εκείνος, αφού σηκώθηκε, επιτίμησε τον άνεμο και την ταραχή τού νερού και σταμάτησαν, και έγινε γαλήνη. 25 Και τους είπε: Πού είναι η πίστη σας; Και ενώ φοβήθηκαν, θαύμασαν, λέγοντας αναμεταξύ τους: Ποιος είναι, λοιπόν, αυτός που και τους ανέμους προστάζει, και το νερό, και υπακούν σ' αυτόν. Ο δαιμονιζόμενος των Γαδαρηνών θεραπεύεται 26 Και κατέπλευσαν στη χώρα των Γαδαρηνών, που είναι αντίπερα από τη Γαλιλαία. 27 Και καθώς βγήκε έξω στη γη, τον συνάντησε ένας άνθρωπος από την πόλη, που από πολλά χρόνια είχε δαιμόνια, και δεν ντυνόταν με ιμάτιο, και σε σπίτι δεν έμενε, αλλά έμενε στα μνήματα. 28 Και καθώς είδε τον Ιησού, φώναξε δυνατά και έπεσε μπροστά του, και, με δυνατή φωνή, είπε: Τι είναι ανάμεσα σε μένα και σε σένα, Ιησού, Υιέ τού 'Υψιστου Θεού; Σε παρακαλώ, μη με βασανίσεις. 29 Για τον λόγο ότι, πρόσταξε στο ακάθαρτο πνεύμα να βγει από τον άνθρωπο επειδή, πριν πολλά χρόνια τον είχε συναρπάξει, και τον έδεναν με αλυσίδες, και τον φύλαγαν με ποδόδεσμα και διασπάζοντας τα δεσμά φερόταν από το δαιμόνιο στις ερημιές. 30 Και ο Ιησούς τον ρώτησε, λέγοντας: Τι είναι το όνομά σου; Και εκείνος είπε: Λεγεώνα επειδή, πολλά δαιμόνια είχαν μπει μέσα σ' αυτόν. 31 Και τον παρακαλούσαν να μη τα προστάξει να αναχωρήσουν προς την άβυσσο. 32 Και ήταν εκεί μια αγέλη από πολλά γουρούνια, που έβοσκαν στο βουνό και τον παρακαλούσαν να τους επιτρέψει να μπουν μέσα σ' εκείνα και τους το επέτρεψε. 33 Και τα δαιμόνια, βγαίνοντας από τον άνθρωπο, μπήκαν μέσα στα γουρούνια και η αγέλη όρμησε προς τον γκρεμό στη λίμνη, και πνίγηκε. 34 Και οι βοσκοί βλέποντας το συμβάν, έφυγαν και καθώς αναχώρησαν, το ανήγγειλαν στην πόλη και στα χωράφια. 35 Και βγήκαν για να δουν το γεγονός και ήρθαν στον Ιησού, και βρήκαν τον άνθρωπο, από τον οποίο είχαν βγει τα δαιμόνια, να κάθεται κοντά στα πόδια τού Ιησού, ντυμένον και να είναι στα λογικά του και φοβήθηκαν. 36 Τους διηγήθηκαν μάλιστα και εκείνοι που είδαν, πώς σώθηκε ο δαιμονιζόμενος. 37 Και ολόκληρο το πλήθος τής χώρας των Γαδαρηνών τον παρακάλεσαν να αναχωρήσει απ' αυτούς, επειδή κατέχονταν από μεγάλον φόβο κι αυτός, μπαίνοντας μέσα στο πλοίο, επέστρεψε. 38 Και ο άνθρωπος από τον οποίο είχαν βγει τα δαιμόνια, τον παρακαλούσε να είναι μαζί του ο Ιησούς, όμως, τον απέλυσε, λέγοντας: 39 Επίστρεψε στην οικογένειά σου, και να διηγείσαι όσα έκανε σε σένα ο Θεός. Και αναχώρησε κηρύττοντας σε ολόκληρη την πόλη όσα έκανε σ' αυτόν ο Ιησούς. Η θεραπεία τής κόρης τού Ιαείρου και της αιμορροούσας γυναίκας 40 Και όταν ο Ιησούς επέστρεψε, τον υποδέχθηκε το πλήθος επειδή, όλοι βρίσκονταν εκεί περιμένοντας αυτόν. 