ΦΥΛΕΣ |
Η Βαβυλώνα βρισκόταν στη νότια Μεσοποταμία δίπλα στον ποταμό Ευφράτη. Ιδρύθηκε πιθανόν κατά την 3η π.Χ. χιλιετηρίδα (Γένεση 10:10), πρωτεύουσα της ήταν η Βαβυλώνα. Η χώρα της Βαβυλώνας στην αρχή ονομαζόταν Σενναάρ (Γένεση 10:10, 11:12, Ησαΐας 11:11), καθώς επίσης και "γη των Χαλδαίων" (Ιερεμίας 24:5, Ιεζεκιήλ 12:13). Γνωστά ονόματα της Βαβυλώνας ήταν και τα Βαβέλ, Βαβυλών και Χαλδαία. Το Βαβυλωνιακό κράτος όπως αναφέρει η Αγία Γραφή, δημιουργήθηκε από τον Νεβρώδ ή Νεμρώδ (Γένεση 10:10), γιο του Χους και εγγονό του Χαμ. Περιελάμβανε τις πόλεις Αχάδ, Ερέχ και Χαλνέκ (Χαλνή). Η ίδρυση της μεγάλης αυτοκρατορίας οφείλεται κυρίως στο Χαμμουραμπί (1792-1750 π.Χ.), στην εποχή του οποίου τα όριά της απλώνονταν από το Περσικό κόλπο μέχρι τα μέσα του Ευφράτη και του Άνω Τίγρη. Ο γνωστός κώδικας του Χαμμουραμπί αποτελεί μοναδικό νομικό έργο του αρχαίου κόσμου. Μετά το θάνατο του Χαμμουραμπί η αυτοκρατορία άρχισε να χάνει την αίγλη της. Από τον 10 π.Χ. αιώνα η Βαβυλωνία υπήρξε υποτελής στην Ασσυρία, η οποία επί βασιλείας Θελγάρ-φελασάρ (Τιγλάθ-Πιλέσερ) ή Φουλ (Β' Βασιλέων 15:19, Α' Χρονικών 5:26) την κατέκτησε ολοσχερώς. Το 612 π.Χ. οι Βαβυλώνιοι κατακτούν τη Νινευή και υποδουλώνουν την Ασσυρία. Από το 612-539 π.Χ. η νέο-Βαβυλωνιακή ή Χαλδαϊκή δυναστεία κυριαρχεί στη δυτική Ασία. Την εποχή αυτή η αυτοκρατορία βρίσκει την παλαιά της δύναμη και αίγλη με βασιλείς τους Ναβουχοδονόσορ (604-562 π.Χ.), Αμείλ-Μαρδούκ (561-560 π.Χ.) ή Ευείλ-Μερωδάχ σύμφωνα με τη Βίβλο, Νεργάλ-σαρ-ουσάρ (559-556 π.Χ.) ή Νεργάλσαρεσέρ (βιβλικά) ή Νεριγλισσάρ (ελληνικά). Επί εποχής Ναβουχοδονόσορ, το 597 π.Χ. οι Βαβυλώνιοι επιτιθονται εναντίον του βασιλείου του Ιούδα και ένα χρόνο αργότερα οι Ιουδαίοι μεταφέρονται αιχμάλωτοι στη Βαβυλώνα. Ο Ναβουχοδονόσορ κατέστρεψε και έκαψε την Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλέων 25:9,10) και έκαψε το Ναό (Β' Βασιλέων 25:13-17, Β' Χρονικών 36:18,19). Ακολουθεί η ανάδειξη της πόλης της Βαβυλώνας στην πιο όμορφη και πιο πλούσια πόλη του κόσμου, με τους περίφημους κρεμαστούς κήπους, και για την οποία μιλάει με θαυμασμό ο Ηρόδοτος. Μετά το θάνατό του η αυτοκρατορία παρακμάζει και το 539 π.Χ., επί βασιλείας Κύρου, πέφτει στα χέρια των Περσών και φονεύεται ο βασιλιάς της Βαλτάσαρ (Δανιήλ 5:30). Για την καταστροφή της, λόγω της απιστίας ο Θεός είχε προειδοποιήσει (Δανιήλ 5:18-27): θα έπεφτε στα χέρια των Μήδων και των Περσών. Ο Δαρείος διαίρεσε την Βαβυλώνα, μαζί με τη Μηδία και την Περσία σε 120 επαρχίες (Δανιήλ 6:1). Παρέμεινε δε στους Πέρσες, μέχρι την εποχή του Μ. Αλέξανδρου. Η θρησκεία των Βαβυλωνίων ήταν άκρως ειδωλολατρική (Ιερεμίας 50:38, Δανιήλ 3:18). Είδωλα θεών όπως του Βηλ, του Νεβώ, του Νεργάλ, λατρεύονταν με μεγαλοπρεπείς τελετές. Πίστευαν και εξασκούσαν τη μαγεία και τη μαντεία (Ησαΐας 47:9,12,13, Δανιήλ 2:1,2). Για το λόγο αυτό ο Θεός κατέστρεψε και εξαφάνισε ολόκληρη την Βαβυλωνιακή αυτοκρατορία. Οι προειδοποιήσεις του Θεού και καταστροφή της, περιγράφονται λεπτομερώς στο βιβλίο του Ησαΐα (13:1-22, 21:9, κεφ. 47) και Ιερεμία (κεφ. 25,50 και 51). Η Βαβυλώνα φημιζόταν για τη ναυτική (Ησαΐας 43:14), και στρατιωτική της δύναμη (Ιερεμίας 5:16), τον πλούτο της (Ιερεμίας 50:37, 51:13), το εμπόριό της (Ιεζεκιήλ 17:4), το ενδύματά της (Ιησούς του Ναυή 7:21), τη σοφία (Ησαΐας 47:10, Ιερεμίας 50:35). Η πρωτεύουσα της Βαβυλώνα περιβαλλόταν από μεγάλο τείχος (Ιερεμίας 51:53,58), ονομαζόταν ''πόλη εμπόρων'' (Ιεζεκιήλ 17:4), ''η δόξα των βασιλιάδων'' (Ησαΐας 13:19), ''το καύχημα των Χαλδαίων'' (Ησαΐας 13:19). Η Βίβλος αναφέρει για τη Βαβυλώνα πως ήταν αλαζονική (Ησαΐας 14:13,14, Ιερεμίας 50:29-32), άπληστη (Ιερεμίας 51:13), καταπιεστική (Ησαΐας 14:4), σκληρή και καταστρεπτική (Ησαΐας 14:17, Ιερεμίας 51:25, Αββακούμ 1:6,7). Φτάνει δε στο σημείο να την ονομάζει ''μητέρα των πόρνων και των βδελυγμάτων της γης'' και απεικονίζει την ειδωλολατρική Ρώμη του 1ου μ.Χ. αιώνα. Στην Αποκάλυψη, η Βαβυλώνα απεικονίζει την εκκλησία που έχει αποστατήσει (17:15-18), και η οποία θα καταστραφεί κατά τη Δεύτερη έλευση του Κυρίου (16:14, 19:17).
Οι Αιγύπτιοι είναι πανάρχαιος λαός με μεγάλη ιστορία και αξιόλογο πολιτισμό. Η Αίγυπτος βρίσκεται στη βορειοανατολική πλευρά της Αφρικής και είναι αρχαίο βασίλειο. Η αρχική ονομασία της χώρας ήταν Μιζραΐμ όνομα που πήρε από το Μιρσαΐμ, εγγονό του Νώε (Γένεση 10:6). Το μεγαλύτερο μέρος του εδάφους της αποτελείτε από έρημους. Για το λόγο αυτό το κύριο κομμάτι της χώρας βρίσκεται στην κοιλάδα του ποταμού Νείλου, ο οποίος είναι πηγή ζωής, αφού η χώρα αρδεύεται αποκλειστικά από αυτόν. Ο Νείλος καθιστούσε την χώρα εύφορη και παραγωγική, γι αυτό και στην αρχαιότητα λατρευόταν ως θεός. Τα σύνορα της αρχαίας Αιγύπτου ήταν βόρεια η Μεσόγειος θάλασσα, δυτικά η Λιβύη, νότια η Αιθιοπία και ανατολικά η Ερυθρά θάλασσα. Περιγραφή των ορίων της στη Βίβλο γίνεται από τον Ιεζεκιήλ, ο οποίος αναφέρει πως εκτείνεται από Μιγδώλ, κοντά στις εκβολές του Νείλου, μέχρι τη Συήνη και τα όρια της Αιθιοπίας (Ιεζεκιήλ 29:10, 30:6). Χωριζόταν στην Κάτω (κυρίως το Δέλτα του Νείλου) και την Άνω Αίγυπτο (η περιοχή μέχρι το Ασουάν). Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι πρώτοι κάτοικοι της, ανήκαν στην Χαμιτική φυλή (Γένεση 10:6). Η ιστορία της εμφανίζεται αμέσως μετά τον κατακλυσμό, με πρώτους κατοίκους τους απογόνους του Μιρσαΐμ. Αργότερα σε μια επιδρομή των Βαβυλωνίων, οι Σημίτες άφησαν τα ίχνη τους στη γλώσσα και τον πολιτισμό της χώρας. Η αρχική θρησκεία της χώρας ήταν η λατρεία ειδώλων και αντικειμένων που τα θεωρούσαν ιερά. Υπήρχαν τρεις τάξεις θεών: οκτώ μεγάλοι, δώδεκα μικρότεροι, και η ομάδα των θεών του Όσιρις που ήταν και ο θεός του κάτω κόσμου. Κάθε περιοχή είχε τους δικούς της θεούς. Επίσης είχαν αρκετά ιερά ζώα, όπως την αγελάδα, το βόδι, τη γάτα, τον πίθηκο και τον κροκόδειλο. Για το λόγο αυτό, μερικές από τις θεότητές τους αποτελούνταν από σώματα ανθρώπων και κεφάλια ζώων. Οι Αιγύπτιοι έδιναν μεγάλο βάρος στη μετά θάνατο ζωή, γι αυτό και φρόντιζαν τους νεκρούς τους ώστε να έχουν καλύτερη ζωή μετά θάνατον. Ο τρόπος ταρίχευσής των νεκρών αναφέρεται στο βιβλίο της Γένεσης (50:3). Σημαντικός παράγοντας της ζωής ήταν η γεωργία που εξαρτιόταν όχι τόσο από τις βροχοπτώσεις όσο από τις ετήσιες πλημμύρες του ποταμού Νείλου, που προκαλούνταν από τις καλοκαιρινές βροχές στην Αιθιοπία και καθιστούσε τις περιοχές γύρω από το ποτάμι εύφορες. Γνωστός είναι και ο πάπυρος, καλάμι που φύτρωνε στις ελώδεις περιοχές του Δέλτα του Νείλου, από του οποίου τις ίνες κατασκευαζόταν το ομώνυμο υλικό γραφής με τη μορφή φύλλων. Ο Νείλος διευκόλυνε και τις μεταφορές, ενώ από τα νερά του αλίευαν αρκετές ποσότητες ψαριών. Ο πολιτισμός των Αιγυπτίων ήταν αρκετά ανεπτυγμένος. Όταν ο Αβραάμ ήρθε σε επαφή με την Αίγυπτο, κατά την περίοδο της Μέσης Βασιλείας (περίπου 2100-1800 π.Χ.), ο πολιτισμός της αριθμούσε ήδη μια χιλιετία. Σημαντική θέση είχαν οι τέχνες ιδιαίτερα η χαρακτική και η ζωγραφική, κάτι που μαρτυρούν οι ανασκαφές με ευρήματα από τους τάφους των Αιγυπτίων. Επίσης η Αίγυπτος φημιζόταν για τη σοφία της. Αυτό το μαρτυρεί και η Καινή Διαθήκη, αναφέροντας πως ο Μωυσής διδάχτηκε τη σοφία τους (Πράξεις 7:22). Δείγμα του πολιτισμού, ήταν ακόμα και η ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών, γεγονός ασυνήθιστο για τον αρχαίο κόσμο. Στην Αγία Γραφή συναντάμε αρκετά αποσπάσματα που αναφέρονται στην Αίγυπτο και ιδιαίτερα στη σχέση με τον λαό Ισραήλ. Χαρακτηριστικά είναι τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν πριν και κατά τη έξοδο των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο, μετά από 430 παραμονής των (Έξοδος 12:40-41). Αυτό πρέπει να συνέβη κατά τη Νέα Βασιλεία (περίπου 1600-1100 π.Χ.), πιθανόν την εποχή της ένατης δυναστείας του Φαραώ Ραμσή Β' (περίπου το 1290-1224 π.Χ. και για άλλους 1279-1913 π.Χ.). Επίσης ο Αβραάμ μετέβηκε στη Αίγυπτο κατά τη διάρκεια μεγάλης πείνας (Γένεση 12:10-20). Ο Ιακώβ στα γεράματά του μετέβηκε στην Αίγυπτο για τον ίδιο λόγο (Γένεση 46:6). Ο Ιωσήφ πουλήθηκε στην Αίγυπτο (Γένεση 37:28, 39:1). Τα αρσενικά παιδιά θανατώνονται (Έξοδος 1:15-22). Ο Μωυσής γεννήθηκε στην Αίγυπτο (Έξοδος 2:3-4). Αναφέρονται επίσης, οι πληγές του Θεού στην Αίγυπτο, εξ αιτίας της σκληρότητας του Φαραώ (Έξοδος 9:14-κεφ. 10). Τα στρατεύματά της καταστράφηκαν στην Ερυθρά θάλασσα κυνηγώντας τους Ισραηλίτες (Έξοδος 14:23-28). Ο Σολομώντας παντρεύτηκε την κόρη του Φαραώ (Α' Βασιλέων 3:1). Στην Καινή Διαθήκη, ο Ιωσήφ και η Μαριάμ, κατέφυγαν στην Αίγυπτο για να αποφύγουν την οργή του Ηρώδη (Ματθαίος 2:13-15). Η Αγία Γραφή αναφέρει για την Αίγυπτο: - Ονομαζόταν γη Χαμ (Ψαλμός 105:23, 106:22), Σιώρ (Ησαΐας 23:3), Ραάβ (Ψαλμός 87:4, 89:10), χώρα δουλείας (Έξοδος 13:3,14, Δευτερονόμιο 7:8). Είχε ξηρό κλίμα (Δευτερονόμιο 11:10,11). - Φημιζόταν για: τη γονιμότητα (Γένεση 13:10, 45:18), τον πλούτο (Εβραίους 11:26), τα ωραία άλογα (Α’ Βασιλέων 10:28,29), τα ωραία λινά (Α’ Βασιλέων 10:28, Ιεζεκιήλ 27:7, Ησαΐας 19:9), και τα υφάσματα (Παροιμίες 7:16), το εμπόριο (Γένεση 41:57, Ιεζεκιήλ 27:7), τη ειδωλολατρία της (έξοδος 12:12, Ησαΐας 19:1), τη μαγεία της (Έξοδος 7:11,12,22, 8:7) - Διακυβερνιόταν από τους Φαραώ (Γένεση 12:14,15, 40:1,2, Έξοδος 1:8,22) και είχε πρίγκιπες και συμβούλους (Γένεση 12:15, Ησαΐας 19:11) - Ήταν δυνατή (Ησαΐας 30:2,3) και πλούσια χώρα (Γένεση 41:30), οι κάτοικοί της ήταν φιλόξενοι (Γένεση 47:5-6, Α' Βασιλέων 11:18), παντρεύονταν συχνά με ξένους (Γένεση 21:21, Α' Βασιλέων 3:1, 11:19, Α' Χρονικών 2:34,35), υπέφερε από λοιμό (Γένεση 41:30). Η χώρα έγινε διαδοχικά τμήμα της Περσικής, της Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Η Αραβία είναι η μεγαλύτερη χερσόνησος του κόσμου, και βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα τηςΑσίας. Τα όρία ορίζονται, ανατολικά με τον Περσικό κόλπο, νότια με τον Ινδικό ωκεανό και δυτικά με την Ερυθρά θάλασσα. Στην Αγία Γραφή, με τη λέξη Αραβία εννοείται η περιοχή βόρεια της Παλαιστίνης. Μόνο σε συγκεκριμένα χωρία της Παλαιάς Διαθήκης (Β' Χρονικών 21:16, Νεεμίας 2:19, 6:1), όπου οι Άραβες είναι στην ίδια κατηγορία με τους Αιθίοπες, και στην Καινή Διαθήκη (Πράξεις 2:11, Γαλάτας 1:17, 4:25), η λέξη Άραβας εμφανίζεται με τη γενικότερη σημασία. Η πρώτη αναφορά της Αγίας Γραφής γίνεται στη βασιλεία του Σολομώντα όπου οι βασιλείς της έστελναν κάθε χρόνο χρυσάφι, ασήμι, και μέρος από τα εμπορεύματά της (Α' Βασιλέων 10:15, Β' Χρονικών 9:14). Οι Άραβες πλήρωναν φόρο και στον Ιωσαφάτ (Β' Χρονικών 17:11). Αργότερα ενώθηκαν με τους Φιλισταίους εναντίον του Ιωράμ (Β' Χρονικών 21:16), τον οποίο και νίκησαν. Αναφέρεται επίσης ότι κατά την ανοικοδόμηση του τείχους, κορόιδευαν (Νεεμίας 2:19, 4:7, 6:1). Ο Ησαΐας αναφέρει την ''κατά Αραβίας όραση'' (21:13). Στο Ιερεμίας 3:2, σκιαγραφείται η ηθική κατάπτωσή τους. Οι Άραβες ήταν νομαδικός λαός, και στο μεγαλύτερο διάστημα της 1ης χιλιετηρίδας εμφανίζονται κυρίως ως επιδρομείς. Κατά τον 3ο π.Χ. αιώνα μια ομάδα Αράβων, οι Ναβαταίοι, ανέπτυξαν έναν αξιόλογο πολιτισμό βασισμένο στο εμπόριο, με επίκεντρο την Πέτρα. Στην εποχή της Καινής Διαθήκης η κυριαρχία των Ναβαταίων εκτεινόταν προς την περιοχή ανατολικά της Δαμασκού, όπου φαίνεται ότι υπήρχε αντιπρόσωπος του βασιλιά τους Αρέτα (δες Β' Κορινθίους 11:32). Στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται ότι μεταξύ των παρόντων την ημέρα της Πεντηκοστής ήταν και Άραβες (Πράξεις 2:11). Επίσης, ο απ. Παύλος επισκέφθηκε την Αραβία (Γαλάτας 1:17).
Η Αράμ είναι η Συρία (Αριθμοί 23:7). Οι Αραμαίοι ήταν λαός που απλωνόταν μέσα στη Μεσοποταμία και τη Συρία κατά το τελευταίο τμήμα της 2ης χιλιετηρίδας π.Χ. με γλώσσα τη σημιτική. Με το όνομα "Αράμ" οι εβραίοι προσδιόριζαν την περιοχή που εκτεινόταν ανατολικά της Παλαιστίνης από τον ποταμό Τίγρη μέχρι τη Μεσόγειο θάλασσα. Στην εβραϊκή γλώσσα η λέξη "Αράμ" συνήθως μεταφράζεται "Συρία". Στην Καινή Διαθήκη εμφανίζεται η ελληνική ονομασία Συρία.