41 Και ξάφνου, ήρθε ένας άνθρωπος, με το όνομα Ιάειρος, που ήταν άρχοντας της συναγωγής, και πέφτοντας στα πόδια τού Ιησού, τον παρακαλούσε να μπει μέσα στο σπίτι του 42 επειδή, είχε μια μονογενή θυγατέρα, περίπου δώδεκα χρόνων, κι αυτή πέθαινε. Και ενώ πορευόταν, τα πλήθη τον συμπίεζαν. 43 Και μια γυναίκα, που για δώδεκα χρόνια είχε αιμορραγία, η οποία δαπάνησε σε γιατρούς ολόκληρη την περιουσία της, δεν μπόρεσε να θεραπευθεί από κανέναν, 44 καθώς πλησίασε από πίσω, άγγιξε την άκρη τού ιματίου του κι αμέσως σταμάτησε η αιμορραγία της. 45 Και ο Ιησούς είπε: Ποιος με άγγιξε; Και ενώ όλοι αρνούνταν, είπε ο Πέτρος, και εκείνοι που ήσαν μαζί του: Κύριε, τα πλήθη σε συμπιέζουν, και σε συνθλίβουν, και λες: Ποιος με άγγιξε; 46 Και ο Ιησούς είπε: Κάποιος με άγγιξε επειδή, εγώ κατάλαβα ότι δύναμη βγήκε από μένα. 47 Και η γυναίκα, όταν είδε ότι δεν κρύφτηκε, ήρθε τρέμοντας, και πέφτοντας μπροστά του, ανήγγειλε σ' αυτόν μπροστά σε ολόκληρο τον λαό για ποια αιτία τον άγγιξε, και ότι αμέσως γιατρεύτηκε. 48 Και εκείνος τής είπε: Θυγατέρα μου, έχε θάρρος, η πίστη σου σε έσωσε πήγαινε σε ειρήνη. 49 Και ενώ ακόμα μιλούσε, έρχεται κάποιος από τον αρχισυνάγωγο, λέγοντάς του ότι: Η θυγατέρα σου πέθανε μη ενοχλείς τον δάσκαλο. 50 Και ο Ιησούς, ακούγοντας, απάντησε σ' αυτόν, λέγοντας: Μη φοβάσαι μόνον πίστευε, και θα σωθεί. 51 Και όταν μπήκε μέσα στο σπίτι, δεν άφησε κανέναν να μπει μέσα, παρά μονάχα τον Πέτρο και τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, και τον πατέρα τής κόρης και τη μητέρα. 52 Και όλοι έκλαιγαν, και τη θρηνούσαν. Και εκείνος είπε: Μη κλαίτε δεν πέθανε, αλλά κοιμάται. 53 Και γελούσαν γι' αυτόν ειρωνικά, ξέροντας ότι είχε πεθάνει. 54 Εκείνος, όμως, αφού τους έβγαλε όλους έξω, και πιάνοντας το χέρι της, φώναξε, λέγοντας: Κοριτσάκι, σήκω επάνω. 55 Και το πνεύμα της επέστρεψε, και αναστήθηκε αμέσως και πρόσταξε να της δοθεί να φάει. 56 Και οι γονείς της εκπλάγηκαν και εκείνος παρήγγειλε σ' αυτούς, να μη πουν το γεγονός σε κανέναν. ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΕΦΑΛΑΙO : 9ο Οι δώδεκα μαθητές αποστέλλονται με ειδική αποστολή 1 ΚΑΙ ΑΦΟΥ συγκάλεσε τους δώδεκα μαθητές του, τους έδωσε δύναμη και εξουσία ενάντια σε όλα τα δαιμόνια, και να θεραπεύουν αρρώστιες. 2 Και τους έστειλε για να κηρύττουν τη βασιλεία τού Θεού και να γιατρεύουν εκείνους που ασθενούν. 3 Και τους είπε: Μη κρατάτε τίποτε στον δρόμο, ούτε ράβδους ούτε ταγάρι ούτε ψωμί ούτε ασήμι ούτε να έχετε από δύο χιτώνες. 4 Και μέσα σε όποιο σπίτι μπείτε, εκεί να μένετε, και από εκεί να αναχωρείτε. 5 Και όσοι δεν σας δεχθούν, καθώς αναχωρείτε από εκείνη την πόλη, αποτινάξτε και τη σκόνη από τα πόδια σας, ως μαρτυρία εναντίον τους. 6 Και όταν βγήκαν, διέρχονταν από κωμόπολη σε κωμόπολη, κηρύττοντας το ευαγγέλιο και θεραπεύοντας παντού. Ο Ηρώδης βρίσκεται σε απορία 7 Και ο τετράρχης Ηρώδης άκουσε όλα όσα γίνονταν απ' αυτόν και απορούσε, επειδή λεγόταν από κάποιους ότι ο Ιωάννης αναστήθηκε από τους νεκρούς 8 από άλλους, μάλιστα, ότι φάνηκε ο Ηλίας και από άλλους, ότι αναστήθηκε ένας από τους αρχαίους προφήτες. 9 Και ο Ηρώδης είπε: Τον Ιωάννη τον αποκεφάλισα εγώ αυτός, όμως, ποιος είναι, για τον οποίο εγώ ακούω τέτοια πράγματα; Και ζητούσε να τον δει. Πέντε ψωμιά και δύο ψάρια χορταίνουν χιλιάδες 10 Και όταν οι απόστολοι επέστρεψαν, του διηγήθηκαν όσα έπραξαν και αφού τούς πήρε μαζί του, αποσύρθηκε κατ' ιδίαν σε έναν ερημικό τόπο κάποιας πόλης, που ονομαζόταν Βηθσαϊδά. 11 Και όταν τα πλήθη το κατάλαβαν, τον ακολούθησαν και καθώς τους δέχθηκε, τους μιλούσε για τη βασιλεία τού Θεού, και εκείνους που είχαν ανάγκη από θεραπεία, τους γιάτρευε. 12 Και η ημέρα άρχισε να τελειώνει και καθώς τον πλησίασαν οι δώδεκα τού είπαν: Απόλυσε το πλήθος, για να πάνε στις γύρω κωμοπόλεις και τα χωράφια, και να βρουν καταλύματα, και να βρουν τροφές επειδή, εδώ είμαστε σε ερημικό τόπο. 13 Και εκείνος είπε σ' αυτούς: Δώστε τους εσείς να φάνε. Και εκείνοι είπαν: Εμείς δεν έχουμε περισσότερα από πέντε ψωμιά και δύο ψάρια, εκτός αν πάμε εμείς και αγοράσουμε τροφές για ολόκληρο τούτο τον λαό. 14 Επειδή, ήσαν περίπου 5.000 άνδρες. Και είπε στους μαθητές του: Βάλτε τους να καθήσουν κατά ομάδες ανά 50. 15 Και έκαναν έτσι, και έβαλαν όλους να καθήσουν. 16 Και παίρνοντας τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια, κοίταξε ψηλά στον ουρανό, και τα ευλόγησε, και τα έκοψε σε κομμάτια, και έδινε στους μαθητές να τα βάζουν μπροστά στο πλήθος. 17 Και έφαγαν, και χόρτασαν όλοι και σήκωσαν εκείνο που περίσσεψε από τα κομμάτια, δώδεκα κοφίνια. Ο Πέτρος ομολογεί δημόσια τον Ιησού ως τον Χριστό 18 ΚΑΙ ενώ αυτός προσευχόταν κατ' ιδίαν, ήσαν μαζί του και οι μαθητές και τους ρώτησε, λέγοντας: Για ποιον με λένε τα πλήθη ότι είμαι; 19 Και εκείνοι, απαντώντας, είπαν: Για τον Βαπτιστή Ιωάννη άλλοι για τον Ηλία και άλλοι, ότι αναστήθηκε κάποιος από τους αρχαίους προφήτες. 