Η Ασσυρία ήταν μεγάλη και ισχυρή χώρα στην αρχαιότητα. Βρισκόταν στη βόρεια Μεσοποταμία, συνόρευε με τη Βαβυλωνία, και ανατολικά της έρεε ο ποταμός Τίγρης (Γένεση 2:14). Το όνομά της προέρχεται από τον γιο του Σημ, Ασσούρ (Γένεση 10:22). Οι πρώτοι κάτοικοί της ήταν σημίτες από την Αραβία. Πρωτεύουσα της ήταν η Ασσούρ. Η περιοχή της σημερινής Μοσούλης (Ιράκ) ήταν η χώρα της Ασσυρίας. Κατά τη 2η χιλιετηρίδα π.Χ. η Ασσυρία υποτάχθηκε στους Αμορραίους. Τον 13ο π.Χ. αιώνα ξεκίνησαν μια σειρά κατακτήσεων στη γύρω περιοχή. Η μερική κατάρρευση της αυτοκρατορίας τους κατά τον 11ο π.Χ. δεν τους πτόησε. Έτσι αφού πέρασαν τον ποταμό Ευφράτη, το 1100 π.Χ., κατέλαβαν τη Βαβυλώνα και έφτασαν μέχρι της ακτές της Μεσογείου. Από το 10ο μέχρι τον 6ο αιώνα π.Χ., η Ασσυρία ήταν η μεγαλύτερη δύναμη στην ευρεία περιοχή της Μεσοποταμίας με σκληρό και απάνθρωπο επιθετικό χαρακτήρα. Κατά την περίοδο των Κριτών υποδούλωσαν το Ισραήλ. Το 733 π.Χ. ο βασιλιάς Θελγάθ-φελνασάρ (ή Τιγλάθ-Πιλεσέρ, 745-728 π.Χ. π.Χ.) ή Φουλ (Β' Βασιλέων 15:19 με Α' Χρονικών 5:26), κατέλαβε τη Γαλιλαία, τη πεδιάδα Σαρών και τη Γαλαάδ, και έκανε τα βασίλεια του Ισραήλ και του Ιούδα υποτελείς σε φόρο (Β' Βασιλέων 15:19,29). Ο βασιλιάς Σαλμανασάρ (Σαλμανεσέρ) επιτέθηκε επίσης εναντίον του Ισραήλ, και εξανάγκασε τον βασιλιά του Ωσηέ να πληρώνει ετήσιο φόρο (Β’ Βασιλέων 18:9). Αργότερα ο Ωσηέ συμμάχησε με τον Αιγύπτιο βασιλιά Σω, για να απαλλαγεί από τους φόρους, όμως ο Σαλμανασάρ επιτέθηκε ξανά κατά του Ισραήλ, κατέλαβε τη Σαμάρεια, συνέλαβε και φυλάκισε τον Ωσηέ, και μετέφερε το λαό στην Ασσυρία (Β' Βασιλέων 17:6-14). Το 701 π.Χ. ο βασιλιάς Σενναχειρείμ (Σενναχηρίμ, 704-681 π.Χ.) επιτέθηκε στις πόλεις του Ιούδα και τις κατέλαβε (Ησαΐας κεφ. 36,37), ενώ μετέφερε την πρωτεύουσα στη Νινευή. Στη συνέχεια όμως, μετά από ενέργεια αγγέλου του Κυρίου, οι Ασσύριοι έχασαν 185.000 στρατιώτες (Β' Βασιλέων 19:35), και φονεύτηκε ο βασιλιάς από τους δύο γιους του (Β' Βασιλέων 19:37). Τον διαδέχθηκε ο γιος του Εσαραδδών (Β' Βασιλέων 19:37), ο οποίος επιτέθηκε κι αυτός στο βασίλειο του Ιούδα (Β' Χρονικών 33:11-13), συλλαμβάνοντας το βασιλιά Μανασσή και μεταφέροντάς τους στη Βαβυλώνα. Μετά από όλα αυτά άρχισε η εκπλήρωση της προφητείας του Ησαΐα, για την πτώση και τη καταστροφή της Ασσυρίας (Ησαΐας 10:12,15). Προς το τέλος του 7ου π.Χ. αιώνα η Ασσυρία έχασε τη δύναμή της. Η πόλη Ασσούρ κατελήφθη στα 614 π.Χ.. Δύο χρόνια αργότερα, το 612 π.Χ., κατελήφθη και η πρωτεύουσα Νινευή μετά από πολιορκία τριών ετών, και καταστράφηκε ολοσχερώς, ενώ όλη η Ασσυριακή αυτοκρατορία υποδουλώθηκε στη Βαβυλώνα. Μεγάλες πόλεις οι οποίες υπήρξαν και πρωτεύουσες της Ασσυρίας ήταν η Ασσούρ, η Χαλήλ και η Νινευή. Η θρησκεία των Ασσυρίων ήταν ειδωλολατρική και είχε αρκετές επιρροές από τη βαβυλωνιακή. Επικεφαλής θεός του πανθεϊσμού ήταν ο Ασσούρ, τον οποίο πίστευαν σαν δημιουργό του ουρανού και της ανθρωπότητας. Η απιστία και η απείθεια της προς τον αληθινό Θεό έφερε την καταστροφή της. Οι εκστρατείες των Ασσυρίων περιγράφονται στα βιβλία Β' Βασιλέων (κεφ. 15:19- κεφ. 19), Β' Χρονικών (κεφ. 32), και Ησαΐας (κεφ. 36-39). Αρκετές αναφορές υπάρχουν και στους προφήτες (Μιχαίας κεφ. 1-3, Αμώς, Σοφονίας, Ωσηέ και Ναούμ).
Οι κάτοικοι της Δαιδάν (ή Δεδάν) ήταν αραβικός λαός, απόγονοι του Νώε (Γένεση 10:6-7). Κατοίκησαν στην νότια Αραβία, στο βορειοδυτικό άκρο του Περσικού κόλπου, και ταυτίζονται με τους κατοίκους της σημερινής Αλ-Ουλά στη βορειοδυτική Αραβία. Ήταν σπουδαίος εμπορικός λαός (Ησαΐας 21:3), ο οποίος πλούτισε λόγω της θέσης του πάνω στον εμπορικό δρόμο προς τη Νότια Αραβία. Είχαν εμπορικές σχέσεις με τη Τύρο (Ιεζεκιήλ 27:15, η μετάφραση των εβδομήκοντα τους ονομάζει Ρόδιους). Οι προφήτες Ιερεμίας και Ιεζεκιήλ προφήτευσαν την καταστροφή τους (Ιερεμίας 49:8, Ιεζεκιήλ 25:13). Γύρω στον 5ο π.Χ. αιώνα, οι Μιναίοι ίδρυσαν εμπορική αποικία στη Δαιδάν, και τον 1ο π.Χ. αιώνα, η περιοχή τους έγινε τμήμα της κυριαρχίας των Ναβαταίων.
Οι Εδωμίτες ήταν απόγονοι του Ησαύ ή Εδώμ (Γένεση 25:30) και εγκαταστάθηκαν στη χώρα τους αφού εξολόθρευσαν τους κατοίκους της, τους Χορραίους (Δευτερονόμιο 2:12). Αρχικά ονομαζόταν γη ή όρος Σηείρ (Γένεση 32:3, 26:20,21,30). Η περιοχή αυτή ήταν ορεινή (Δευτερονόμιο 2:1,12), βρισκόταν νότια του Μωάβ, και επεκτεινόταν νότια και νοτιοδυτικά της Νεκρά θάλασσας (δες και Γένεση 32:3, Ιησούς του Ναυή 15:1, Κριτές 11:17). Η κορυφή του Σειήρ φθάνει στα 1064 μέτρα, πάνω από τη Αραβά. Πρωτεύουσά της ήταν η Σελά, ενώ άλλες σημαντικέ πόλεις ήταν η Βοσσόρα ή Βοσρά (Αμώς 1:12), η Εσιών-Γαβερ, λιμάνι στην Ερυθρά θάλασσα (Α’ Βασιλέων 9:26), η Δαιδάν (ή Δενναβά ή Διναβά, Γένεση 36:32, Ιερεμίας 49:8). Κατά τον 6ο π.Χ. αιώνα και μετά την πτώση της Ιερουσαλήμ, πολλοί Εδωμίτες μετανάστευσαν στη νότια Ιουδαία, και τους επόμενους αιώνες ακολούθησαν και οι εναπομείναντες αφού τα εδάφη τους κατακτήθηκαν από τους Ναβαταίους. Επί ελληνιστικής περιόδου, η νότια Ιουδαία μετονομάστηκε σε Ιδουμαία (Α’ Μακκαβαίων 4:29, 5:65) και οι κάτοικοί της, Ιδουμαίοι (Μάρκος 3:8). Ιδουμαίοι ήταν οι Ηρώδες που διοικούσαν την Παλαιστίνη την εποχή της Καινής Διαθήκης. Οι Εδωμίτες δεν είχαν καλές σχέσεις με τους Ισραηλίτες. Την εποχή της εξόδου αρνήθηκαν το πέρασμα του λαού Ισραήλ από τη χώρα τους (Αριθμοί 20:21). Ο Σαούλ πολέμησε εναντίον τους (Α' Σαμουήλ 14:47), και ο Δαβίδ τους κατάκτησε (Β' Σαμουήλ 8:14, Α’ Χρονικών 18:11,13). Επί βασιλείας Σολομώντα άρχισαν να αγανακτούν και να επαναστατούν με αποτέλεσμα ο στρατηγός Ιωάβ να σκοτώσει αρκετούς (Α' Βασιλέων 11:15-16). Όσοι γλίτωσαν κατέφυγαν στην Αίγυπτο (Α' Βασιλέων 11:17-19) και επέστρεψαν μετά το θάνατο του Δαβίδ (Α' Βασιλέων 11:21-22). Την εποχή του Ιωράμ επαναστάτησαν (Β' Χρονικών 21:8) και ανακήρυξαν άλλο βασιλιά. Αργότερα όμως ο βασιλιάς Αμασίας, εισέβαλε στη χώρα τους και σκότωσε 10.000, ρίχνοντάς τους από τα βράχια στη θάλασσα (Β' Βασιλέων 14:7). Την περίοδο της κατάκτησης της Ιερουσαλήμ βοήθησαν τους Βαβυλώνιους, εναντίον του βασιλείου του Ιούδα (Αβδιού εδ. 11, Ψαλμός 137:7). Την εποχή των Μακκαβαίων ο Ιωάννης Υρκανός κατάκτησε τους Εδωμίτες και τους υποχρέωσε να δεχθούν το Μωσαϊκό νόμο. Οι Εδωμίτες ήταν ειδωλολατρικός λαός (Β' Χρονικών 25:14,20), δεισιδαίμονες, ασκώντας τη μαγεία και τη μαντεία, για αυτό και επικρίνονται σκληρά (Ιερεμίας 27:9). Πληροφορίες από αρχαιολογικές ανασκαφές αναφέρουν πως είχαν αρκετούς θεούς, ένας από αυτούς, ο πιο δημοφιλής ήταν ο Κος ή Καούς, ένα αρκετά συνηθισμένο όνομα θεού σε εκείνη την περιοχή. Η Αγία Γραφή αναφέρει αρκετά στοιχεία για τους Εδωμίτες: Στην αρχή κυβερνούνταν από ηγεμόνες (Γένεση 36:15-30, 40-43, Έξοδος 15:15), αργότερα είχαν βασιλείς (Αριθμοί 20:14), και επί κυριαρχίας του βασιλείου του Ιούδα κυβερνιόντουσαν από διοικητή (Α' Βασιλέων 22:48). Ήταν σοφοί (Ιερεμίας 49:7), υπερήφανοι και εγωιστές (Ιερεμίας 49:16), μνησίκακοι (Ιεζεκιήλ 25:12), σκληροί και απάνθρωποι (Ιερεμίας 49:19). Η χώρα τους επί εποχής Μωυσή ήταν εύφορη, και είχε αγρούς, αμπελώνες και πηγές (Αριθμοί 20:17,19), ήταν καλά οχυρωμένη (Ψαλμός 60:9) και διασχιζόταν από δρόμους (Αριθμοί 20:17). Τέλος αρκετές προφητείες γράφτηκαν και όλες εκπληρώθηκαν κατά γράμμα: η υποταγή τους στο Ισραήλ (Γένεση 26:23, 27:29,37), η κατάληψη της χώρας τους από τον Ισραήλ (Αριθμοί 24:18, Αβδιού εδ. 17-19), η σφαγή τους (Αβδιού εδ. 18), η ολοκληρωτική καταστροφή της χώρας (Ησαΐας 34:9-17, Ιεζεκιήλ 36:7-15), κ.α.