20 Και τους είπε: Εσείς, όμως, για ποιον με λέτε ότι είμαι; Και απαντώντας ο Πέτρος είπε: ^Για^ τον Χριστό τού Θεού. Πρώτη προαναγγελία τού Ιησού για τον Θάνατό Του και την Ανάστασή Του 21 Και τους πρόσταξε με αυστηρότητα, και παρήγγειλε να μη το πουν σε κανέναν, 22 λέγοντας ότι: Ο Υιός τού ανθρώπου πρέπει πολλά να πάθει, και να καταφρονηθεί από τους πρεσβύτερους και αρχιερείς και γραμματείς, και να θανατωθεί, και κατά την τρίτη ημέρα να αναστηθεί. Οι όροι τού Ιησού για όσους Τον ακολουθούν 23 Και έλεγε σε όλους: Αν κάποιος θέλει νάρθει πίσω μου, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, και ας σηκώσει τον σταυρό του, καθημερινά, και ας με ακολουθεί. 24 Επειδή, όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του, θα τη χάσει και όποιος χάσει τη ζωή του εξαιτίας μου, αυτός θα τη σώσει. 25 Επειδή, τι ωφελείται ο άνθρωπος αν κερδήσει ολόκληρο τον κόσμο, χάσει όμως τον εαυτό του ή ζημιωθεί; 26 Επειδή, όποιος ντραπεί για μένα και τα λόγια μου, γι' αυτόν ο Υιός τού ανθρώπου θα ντραπεί, όταν έρθει μέσα στη δόξα του και του Πατέρα του και των αγίων αγγέλων. 27 Μάλιστα, σας διαβεβαιώνω: Υπάρχουν μερικοί απ' αυτούς που στέκονται εδώ, οι οποίοι δεν θα γευτούν θάνατο, μέχρις ότου δουν τη βασιλεία τού Θεού. Ο Ιησούς μεταμορφώνεται επάνω στο βουνό 28 Και μετά τα λόγια αυτά, πέρασαν περίπου οκτώ ημέρες, και παίρνοντας μαζί του τον Πέτρο, και τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο, ανέβηκε στο βουνό για να προσευχηθεί. 29 Και ενώ προσευχόταν, αλλοιώθηκε η όψη τού προσώπου του, και τα ιμάτιά του έγιναν λευκά που άστραφταν. 30 Και ξάφνου, δύο άνδρες συνομιλούσαν μαζί του, οι οποίοι ήσαν ο Μωυσής και ο Ηλίας 31 οι οποίοι, καθώς φάνηκαν με δόξα, έλεγαν τον θάνατό του, που επρόκειτο να εκπληρώσει στην Ιερουσαλήμ. 32 Και ο Πέτρος κι αυτοί που ήσαν μαζί του ήσαν καταβαρημένοι από τον ύπνο και όταν ξύπνησαν, είδαν τη δόξα του, και τους δύο άνδρες να στέκονται μαζί του. 33 Και ενώ αυτοί αποχωρίζονταν απ' αυτόν, ο Πέτρος είπε στον Ιησού: Κύριε, είναι καλό να είμαστε εδώ και ας κάνουμε τρεις σκηνές, μία για σένα, και μία για τον Μωυσή, και μία για τον Ηλία μη γνωρίζοντας τι λέει. 34 Και ενώ αυτός έλεγε αυτά, ήρθε μια νεφέλη, και τους επισκίασε και όταν μπήκαν μέσα στη νεφέλη, φοβήθηκαν. 35 Και έγινε φωνή από τη νεφέλη, που έλεγε: Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός αυτόν να ακούτε. 36 Και αφού έγινε η φωνή, βρέθηκε ο Ιησούς μόνος. Κι αυτοί σιώπησαν, και από όσα είδαν δεν είπαν κατά τις ημέρες εκείνες τίποτε, σε κανέναν. Η θεραπεία τού δαιμονιζόμενου νέου 37 Και την επόμενη ημέρα, όταν κατέβηκαν από το βουνό, τον συνάντησε ένα μεγάλο πλήθος. 38 Και ξάφνου, ένας άνθρωπος φώναξε δυνατά μέσα από το πλήθος, λέγοντας: Δάσκαλε, σε παρακαλώ, επίβλεψε επάνω στον γιο μου, επειδή μού είναι μονογενής. 39 Και δες, τον πιάνει ένα δαιμόνιο, και ξαφνικά φωνάζει δυνατά, και τον σπαράζει, μαζί με αφρό, και δύσκολα αναχωρεί απ' αυτόν, συντρίβοντάς τον. 40 Και παρακάλεσα τους μαθητές σου για να το βγάλουν, και δεν μπόρεσαν. 41 Και ο Ιησούς, απαντώντας, είπε: Ω, άπιστη και διεστραμμένη γενεά, μέχρι πότε θα είμαι μαζί σας, και θα σας υπομένω; Φέρε εδώ τον γιο σου. 42 Και ενώ αυτός ακόμα προσερχόταν, το δαιμόνιο τον έρριξε κάτω, και τον κατασπάραξε. Και ο Ιησούς επιτίμησε το ακάθαρτο πνεύμα, και γιάτρεψε το παιδί, και το απέδωσε στον πατέρα του. Δεύτερη προαναγγελία τού Ιησού για τον Θάνατό Του 43 Και εκπλήττονταν όλοι για τη μεγαλειότητα του Θεού. Και ενώ όλοι θαύμαζαν για όλα όσα έκανε ο Ιησούς, είπε στους μαθητές του: 44 Εσείς βάλτε στα αυτιά σας αυτά τα λόγια επειδή, ο Υιός τού ανθρώπου πρόκειται να παραδοθεί σε χέρια ανθρώπων. 45 Εκείνοι, όμως, δεν καταλάβαιναν αυτό τον λόγο, και ήταν κρυμμένος απ' αυτούς, για να μη τον καταλάβουν και φοβόνταν να τον ρωτήσουν τι σημαίνει αυτός ο λόγος. Τάχα, ποιος είναι ο μεγαλύτερος; 46 Και μπήκε μέσα τους ένας συλλογισμός, ποιος τάχα απ' αυτούς ήταν ο μεγαλύτερος. 47 Και ο Ιησούς, καθώς είδε τον συλλογισμό τής καρδιάς τους, έπιασε ένα παιδί, και το έστησε κοντά του 48 και τους είπε: 'Οποιος δεχθεί αυτό το παιδί στο όνομά μου, δέχεται εμένα και όποιος δεχθεί εμένα, δέχεται αυτόν που με απέστειλε επειδή, αυτός που είναι μικρότερος ανάμεσα σε όλους εσάς, αυτός θα είναι μεγάλος. 49 Και ο Ιωάννης, απαντώντας, είπε: Κύριε, είδαμε κάποιον να βγάζει δαιμόνια στο όνομά σου και τον εμποδίσαμε, επειδή δεν ακολουθεί μαζί μας. 50 Και ο Ιησούς είπε σ' αυτόν: Μη εμποδίζετε επειδή, όποιος δεν είναι εναντίον μας, είναι μαζί μας. Ο Ιησούς πορεύεται για την Ιερουσαλήμ. Οι Σαμαρείτες αρνούνται να Τον δεχθούν 51 ΚΑΙ όταν συμπληρώνονταν οι ημέρες για να αναληφθεί, τότε αυτός έκανε στερεή απόφαση να πάει στην Ιερουσαλήμ. 52 Και έστειλε μπροστά του μηνυτές, οι οποίοι, καθώς πορεύτηκαν, μπήκαν σε μια κωμόπολη των Σαμαρειτών, για να κάνουν ετοιμασία γι' αυτόν. 