Ήταν κάτοικοι του Ελάμ (ή Αιλάμ), μια περιοχή πέρα από τον ποταμό Τίγρη, ανατολικά της Βαβυλωνίας. Συνόρευε βόρεια με την Ασσυρία και τη Μηδία, νότια με τον Περσικό κόλπο, ανατολικά και νοτιοανατολικά με την Περσία. Οι Ελαμίτες ήταν απόγονοι του Ελάμ, πρωτότοκου γιου του Σημ, γιου του Νώε (Γένεση 10:22,, Α' Χρονικών 1:17). Το Ελάμ είναι το σημερινό Χουζιστάν στη νοτιοδυτική Περσία. Η πρωτεύουσά του τα Σούσα, έγινε σπουδαία πόλη από τους διαδόχους τους, τους Πέρσες, και μία από τις πρωτεύουσές τους (Νεεμίας 1:1, Εσθήρ 1:2, Δανιήλ 8:2). Επί εποχής Βαλτάσαρ το Ελάμ ήταν Βαβυλωνιακή επαρχία (Δανιήλ 8:2). Ήταν δυνατό βασίλειο επί βασιλείας Χοδολλογομόρ (Χοδολλογομέρ, Γένεση 14:1), και πολεμικός λαός (Ησαΐας 22:6, Ιερεμίας 49:35). Στην Καινή Διαθήκη, την ημέρα της Πεντηκοστής στην Ιερουσαλήμ υπήρχαν Ελαμίτες που άκουσαν το κήρυγμα των αποστόλων (Πράξεις 2:9)
Η λέξη Έλληνας αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη για πρώτη φορά με το όνομα Ιαυάν (Ησαΐας 66:19). Η λέξη "Ιαυάν" είναι εβραϊκή και σήμαινε Έλληνας της Ιωνίας. Λόγω του ότι οι Ισραηλίτες συναλλάσσονταν με τους Ίωνες, καθώς αυτοί είχαν στα χέρια τους το μεγαλύτερο εμπόριο της ανατολικής Μεσογείου, οι Εβραίοι καλούσαν όλους τους Έλληνες Ιαυάν. Στην Παλαιά Διαθήκη υπάρχουν σημαντικές αναφορές στους Έλληνες και με τα δύο ονόματα (Έλληνας και Ιαυάν): Ησαΐας 66:19, Ιεζεκιήλ 27:13, Δανιήλ 8:21, 10:20, 11:2, Ιωήλ 3:6, Ζαχαρίας 9:13, κ.α. Στην Καινή Διαθήκη η λέξη Έλληνας δε χρησιμοποιείται μόνο για όσους κατοικούσαν στην Ελλάδα, αλλά και όσους δεν ήταν Ισραηλίτες, τους εθνικούς ή τους ειδωλολάτρες (Πράξεις 20:21, Ρωμαίους 1:14,16). Η ελληνική γλώσσα είναι η γλώσσα στην οποία γράφτηκαν όλα τα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Ο λόγος ήταν ότι την εποχή εκείνη, και με την διείσδυση του Μέγα Αλέξανδρου στην Ασία, η ελληνική γλώσσα ήταν διεθνής και γνωστή, ιδιαίτερα κοινή στις εμπορικές συναλλαγές των λαών. Ο χριστιανισμός κηρύχθηκε στην Ελλάδα από τον απ. Παύλο (δες Πράξεις κεφ. 16,17 και 18).
Ήταν λαός δυνατός και ψηλός στο ανάστημα και κατοικούσαν ανατολικά το ποταμού Ιορδάνη. Εκδιώχθηκαν από τους Μωαβίτες όταν αυτοί κατέλαβαν την περιοχή τους για να κατοικήσουν (Γένεση 14:5-7, Δευτερονόμιο 2:10).
Απόγονοι του Ευαίου, γιου του Χαναάν (Γένεση 10:17, Α' Χρονικών 1:15). Κατοικούσαν στα βουνά του Λιβάνου, από το όρος Βάαλ-ερμών έως την είσοδο της Αιμάθ ή Χαμάθ (Κριτές 3:3). Ήταν ένα από τα επτά κράτη της γης Χαναάν (Δευτερονόμιο 7:1). Οι κάτοικοι της Γαβαών και της Συχέμ ήταν Ευαίοι (Ιησούς του Ναυή 9:3,7, Γένεση 33:18, 34:2). Ο Θεός είχε υποσχεθεί τη γη τους στο λαό Ισραήλ (Έξοδος 3:8, 23:23). Ο βασιλιάς Σολομώντας μετά την κατάκτηση της γης Χαναάν χρησιμοποίησε τους Ευαίους ως εργάτες σε αναγκαστική εργασία (Α' Βασιλέων 9:20-21).
Χαναανίτικη φυλή, απόγονοι του Χαναάν, σύμφωνα με το γενεαλογικό πίνακα που αναγράφεται στην Παλαιά Διαθήκη (Γένεση 10:15,16, 15:21, Έξοδος 3:18, 13:5, 23:23, 33:2, Δευτερονόμιο 7:1, 20:17, Ιησούς του Ναυή 3:10, 10:1-5, 18:16). Οι Ιεβουσαίοι κατοικούσαν στην περιοχή της Ιερουσαλήμ, που ονομαζόταν Ιεβούς (Ιησούς του Ναυή 15:8, Κριτές 19:11), μέχρι τις ημέρες που ελευθερώθηκε επί των ημερών του Δαβίδ, όταν έστειλε τον Ιωάβ με τους άνδρες του (Α' Χρονικών 11:1-9). Ο βασιλιάς τους Αδωνισεδέκ ήταν ένας από τους πέντε που πολέμησαν εναντίον του Ιησού του Ναυή, στη Γαβαών.
Οι κάτοικοι της Ινδίας, χώρας που βρισκόταν στη Νότια Ασία. Η ιστορία της αρχίζει από την τρίτη χιλιετηρίδα π.Χ. Αναφέρεται δύο φορές στη Βίβλο (Εσθήρ 1:1, 8:9). Στο βιβλίο της Εσθήρ (1:1), θέλει να δείξει το μεγάλο βασίλειο των Ασσυρίων, του οποίο επί βασιλείας Ασσουήρη (Ξέρξη Α') χωριζόταν σε 127 επαρχίες, και τα όρια του έφθαναν από την Ινδία μέχρι την Αιθιοπία. Την εποχή εκείνη η Ινδία ήταν γνωστή λόγω του εμπορίου.
Φυλή που προέρχεται από τον Ισμαήλ, γιο του Αβραάμ και της δούλης της Σάρρας, Άγαρ (Γένεση 21:9-11). Ήταν οργανωμένη σε δώδεκα φυλές και κατοικούσαν στη βόρεια Αραβία (Γένεση 25:12-18). Στους Ισμαηλίτες οι γιοι του Ιακώβ πούλησαν τον αδερφό τους Ιωσήφ, για 20 αργύρια (Γένεση 37:25,27). Ήταν έμποροι αρωμάτων και μύρων τα οποία έφεραν από την Αίγυπτο. Όλοι οι Άραβες που κατοικούν στη συροαραβική έρημο, ισχυρίζονται ότι είναι απόγονοι του Ισμαήλ.
Η Ισπανία είναι κράτος στο νοτιοδυτικό άκρο της Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Η καταγωγή των Ισπανών είναι ινδο-ευρωπαϊκή. Αναφέρεται στην προς Ρωμαίους επιστολή του απ. Παύλου (15:24,28), όπου ο απόστολος γνωστοποιεί την επιθυμία του να μεταβεί στην Ισπανία και να κηρύξει το ευαγγέλιο της σωτηρίας. Δεν είναι βέβαιο εάν τελικά κατόρθωσε να πάει.
Ονομάζεται και λαός Ισραήλ. Όνομα διακριτικό των 12 φυλών που αποτελούσαν το ενωμένο βασίλειο του Ισραήλ, μέχρι τη διαίρεση του από το βασιλιά Ροβοάμ, το 931 π.Χ. (Α' Βασιλέων κεφ. 12). Τότε δημιουργήθηκαν δύο νέα βασίλεια, το βόρειο βασίλειο του Ισραήλ με έδρα τη Σαμάρεια, και το νότιο βασίλειο του Ιούδα με έδρα την Ιερουσαλήμ. Η ιστορία τους ξεκινάει γύρω στο 2100 π.Χ., όταν ο Αβραάμ με την οικογένειά του, άφησαν την Ουρ των Χαλδαίων, και πήγαν στη Χαράν απ’ όπου ο Αβραάμ ξεκίνησε για τη γη Χαναάν. Δεύτερος πατριάρχης των Ισραηλιτών ήταν ο Ισαάκ, γιος του Αβραάμ. Ακολούθησε ο Ιακώβ, γενάρχης των 12 φυλών του Ισραήλ (Γένεση 42:5, 45:21). Μετά την κατάρρευση της Βαβυλωνιακής αυτοκρατορίας, οι Ισραηλίτες και κυρίως της φυλής Ιούδα, επέστρεψαν από την εξορία και ονομάστηκαν λαός Ισραήλ. Στην Παλαιά Διαθήκη καλούνται και Εβραίοι (Γένεση 40:15, 43:32, Έξοδος 2:10), με πρώτο τον Άβραμ (Γένεση 14:13). Η λέξη ''Εβραίοι'', πιθανόν να προέρχεται από τον πατριάρχη Έβερ, πρόγονο του Αβραάμ (αρχαίο κείμενο, Γένεση 10:21,22). Ο Αβραάμ υπήρξε ο πρώτος πατριάρχης του Ιουδαϊκού έθνους. Ακολούθησε η διοίκησή του από τους Κριτές, μέχρι το Σαμουήλ, όπου επί των ημερών του εμφανίστηκε η μοναρχία, με πρώτο μονάρχη το Σαούλ και έπειτα το Δαβίδ. Ο Δαβίδ κυβέρνησε μέχρι την υποταγή των Ισραηλιτών από τους Χαλδαίους. Επί των ημερών του Ροβοάμ το Ιουδαϊκό έθνος χωρίστηκε και σε δύο βασίλεια, του Ιούδα και του Ισραήλ, τα οποία χώριζε μεγάλο μίσος. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την εξασθένηση του έθνους και τελικά την υποταγή του στη Βαβυλώνα. Μετά από 70 χρόνια εξορίας, πολλοί επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ, αλλά δε μπόρεσαν να αντισταθούν σε επιδρομές εχθρών, όπως των Μακκαβαίων, των Σελευκιδών, κ.α., με αποτέλεσμα να υποταχθούν στους Ρωμαίους. Το 70-71 μ.Χ. μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τον Τίτο, οι Ισραηλίτες διασκορπίστηκαν σε όλο τον κόσμο. Το σύγχρονο ανεξάρτητο κράτος του Ισραήλ, δημιουργήθηκε το 1948 μ.Χ., και περιλαμβάνει την περιοχή μεταξύ Λιβάνου, Συρίας, Ιορδανίας, Αιγύπτου και Μεσοποταμίας, με πρωτεύουσα το Τελ Αβίβ. Στην Καινή Διαθήκη οι Ισραηλίτες αναφέρονται τέσσερις φορές (Ιωάννης 1:48, Ρωμαίους 9:4, 11:1, Β’ Κορινθίους 11:22).
Από τις αρχαιότερες φυλές, και μία από τις δέκα που υποσχέθηκε ο Θεός ότι θα έδινε στους απογόνους του Άβραμ. Κατοικούσαν μεταξύ της Αιγύπτου και του ποταμού Ευφράτη, στη νότια Χαναάν (Γένεση 15:18-21). Κάποιοι ιστορικοί ισχυρίζονται ότι ο μυθικός ήρωας Κάδμος, που πρώτος εισήγαγε τα γράμματα στην Ελλάδα, ήταν Κεδμωναίος.
Μία από τις δέκα φυλές της Χαναάν στην εποχή του Άβραμ. Αναφέρεται μόνο μία φορά στο βιβλίο της Γένεσης (15:19). Περισσότερα στοιχεία δεν υπάρχουν, αφού η φυλή τους δεν αναφέρεται περισσότερο στην ιστορία. Μερικοί υποστηρίζουν πως οι Εδωμίτες ήταν απόγονοι του Κένεζ (από τον οποίο κατάγονται οι Κενεζαίοι), εγγονό του Ησαύ (Γένεση 36:11,15), και οι οποίοι ενώθηκαν με τους Ισραηλίτες, αφού ο Χάλεβ της φυλής Ιούδα αναφέρεται ως γιος του Ιεφοννή του Κενεζαίου (Ιησούς του Ναυή 14:6,14).
Οι απόγονοι του Ιαυάν (Γένεση 10:4, Α' Χρονικών 1:7). Οι κάτοικοι της νήσου Κιττείμ (Κύπρου) αλλά και άλλων νησιών της Μεσογείου (Αριθμοί 24:24, Ιερεμίας 2:10). δες Κύπριοι
Οι κάτοικοι της ομώνυμης περιοχής, με κέντρο την Ταρσό, γενέτειρα του απ. Παύλου (Πράξεις 21:39, 22:3, 23:31). Βρισκόταν στο νοτιοανατολικό μέρος της Μικράς Ασίας, με βόρεια σύνορα την οροσειρά του Ταύρου, που τη χώριζε από την Ισαυρία, τη Λυκαονία και την Καππαδοκία. Η Κιλικία υπήρξε κάτω από το ζυγό των Ασσυρίων, Χετταίων και Περσών. Το 333 π.Χ. περιήλθε στο Μ. Αλέξανδρο και έπειτα στους Ρωμαίους, ως ρωμαϊκή επαρχία, υπό τα Μάρκο Αυρήλιο (103 ή 100 π.Χ.). Κυβερνήτης της ήταν και ο γνωστός ρήτορας Κικέρων (51-50 π.Χ.). Τον 7ο μ.Χ. αιώνα περιήλθε στη κατοχή των Αράβων, μέχρι το 965 μ.Χ. όταν προσαρτήθηκε στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Περί τα 1080 μ.Χ. έγινε μικρό ανεξάρτητο βασίλειο των Αρμενίων. Αργότερα υποτάχθηκε στην Οθωμανική αυτοκρατορία και με τη συνθήκη των Σερβών, παραχωρήθηκε στη Γαλλία και στη συνέχεια στη Συρία. Η Αγία Γραφή αναφέρει πως ο Σολομώντας αγόραζε άλογα από την Κιλικία και τα πουλούσε στη Συρία (Α' Βασιλέων 10:28-29), μαζί με άμαξες που αγόραζε από την Αίγυπτο. Στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται η φιλονικία που είχαν Ιουδαίοι από την Κιλικία με τον Στέφανο (Πράξεις 6:9). Το ευαγγέλιο έφθασε εκεί νωρίς (Πράξεις 15:23). Κατά το δεύτερο ιεραποστολικό ταξίδι του ο Παύλος επισκέφθηκε την Κιλικία για να ενθαρρύνει και να υποστηρίξει τις εκκλησίες που είχε ιδρύσει (Πράξεις 15:36,41). Στο ταξίδι του προς τη Ρώμη ως φυλακισμένος, πέρασε από το πέλαγος της Κιλικίας (Πράξεις 27:5).
Αναφέρονται ως λαός του Γομέρ (Ιεζεκιήλ 38:6). Χωρίς να υπάρχουν ιδιαίτερα στοιχεία, πιστεύεται ότι κατοικούσε στα βόρεια παράλια του Εύξεινου Πόντου. Περί το 8ο-7ο π.Χ. αιώνα, κατέβηκε στη Μικρά Ασία, και συγκρούστηκε με τους Ασσυρίους στη βορειοδυτική Περσία, όπου και διασκορπίστηκε.
Είναι οι κάτοικοι της νήσου Κρήτης. Η Κρήτη είναι το μεγαλύτερο νησί της Ελλάδος και τέταρτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου. Η ιστορία της αρχίζει από τα βάθη της αρχαίας εποχής, και ο Μινωικός πολιτισμός της είναι από τους πιο αξιόλογους. Υπήρξε μεγάλη ναυτική δύναμη λόγω της θέσης της. Γύρω στο 1400 π.Χ. καταλήφθηκε από τους Αχαιούς της Πελοποννήσου. Το 69 π.Χ. οι Ρωμαίοι την υπέταξαν και την έκαναν ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Στην Παλαιά Διαθήκη οι Κρήτες δεν αναφέρονται με το αυτό το όνομα, αλλά το όνομα Χερεθαίοι (Α' Σαμουήλ 30:14, Ιεζεκιήλ 25:16). Πιστεύεται ότι ήταν Κρήτες που είχαν εγκατασταθεί στην Παλαιστίνη. Επίσης οι περισσότεροι ερμηνευτές πιστεύουν πως η Κρήτη στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται ως ''Καφθόρ'' (Γένεση 10:14, Δευτερονόμιο 2:23, Ιερεμίας 47:4). Λέγεται δε, ότι οι Φιλισταίοι προήλθαν από την περιοχή που βρισκόταν κάτω από Κρητική επιρροή (Ιερεμίας 47:4, Αμώς 9:7). Στην Καινή Διαθήκη, οι Κρήτες αναφέρονται μεταξύ εκείνων που ήταν στην Ιερουσαλήμ την ημέρα της Πεντηκοστής (Πράξεις 2:11). Η Κρήτη αναφέρεται επίσης και κατά τη μεταφορά του απ. Παύλου προς τη Ρώμη, (Πράξεις 17:7-13,21). Από τα γραφόμενα φαίνεται πόσο γνωστές ήταν περιοχές της Κρήτης (Καλοί Λιμένες, Φοίνικας, Λασσαία, Γαύδος). Μετά την αποφυλάκισή του ο απ. Παύλος επισκέφθηκε την Κρήτη και άφησε εκεί τον Τίτο για να ποιμάνει τις εκκλησίες (Τίτος 1:5). Μία φράση που αναφέρεται στην Αγία Γραφή δεν φαίνεται και τόσο κολακευτική για τους Κρήτες. Ο απ. Παύλος τους χαρακτηρίζει ''ψεύτες, κακά θηρία, οκνηρούς'' (Τίτος 1:12). Η φράση αυτή είναι παρμένη από το ''ύμνο του Δία'' γραμμένο από τον Καλλίμαχο, δείχνοντας την επιμονή των Κρητών στο ψέμα που έλεγαν ότι, βρισκόταν τάφος του Δία στο νησί τους. Ο Παύλος χρησιμοποιεί τη φράση αυτή όχι για να κατηγορήσει τους Κρήτες, αλλά για να γνωρίσει στον Τίτο, την όχι καλή μαρτυρία τους, και να τον ενθαρρύνει να τους ελέγξει σε περίπτωση που ''νόθευαν'' την πίστη τους, με άλλες διδασκαλίες και ιουδαϊκούς μύθους.