53 Και δεν τον δέχθηκαν, επειδή φαινόταν ότι πορεύεται στην Ιερουσαλήμ. 54 Και οι μαθητές του, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, βλέποντας είπαν: Κύριε, θέλεις να πούμε να κατέβει φωτιά από τον ουρανό, και να τους αφανίσει, όπως έκανε και ο Ηλίας; 55 Και αφού στράφηκε, τους επέπληξε, και είπε: Δεν ξέρετε τίνος πνεύματος είστε εσείς 56 επειδή, ο Υιός τού ανθρώπου δεν ήρθε για να απολέσει ψυχές ανθρώπων, αλλά για να σώσει. Και πήγαν σε μια άλλη κωμόπολη. Η γνήσια μαθητεία 57 Και ενώ πορεύονταν, κάποιος καθ' οδόν τού είπε: Θα σε ακολουθήσω, Κύριε, όπου κι αν πας. 58 Και ο Ιησούς είπε σ' αυτόν: Οι αλεπούδες έχουν φωλιές, και τα πουλιά τού ουρανού κατοικίες ο Υιός τού ανθρώπου, όμως, δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι. 59 Και σε έναν άλλον είπε: Ακολούθα με. Και εκείνος είπε: Κύριε, επίτρεψέ μου να πάω πρώτα να θάψω τον πατέρα μου. 60 Και ο Ιησούς είπε σ' αυτόν: 'Αφησε τους νεκρούς να θάψουν τους δικούς τους νεκρούς εσύ, όμως, αφού αναχωρήσεις, κήρυττε τη βασιλεία τού Θεού. 61 Και ένας άλλος είπε: Κύριε, θα σε ακολουθήσω πρώτα, όμως, επίτρεψέ μου να αποχαιρετήσω αυτούς που είναι στην οικογένειά μου. 62 Και ο Ιησούς είπε σ' αυτόν: Κανένας, που έχει βάλει το χέρι του επάνω σε άροτρο, και βλέπει προς τα πίσω, δεν είναι κατάλληλος για τη βασιλεία τού Θεού. ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΕΦΑΛΑΙO : 10ο 'Αλλοι 70 μαθητές αποστέλλονται με ειδική αποστολή 1 ΚΑΙ ύστερα απ' αυτά, ο Κύριος διόρισε και άλλους 70, και τους έστειλε ανά δύο πριν απ' αυτόν σε κάθε πόλη και τόπο, όπου επρόκειτο αυτός να πάει. 2 Τους έλεγε, λοιπόν: Ο μεν θερισμός είναι πολύς, οι εργάτες όμως λίγοι παρακαλέστε, λοιπόν, τον Κύριο του θερισμού να βγάλει εργάτες στον θερισμό του. 3 Πηγαίνετε δέστε, εγώ σας στέλνω σαν αρνιά ανάμεσα σε λύκους. 4 Μη βαστάζετε βαλάντιο ούτε ταγάρι ούτε υποδήματα και μη χαιρετήσετε στον δρόμο κανέναν. 5 Και μέσα σε όποιο σπίτι μπαίνετε, πρώτα να λέτε: Ειρήνη σ' αυτό το σπίτι. 6 Και αν μεν υπάρχει εκεί ένας γιος ειρήνης, η ειρήνη σας θα αναπαυθεί επάνω του ειδάλλως, θα επιστρέψει σε σας. 7 Και σ' αυτό το σπίτι να μένετε, τρώγοντας και πίνοντας αυτά που σας δίνονται απ' αυτούς επειδή, ο εργάτης είναι άξιος του μισθού του μη πηγαίνετε από σπίτι σε σπίτι. 