Οι κάτοικοι του ανατολικότερου νησιού της Μεσογείου. Στην Παλαιά Διαθήκη η Κύπρος αναφέρεται με το όνομα Κιττείμ (Γένεση 10:4, Αριθμοί 24:24), και οι κάτοικοι της με το όνομα Κητιαίοι (Ιεζεκιήλ 27:6). Η ιστορία της Κύπρου ξεκινάει από την προϊστορική εποχή, και ήταν πλούσια σε κοιτάσματα χαλκού. Πολλοί κατακτητές πέρασαν θέλοντας να εκμεταλλευτούν τον πλούτο της: Αιγύπτιοι, Χετταίοι, Φοίνικες, Ρωμαίοι, Τούρκοι, Άγγλοι. Πρώτα υποτάχθηκε στους Αιγυπτίους, και το 709 π.Χ. ο βασιλιάς Σαργών την καταλαμβάνει, υποχρεώνοντας την να πληρώνει μεγάλους φόρους στην Ασσυρία. Το 540 π.Χ. περιέρχεται στους Αιγυπτίους, και το 526 π.Χ. επί εποχής Καμβύση, στους Πέρσες, μέχρι την εποχή που παραδόθηκε οικειοθελώς στο Μ. Αλέξανδρο και τον βοήθησε στην πολιορκία της Τύρου. Το 294 π.Χ. περιέρχεται για τρίτη φορά στους Αιγυπτίους, και το 58 π.Χ. καταλαμβάνεται από τους Ρωμαίους. Στη συνέχεια καταλήφθηκε από τους Βυζαντινούς, τους Άραβες, τους Σταυροφόρους, τους Ενετούς, και τους Τούρκους, και οι οποίοι την παραχώρησαν στους Άγγλους μέχρι την ανεξαρτησία τους το 1960. Η Καινή Διαθήκη αναφέρει σημαντικά γεγονότα που συνέβησαν στην Κύπρο. Μετά το διωγμό που ακολούθησε το λιθοβολισμό του Στέφανου, κάποιοι έφυγαν στην Κύπρο όπου και κήρυξαν το ευαγγέλιο στους εκεί Ιουδαίους (Πράξεις 11:19,20, 21:16). Ο Παύλος και ο Βαρνάβας αποβιβάστηκαν στη Σαλαμίνα και πήγαν στην Πάφο της Κύπρου κατά το πρώτο ιεραποστολικό τους ταξίδι (Πράξεις 13:4-13). Εκεί πίστεψε ο ανθύπατος Σέργιος Παύλος. Αργότερα ο Βαρνάβας επέστρεψε για να την ευαγγελίσει μαζί με το Μάρκο (Πράξεις 15:39). Κύπριοι στην καταγωγή ήταν ο Βαρνάβας (Πράξεις 4:36), και ο Μνάσων (Πράξεις 21:16).
Οι κάτοικοι της Λιβύης, χώρας η οποία στη Βίβλο αναφέρεται μαζί με την Αίγυπτο και την Αιθιοπία. Ήταν απόγονοι του Λουδείμ, απόγονου του Χαμ (Γένεση 10:13, Α’ Χρονικών 1:11). Πιστεύεται ότι οι Λεαβείμ και οι Λουδείμ (Β' Χρονικών 12:3, 16:8, Ναούμ 3:9), γνωστοί σαν Λίβυες ή Λίβυοι (Ιερεμίας 46:9, Ιεζεκιήλ 27:10, Δανιήλ 11:43), ή κάτοικοι της Λιβύης (Ιεζεκιήλ 30:5, 38:5, Πράξεις 2:10), ήταν το ίδιο κράτος. Οι Λίβυοι προμήθευαν τους καλύτερους πολεμιστές στην Αίγυπτο. Στην Καινή Διαθήκη, αναφέρεται πως μεταξύ εκείνων που ήταν στην Ιερουσαλήμ την ημέρα της Πεντηκοστής, υπήρχαν και κάτοικοι της Κυρήνη, πόλης της Λιβύης (Πράξεις 2:10).
Πιθανόν πρόκειται για τους Λουδ, λαός που αναφέρεται στα χωρία Ησαΐας 66:19, Ιερεμίας 46:9, Ιεζεκιήλ 27:10 και 30:5. Η περιοχή που κατοικούσαν οι Λύδιοι, για κάποιους είναι η Μικρά Ασία, και για άλλους περιοχή της βόρειας Αφρικής. Οι Λύδιοι προμήθευαν τους καλύτερους πολεμιστές στην Αίγυπτο.
Ήταν οι νότιοι γείτονες των Εδωμιτών και απόγονοι του Μαδιάμ, γιου του Αβραάμ από τη Χεττούρα (Γένεση 25:1,2, Α' Χρονικών 1:32). Γενάρχης τους ήταν ο Αβραάμ (Γένεση 1:1-6). Η ακριβής τοποθεσία της Μαδιάμ, η οποία δεν είναι απόλυτα γνωστή, τοποθετείται βορειοδυτικά της αραβικής χερσονήσου, στη περιοχή του κόλπου της Άκαμπα. Οι Μαδιαμίτες ήταν νομαδικός λαός, μετακινιόντουσαν διαρκώς στην αραβική χερσόνησο (Ησαΐας 60:6), και ήταν πολυάριθμοι. Στην αρχή αποτελούνταν από τις οικογένειες των πέντε γιων του Μαδιάμ, τους οποίους ο Αβραάμ έστειλε ανατολικά του Ιορδάνη, κοντά στο Μωάβ (Αριθμοί 22:1,4). Επί εποχής Μωυσή είχαν τεράστιο πλούτο, με εκατοντάδες χιλιάδες πρόβατα, βόδια, γαϊδούρια, αλλά και χρυσάφι, ασήμι, μολύβι, χαλκό, κ.α. τα οποία πήραν ως λάφυρα από το λαό Ισραήλ (Αριθμοί 31:22,32-34). Ο Μωυσής κατέφυγε στη περιοχή τους όταν δραπέτευσε από την Αίγυπτο (Έξοδος 2:21, 3:1), και παντρεύτηκε την Σεπφώρα, κόρη του ιερέα Ιοθόρ. Ο Ιοθόρ, αναγνώρισε ότι ο Θεός τον Ισραηλιτών ήταν ο αληθινός, ποτέ όμως δεν ενώθηκε με το λαό Ισραήλ. Οι αρχηγοί των Μαδιανιτών ζήτησαν από το μάντη Βαλαάμ να καταραστεί το λαό Ισραήλ. Ο Θεός διέταξε τον Μωυσή να πολεμήσει τους Μαδιανίτες (Αριθμοί 25:16-18). Διακόσια χρόνια αργότερα, επί των ημερών των Κριτών, και στις μέρες του Γεδεών, ο Θεός παρέδωσε το λαό Ισραήλ στα χέρια των Μαδιανιτών για επτά χρόνια (Κριτές 6:1-6). Ο Γεδεών νίκησε τους Μαδιανίτες και σκότωσε τους δύο βασιλείς τους (Κριτές 8:21). Η τελική τους καταστροφή αναφέρεται στον Ψαλμό 83:9-11 και στο Ησαΐας 9:4 και 10:26. Έκτοτε οι Μαδιανίτες δεν αναφέρονται πουθενά στην ιστορία. Μερικές άλλες πληροφορίες που δίνει η Αγία Γραφή για τους Μαδιανίτες: Κυβερνιόντουσαν από βασιλείς (Αριθμοί 31:8, Κριτές 8:5), ασχολούνταν με το εμπόριο (Γένεση 37:28,36), διέμεναν σε σκηνές (Αββακούμ 3:7), παρέσυραν το λαό Ισραήλ στην ειδωλολατρία (Αριθμοί 25:1-6).
Οι Μήδοι ήταν αρχαίος λαός της Μικράς Ασίας. Η περιοχή στην οποία κατοικούσαν είναι το σημερινό βορειοδυτικό Ιράν. Ο Ιώσηπος ισχυρίζεται ότι το όνομά τους προέρχεται από τον Μαδαΐ, γιο του Ιάφεθ (Γένεση 10:2). Ήταν πλούσιο και ισχυρό κράτος λόγω του ορυκτού πλούτου και της κτηνοτροφίας του. Για πολλούς αιώνες ήταν υποδουλωμένοι στους Ασσυρίους. Το 550 π.Χ. με την άνοδο της περσικής αυτοκρατορίας, ο Κύρος ο Μέγας (559-529 π.Χ.), κατατρόπωσε τους Μήδες και τους υπέταξε στην αναπτυσσόμενη αυτοκρατορία του. Από τότε οι Μήδοι συνενώθηκαν με τους Πέρσες και ακολούθησαν την τύχη του Περσικού κράτους. Πολέμησαν και εναντίων των Ελλήνων, οι πόλεμοι αυτοί αναφέρονται στην ιστορία σαν "Μηδικοί πόλεμοι". Το όνομα τους στην Παλαιά Διαθήκη δηλώνει τους ίδιους όσο και τους Πέρσες. Η θρησκεία τους ήταν πολυθεϊστική, ειδωλολατρική, και λάτρευαν στη σελήνη και αστέρια. Αργότερα εξελίχθηκε σε μονοθεϊστική, πιστεύοντας σε μία πνευματική δύναμη, η οποία διαιρούταν σε καλά και κακά πνεύματα. Η Αγία γραφή αναφέρει πως ήταν φιλοπόλεμοι και επιδέξιοι τοξότες (Ησαΐας 13:17,18). Στο βιβλίο της Εσθήρ (1:19) τονίζεται η αυστηρότητα των νόμων των Μήδων και Περσών. Ο Ησαΐας και ο Δανιήλ περιγράφουν την υπεροχή τους εναντίον της Βαβυλώνας (Ησαΐας 13:17, Δανιήλ 5:28). Στο Β' Βασιλέων 17:6 και 18:11, αναφέρονται πόλεις που ήταν της Μηδίας. Στην Καινή Διαθήκη οι Μήδοι αναφέρονται στις Πράξεις των Αποστόλων (2:9), όταν βρίσκονταν στην Ιερουσαλήμ και άκουγαν τους αποστόλους, κατά την Πεντηκοστή, να μιλούν διάφορες γλώσσες.
Η χώρα των Μωαβιτών ήταν ο Μωάβ και βρισκόταν ανατολικά της νότιας περιοχής της Νεκράς Θάλασσας, κοντά στον ποταμό Αρνών (Αριθμοί 21:29, Ιερεμίας 48:46). Συνόρευαν βόρεια με τον Αμμών (τους Αμμωνίτες), δυτικά με τη Νεκρά θάλασσα και νότια με τον Εδώμ. Πατέρας των Μωαβιτών ήταν ο Μωάβ, γιος του Λωτ δια αιμομιξίας με τη μεγαλύτερή του κόρη (Γένεση 19:37). Εγκαταστάθηκαν στη γη των Εμμαίων, αφού πρώτα τους έδιωξαν (Δευτερονόμιο 2:9-11). Οι Μωαβίτες ήταν ειδωλολατρικός λαός (Α' Βασιλέων 11:7) και λάτρευαν τον Χεμώς και τον Βεέλ-φεγώρ, στον οποίο πρόσφεραν και ανθρωποθυσίες (Αριθμοί 21:13,26, Κριτές 11:13-18). Οι σχέσεις τους με το λαό Ισραήλ δεν ήταν φιλικές. Αρνήθηκαν στους Ισραηλίτες να περάσουν μέσα από το έδαφός τους κατά την έξοδό τους από την Αίγυπτο και την πορεία τους προς τη γη Χαναάν (Κριτές 11:17,18). Ο Θεός διέταξε το Μωυσή να μην πειράξει τους Μωαβίτες. Όταν οι Ισραηλίτες στρατοπέδευσαν στη πεδιάδα του Μωάβ (Αριθμοί κεφ. 22-24), ο βασιλιάς των Μωαβιτών Βαλάκ, φοβούμενος, κατέφυγε στον Βαλαάμ και του ζήτησε να καταραστεί τους Ισραηλίτες (Αριθμοί κεφ. 12-14). Αυτός όμως το αρνήθηκε. Ο Μωυσής πέθανε στο βουνό Φασγά, που βρίσκεται στη γη Μωάβ (Δευτερονόμιο 34:1-5). Έναν αιώνα μετά την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη γη Χαναάν, οι Μωαβίτες μαζί με τους Αμμωνίτες και τους Αμαληκίτες, στράφηκαν εναντίον του Ισραήλ, αλλά όταν ο Ισραήλ μετάνιωσε για την απιστία του και προσευχήθηκε στο Θεό, ο Θεός φανέρωσε τον Αώδ, ο οποίος υπέταξε τον Μωάβ. Η Αγία Γραφή αναφέρει πλήθος περιστατικών που έχουν σχέση με τον Μωάβ. Ο Δαβίδ όταν ήταν σε διένεξη με τον Σαούλ, πήγε με την οικογένειά του στο βασιλιά του Μωάβ για να ζητήσει προστασία (Α' Σαμουήλ 22:3,4). Αργότερα ο Μησά, βασιλιάς του Μωάβ, έδινε μεγάλο φόρο στο βασιλιά του Ισραήλ (Β' Βασιλέων 3:4). Ο Κύριος είχε προφητεύσει μέσω των προφητών για το τέλος του Μωάβ (Αμώς 2:1-3). Στον Ησαΐα (κεφ. 15,26), αναφέρεται με κάθε λεπτομέρεια η καταστροφή του, η οποία εκπληρώθηκε από τον βασιλιά της Ασσυρίας. Για την κρίση του Μωάβ μίλησαν και οι Ιεζεκιήλ (25:8-11) και Ιερεμίας (κεφ. 48), ενώ ο Σοφονίας προλέγει την ολοκληρωτική του καταστροφή εξ’ αιτίας της υπερηφάνειας (2:8-11). Οι αναφορές στο Μωάβ σταματούν μετά την κατάκτησή τους από τους Βαβυλώνιους. Οι Μωαβίτες ήταν λαός υπερήφανος (Ησαΐας 16:6, Ιερεμίας 48:29), δεισιδαίμονες (Ιερεμίας 27:3,9), πλούσιοι και αλαζόνες (Ιερεμίας 48:7), δυνατοί και πολεμοχαρείς (Ιερεμίας 48:14). Σύμφωνα με τη Μωαβική πλάκα (ή πλάκα του Μησά), φαίνεται πως μιλούσαν ένα συνδυασμό σημιτικής και χαναανιτικής γλώσσας, πολύ συγγενική στην εβραϊκή. Σήμερα η γη του Μωάβ είναι μια άγονη έρημος.
Η Περσική αυτοκρατορία ήταν από τις μεγαλύτερες στην ανθρώπινη ιστορία. Οι Πέρσες αναφέρονται στα κείμενα του 9ου π.Χ. αιώνα μαζί με τους Μήδες, ως ανεξάρτητα βασίλεια. Δύο αιώνες αργότερα, σχηματίζεται το ενωμένο Μηδικό κράτος και μαζί με τους Χαλδαίους πετυχαίνουν την κατάρρευση της Ασσυρίας και της Βαβυλώνας. Η άνοδος της Περσικής αυτοκρατορίας αρχίζει με τον Κύρο το Μέγα (559-529 π.Χ.), γιο του Καμβύση και εγγονό του Αστυάγους. Έδιωξε τη Μηδική ηγεμονία το 549 π.Χ., νίκησε τη Λυδική αυτοκρατορία του Κροίσου το 545 π.Χ., κατακτώντας ολόκληρη τη Μικρά Ασία, και νίκησε τον Ναβόνιδο της Βαβυλώνας το 538 π.Χ. κυριεύοντας την περιοχή του Ευφράτη, της Ασσυρίας, της Συρίας και της Παλαιστίνης. Τον 5ο π.Χ. αιώνα η περσική αυτοκρατορία επεκτεινόταν από τη Θράκη και την Αίγυπτο δυτικά, ως τον ποταμό Ινδό ανατολικά, και από τη Μαύρη θάλασσα, τον Καύκασο κα την Κασπία βορινά, έως την Αραβία, τον Περσικό και τον Ινδικό ωκεανό νότια. Οι Πέρσες κυριάρχησαν στο χώρο της νοτιοδυτικής Ασίας μέχρι την κατάλυση της αυτοκρατορίας τους από τον Μ. Αλέξανδρο. Οι κυριότερες πρωτεύουσες της Περσικής αυτοκρατορίας ήταν η Πασαργάδη και η Περσέπολη (Β' Μακκαβαίων 9:2), την οποία ίδρυσε ο Δαρείος (521-486 π.Χ.), και βρίσκονταν στα βουνά της νοτιοδυτικής Περσίας και η αρχαία ελαμίτικη πρωτεύουσα Σούσα (Δανιήλ 8:2, Νεεμίας 1:1) στην πεδινή χώρα. Σημαντικές πόλεις ήταν η Βαβυλώνα, η οποία κυριεύθηκε από τον Κύρο το 539 π.Χ., και τα Εκβάτανα στη Μηδία. Οι Πέρσες ανήκουν στην άρια φυλή και μιλούν μια ινδο-ευρωπαϊκή γλώσσα. Λόγω της τεράστιας έκτασής της ο Κύρος και ο Δαρείος την οργάνωσαν, χωρίζοντας την σε επαρχίες, που η κάθε μία διοικούταν από τον σατράπη. Κάθε επαρχία απολάμβανε τοπική αυτονομία, με ελευθερία να λατρεύει τον δικό της θεό, έδινε όμως αναφορά στο βασιλιά και συνέβαλε αναλογικά στις οικονομικές και στρατιωτικές ανάγκες του βασιλείου. Οι επίσημες γλώσσες ήταν τρεις: η περσική η ελαμίτικη και η βαβυλωνιακή. Θρησκεία της, τουλάχιστον από τον 7ο π.Χ. αιώνα, ήταν ο ζωροαστρισμός, με θεό τον Αχούρα Μάσδα. Γύρω του υπήρχαν πνεύματα που υπάκουαν στο πνεύμα του κακού τον Αριμάν. Πίστευαν όμως ότι στο τέλος ο θεός θα νικούσαν το κακό και όλες οι ψυχές θα ζούσαν αιώνια ευτυχισμένες, αν και μερικές έπρεπε να περάσουν από ένα καθαρτήριο πυρ. Στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης οι βασιλείς της Περσίας ήταν: α) ο Κύρος (538-529 π.Χ.), για τον οποίο αναφορές γίνονται σε αρκετά χωρία της Παλαιάς Διαθήκης (Β' Χρονικών 36:22,23, Έσδρα κεφ. 1-5, Ησαΐα 44:28, 45:1, Δανιήλ 1:21, 6:28, 10:1, κ.α.). β) ο Καμβύσης (538-529 π.Χ.). Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Δαρείο τον Μήδο που αναφέρεται στο βιβλίο του Δανιήλ (5:31, 6:9,25, 9:1, 11:1). γ) ο Δαρείος Α' ή Ύστασπους (522-486 π.Χ.), ο οποίος αποπειράθηκε να κατακτήσει την Ελλάδα αλλά απέτυχε στη μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.). Από τον Δαρείο δόθηκε η άδεια ανοικοδόμησης του Ναού (δες βιβλίο Έσδρα) δ) ο Ξέρξης Α' ή Ασσουήρης (486-465 π.Χ.), του οποίου σύζυγος, κατά το έβδομο έτος της βασιλείας του ήταν η Εσθήρ. Στα βιβλία του Έδρα και της Εσθήρ αποκαλείται Αχασβερός. Για να εκδικηθεί τους Έλληνες για την ήττα στη μάχη του Μαραθώνα, έκανε δύο εκστρατείες στις οποίες όμως υπέστη και πάλι ήττες (Σαλαμίνα, 480 π.Χ., και Πλαταιές, το 479 π.Χ.). ε) ο Αρταξέρξης ο Μακρόχειρ (464-425 π.Χ.), ο οποίος επέτρεψε στον Έσδρα να επιστρέψει στην Ιερουσαλήμ για να φροντίσει για τη διδασκαλία και την εφαρμογή των εντολών του Κυρίου από τους Ισραηλίτες (Έσδρας κεφ. 7 και 8). στ) ο Δαρείος Γ' ή Πέρσης (Νεεμίας 12:22), κατά την βασιλεία του οποίου τα στρατεύματα του μετά από πολυετείς αγώνες ενάντια στον ελληνικό και ασιατικό πολιτισμό έπαθαν μεγάλη συντριβή στις μάχες της Ισσού (333 π.Χ.) και των Γαυγαμήλων (331 π.Χ.), από τον Μέγα Αλέξανδρο. Στην Αγία Γραφή υπάρχουν αρκετές αναφορές για την περσική αυτοκρατορία. Πολλές φορές δε, αναφέρονται μαζί με τους Μήδους (Εσθήρ 1:19, Δανιήλ 5:28). Ο Ησαΐας αναφέρει για τα σχέδια του Θεού που θα πραγματοποιούντο μέσω του βασιλιά Κύρου (Ησαΐας 45:1-4). Το Περσικό κράτος επανιδρύθηκε το 226 π.Χ. και μετά από μια πορεία αιώνων έφτασε στη σημερινή του μορφή, ονομαζόμενο πια Ιράν (σημαίνει η (χώρα) των Αρίων). Το 95% του πληθυσμού είναι μωαμεθανοί.