8 Και μέσα σε όποια πόλη μπαίνετε, και σας δέχονται, να τρώτε αυτά που σας παραθέτουν, 9 και να θεραπεύετε τους ασθενείς, που είναι μέσα σ' αυτή, και να τους λέτε: Πλησίασε σε σας η βασιλεία τού Θεού. 10 Μέσα σε όποια πόλη, όμως, μπαίνετε, και δεν σας δέχονται, αφού βγείτε έξω στις πλατείες της, να πείτε: 11 Και τη σκόνη που κόλλησε σε μας από την πόλη σας την αποτινάζουμε σε σας όμως, να γνωρίζετε τούτο, ότι πλησίασε σε σας η βασιλεία τού Θεού. 12 Και σας λέω, ότι κατά την ημέρα εκείνη ελαφρότερη θα είναι η τιμωρία στα Σόδομα, παρά σ' εκείνη την πόλη. Τα <<Ουαί>> τού Ιησού προς τους αμετανόητους 13 Αλλοίμονο σε σένα, Χοραζίν αλλοίμονο σε σένα, Βηθσαϊδά επειδή, αν τα θαύματα, που έγιναν ανάμεσά σας, γίνονταν στην Τύρο και στη Σιδώνα, πριν από πολύ καιρό θα μετανοούσαν, καθισμένες με σάκο και στάχτη. 14 'Ομως, στην Τύρο και στη Σιδώνα ελαφρότερη θα είναι η τιμωρία στην κρίση, παρά σε σας. 15 Και εσένα, Καπερναούμ, που υψώθηκες μέχρι τον ουρανό, θα σε κατεβάσουν μέχρι τον άδη. 16 'Οποιος ακούει εσάς, ακούει εμένα και όποιος αθετεί εσάς, αθετεί εμένα και εκείνος που αθετεί εμένα, αθετεί αυτόν που με απέστειλε. Η επιστροφή των 70 μαθητών 17 Και οι 70 επέστρεψαν με χαρά, λέγοντας: Κύριε, και τα δαιμόνια υποτάσσονται σε μας στο όνομά σου. 18 Και τους είπε: 'Εβλεπα τον σατανά που έπεσε από τον ουρανό σαν αστραπή. 19 Δέστε, σας δίνω εξουσία στο να πατάτε επάνω σε φίδια και σκορπιούς, κι επάνω σε όλη τη δύναμη του εχθρού και τίποτε δεν θα σας βλάψει. 20 Εντούτοις, μη χαίρεστε σ' αυτό, ότι τα πνεύματα υποτάσσονται σε σας αλλά, να χαίρεστε περισσότερο ότι, τα ονόματά σας γράφτηκαν στους ουρανούς. Αγαλλίαση και ευχαριστία τού Ιησού 21 Την ίδια εκείνη ώρα, ο Ιησούς ένιωσε αγαλλίαση στο πνεύμα του, και είπε: Σ' ευχαριστώ, Πατέρα, Κύριε του ουρανού και της γης, ότι τα απέκρυψες αυτά από σοφούς και συνετούς, και τα αποκάλυψες σε νήπια ναι, ω Πατέρα, επειδή έτσι έγινε αρεστό μπροστά σου. 22 'Ολα παραδόθηκαν σε μένα από τον Πατέρα μου και κανένας δεν γνωρίζει ποιος είναι ο Υιός, παρά μονάχα ο Πατέρας και ποιος είναι ο Πατέρας, παρά μονάχα ο Υιός, και σε όποιον ο Υιός θέλει να τον αποκαλύψει. 23 Και αφού στράφηκε στους μαθητές, τους είπε ιδιαιτέρως: Μακάρια τα μάτια σας που βλέπουν όσα βλέπετε. 24 Επειδή, σας λέω ότι, πολλοί προφήτες και βασιλιάδες επιθύμησαν να δουν όσα εσείς βλέπετε, και δεν είδαν και να ακούσουν όσα εσείς ακούτε, και δεν άκουσαν. Ο νομικός για την απόκτηση της αιώνιας ζωής 25 Και ξάφνου, κάποιος νομικός σηκώθηκε, πειράζοντάς τον, και λέγοντας: Δάσκαλε, τι θα μπορούσα να πράξω για να κληρονομήσω αιώνια ζωή; 26 Και εκείνος είπε σ' αυτόν: Τι είναι γραμμένο μέσα στον νόμο; Πώς διαβάζεις; 27 Κι αυτός απάντησε: <<Θα αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου με όλη την καρδιά σου, και με όλη την ψυχή σου, και με όλη τη δύναμή σου, και με όλη τη διάνοιά σου>> και <<τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου>>. 28 Και του είπε: Σωστά απάντησες αυτό κάνε, και θα ζήσεις. 29 Εκείνος, όμως, θέλοντας να δικαιώσει τον εαυτό του, είπε στον Ιησού: Και ποιος είναι ο πλησίον μου; Η παραβολή τού Καλού Σαμαρείτη 30 Και ο Ιησούς, απαντώντας, είπε: 'Ενας άνθρωπος κατέβαινε από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ, και έπεσε ανάμεσα σε ληστές οι οποίοι, αφού τον γύμνωσαν, και τον καταπλήγωσαν, αναχώρησαν, αφήνοντάς τον μισοπεθαμένο. 31 Και κατά σύμπτωση, ένας ιερέας κατέβαινε διαμέσου εκείνου τού δρόμου και όταν τον είδε, πέρασε από το άλλο μέρος. 32 Παρόμοια μάλιστα και ένας Λευίτης, όταν έφτασε στον τόπο, αφού ήρθε και είδε, πέρασε από το άλλο μέρος. 33 Κάποιος Σαμαρείτης, όμως, που οδοιπορούσε, ήρθε στον τόπο όπου βρισκόταν, και μόλις τον είδε, τον σπλαχνίστηκε 34 και όταν πλησίασε, έδεσε τις πληγές του, χύνοντας επάνω τους λάδι και κρασί και αφού τον ανέβασε επάνω στο κτήνος του, τον έφερε σε ένα πανδοχείο, και τον περιποιήθηκε. 35 Και την επόμενη ημέρα, όταν αναχωρούσε, βγάζοντας δύο δηνάρια, τα έδωσε στον ξενοδόχο, και του είπε: Περιποιήσου τον και ό,τι αν δαπανήσεις επιπλέον, εγώ, όταν επανέλθω, θα σου το αποδώσω. 36 Ποιος, λοιπόν, απ' αυτούς τους τρεις σού φαίνεται ότι έγινε πλησίον εκείνου που έπεσε στους ληστές; 37 Και εκείνος είπε: Αυτός που έκανε σ' αυτόν έλεος. Του είπε, λοιπόν, ο Ιησούς: Πήγαινε, και κάνε κι εσύ παρόμοια. Στην κωμόπολη της Μάρθας και της Μαρίας 38 Και ενώ αναχωρούσαν, αυτός μπήκε μέσα σε κάποια κωμόπολη και μια γυναίκα, που ονομαζόταν Μάρθα, τον υποδέχθηκε στο σπίτι της. 39 Κι αυτή είχε μια αδελφή, που την έλεγαν Μαρία, η οποία αφού κάθησε στα πόδια τού Ιησού, άκουγε τον λόγο του. 40 Η Μάρθα, όμως, καταγινόταν σε πολλή υπηρεσία και όταν ήρθε μπροστά του, είπε: Κύριε, δεν σε μέλει ότι η αδελφή μου με άφησε μόνη να υπηρετώ; Πες της, λοιπόν, να με βοηθήσει. 41 Και απαντώντας ο Ιησούς είπε σ' αυτήν: Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και αγωνίζεσαι για πολλά 42 εντούτοις, για ένα υπάρχει ανάγκη η Μαρία, όμως, διάλεξε την αγαθή μερίδα, η οποία δεν θα αφαιρεθεί απ' αυτήν. |