Νομαδικός λαός, του οποίου μια ομάδα ακολούθησε τους Κιμμέριους από τον Καύκασο της νότιας Ρωσίας, προς τη βορειοδυτική Περσία, τον 7ο π.Χ. αιώνα. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο επιτέθηκαν εναντίον των Αιγυπτίων, αλλά δε μπόρεσαν να κάνουν τίποτα αφού οι αρχηγοί τους δωροδοκήθηκαν. Μερικοί από τους Σκύθες εγκαταστάθηκαν στη Βαίθ-σαν, η οποία μετονομάστηκε Σκυθόπολη (Ιησούς του Ναυή 17:11, Κριτές 1:27, Β' Μακκαβαίων 12:29). Αργότερα, το 629 π.Χ. κατέλαβαν τις Σάρδεις, νίκησαν τους Μήδους, και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή ''Ασία'' μέχρι το 596 π.Χ., αφού εκδιώχθηκαν από τη χώρα. Οι Σκύθες ήταν λαός απολίτιστος και βάρβαρος, και ζούσαν από την κτηνοτροφία. Αναφέρονται στην επιστολή προς Κολοσσαείς (3:11), θέλοντας ο απ. Παύλος να δώσει τη έννοια της λέξης ''βάρβαρος''.
Οι πρώτοι κάτοικοι της Σουμέρ, του νότιου τμήματος της Βαβυλωνίας και δημιουργοί του Βαβυλωνιακού πολιτισμού. Οι Σουμέριοι δεν αναφέρονται μέσα στη Βίβλο, αλλά η λέξη ''Σεναάρ'' που αναφέρεται στο βιβλίο της Γένεσης (10:10) είναι πιθανό να είναι ίδιο με το σουμερικό ''κενγκίρ'', που σημαίνει ''η γη του Σουμέρ''.
Οι κάτοικοι της Συρίας (εβραϊκά Αράμ). Χώρα της ανατολικής Μεσογείου που εκτείνεται από τον ποταμό Ευφράτη μέχρι τα βόρεια όρια της Παλαιστίνης. Η έκταση της ήταν διαφορετική κατά εποχές. Συνήθως με το όνομα Συρία δηλώνεται η ευρύτερη περιοχή με κέντρο τη Δαμασκό. Στην Παλαιά Διαθήκη, η Συρία ήταν η περιοχή που κατοικούνταν από τους Αραμαίους. Στη Καινή Διαθήκη ήταν ρωμαϊκή επαρχία με πρωτεύουσα την Αντιόχεια στον Ορόντη. Την εποχή του Δαβίδ και του Σολομώντα, η Συρία αποτελείτο από μικρά βασιλεία, της Δαμασκού, της Ρεώβ, της Σωβά, της Μααχά, και της Γεσσούρ (Α' Βασιλέων 10:29, Β' Βασιλέων 7:6, Α' Χρονικών 19:6). Επί εποχής Δαβίδ ήρθαν σε σύγκρουση μαζί του (Β' Σαμουήλ 8:3,5,13). Αργότερα, όταν οι Αμμωνίτες ήρθαν σε πόλεμο με τον Δαβίδ, ζήτησαν την βοήθεία τους και αυτοί έστειλαν 20.000 πεζούς από τη Σεβά και 13.000 από τη Ρεώβ, Ις-τωβ και Μααχά (Β' Σαμουήλ 10:6-8). Η συμμαχία των Αμμωνιτών και των Συρίων νικήθηκε από τον Ιωάβ, αλλά ο βασιλιάς Αδαρέζερ κατάφερε να μεταφέρει τους Σύριους που κατέφυγαν στη Μεσοποταμία, στη πατρίδα τους (Β' Σαμουήλ 10:16). Αργότερα και Τρίτη προσπάθεια του βασιλιά Αδαρέζερ απέτυχε, με αποτέλεσμα την υποταγή της Συρίας μέχρι την εποχή βασιλείας του Σολομώντα (Α' Βασιλέων 4:21). Το μόνο τμήμα της Συρίας που χάθηκε επί Σολομώντα ήταν αυτό της Σωβά που κυβερνιόταν από τον Ρεζών (Α' Βασιλέων 11:23-25). Επί βασιλείας Αχαάβ οι Σύριοι προσπάθησαν να εισβάλουν στον Ισραήλ δύο φορές, απωθήθηκαν όμως, την πρώτη στη Σαμάρεια (Α' Βασιλέων 8:1-21) και τη δεύτερη στην Αφέκ (Α' Βασιλέων 20:26-34). Ακολούθησαν τρία χρόνια ειρήνης με τη Συρία, και μετά ο Αχαάβ, συμμαχώντας με τον Ιωσαφάτ του Ιούδα, δοκίμασε να επανακτήσει τη Ραμώθ-Γαλαάθ, στη μάχη όμως, σκοτώθηκε. Επί βασιλείας Ιηού, ο Αζαήλ κατέλαβε την περιοχή ανατολικά του Ιορδάνη (Β' Βασιλέων 10:32-33), ενώ επί βασιλείας Ιωάζαχ, νίκησε τον Ισραήλ και κατέλαβε πολλές πόλεις, τις οποίες όμως, ανακατέλαβε ο Ιωάς, γιος του Ιωάχαζ (Β' Βασιλέων 13:25). Γύρω στο 735 π.Χ., ο Ρεσίν της Συρίας και ο Φεκά του Ισραήλ για να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο της Ασσυρίας, συμμάχησαν και επιτέθηκαν εναντίον της Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλέων 16:5, Ησαΐας 7:1). Δεν μπόρεσαν όμως να νικήσουν. Οι Πέρσες αργότερα κυρίευσαν τη Συρία για να έρθει τελικά κάτω από την κυριαρχία του Μέγα Αλέξανδρου, το 331 π.Χ.. Την εποχή αυτή η Συρία σημείωσε μεγάλη πρόοδο. Το 64 π.Χ. επί Καίσαρα Αυγούστου, υποτάχθηκε στους Ρωμαίους και μαζί με την Κιλικία αποτέλεσε ρωμαϊκή επαρχία (Λουκάς 2:2). Το 634 μ.Χ. καταλήφθηκε από τους μωαμεθανούς, και στη συνέχεια έγινε στόχος πολλών βαρβάρων. Το 1517 μ.Χ. έγινε τμήμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η Συρία έγινε ανεξάρτητο κράτος το 1941 μ.Χ. Κάποιες από τις σημαντικότερες πόλεις της αρχαίας Συρίας ήταν η Αντιόχεια, η Δαμασκός, η Απάμεια, η Σελεύκεια, η Πάλμυρα, η Λαοδίκεια, κ.α. Οι αναφορές που υπάρχουν στην Αγία Γραφή για τη Συρία, είναι αρκετές. Μερικά ενδιαφέροντα στοιχεία: Η χώρα ήταν γύρω από τη Δαμασκό (Β' Σαμουήλ 8:6), η οποία ήταν πρωτεύουσά της (Ησαΐας 7:8). Οι Αβάνα και Φαρφάρ ήταν ποταμοί της (Β' Βασιλέων 5:12). Κυβερνιόταν από βασιλείς (Α' Βασιλέων 22:31, Β’ Βασιλέων 5:1). Οι κάτοικοί της αναφέρονται Σύριοι (Β' Σαμουήλ 10:11), και Σύριοι της Δαμασκού (Β' Σαμουήλ 8:5). Μιλούσαν τη αραμαική γλώσσα (Β' Βασιλέων 18:26). Ήταν ειδωλολάτρες (Κριτές 10:6, Β' Βασιλέων 5:18) και πολεμοχαρείς (Α' Βασιλέων 20:23,25). Επίσης ήταν εμπορικός λαός (Ιεζεκιήλ 27:18). Αρκετές προφητείες γράφηκαν για τη Συρία: το κράτος της θα παρακμάσει και θα παύσει να είναι βασίλειο (Ησαΐας 17:1-3), οι κάτοικοί της θα αιχμαλωτιστούν (Αμώς 1:5) και θα αφανιστούν (Ιερεμίας 48:26), η Δαμασκός θα καταστραφεί με φωτιά (Ιερεμίας 48:27, Αμώς 1:4), η αμαρτία και η αποστασία της θα φέρουν τιμωρία και συμφορά (Αμώς 1:3). Στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται ότι επί Καίσαρα Αυγούστου, όπου η Συρία ήταν ρωμαϊκή επαρχία, έπαρχος της ήταν ο Κυρηναίος (Λουκάς 2:2). Αναφέρεται επίσης πως κηρύχθηκε το ευαγγέλιο και ιδρύθηκαν εκκλησίες στη Συρία (Πράξεις 15:23,41). Αυτό έγινε από χριστιανούς που διέφυγαν στην Αντιόχεια και σε άλλες περιοχές, εξ αιτίας του διωγμού που ακολούθησε μετά το λιθοβολισμό του Στέφανου (Πράξεις 11:9), αλλά και από τον απ. Παύλο (Γαλάτας 1:21). Συμπεραίνεται δε από τα γραφόμενα, ότι η εκκλησία της Αντιόχειας είχε μεγάλη πνευματική πρόοδο (Πράξεις 13:1, 15:23,35).
Λαός που ανήκε στην ομάδα των λεγόμενων "Λαών της Θαλάσσης". Κατάγονταν από τους Καφθωρείμ (Γένεση 10:14). Κατά τον Αμώς (9:7), προήλθαν από το νησί Καφθόρ, που ταυτίζεται με την Κρήτη. Κατά κάποιους άλλους προήλθαν από την Καππαδοκία. Ανφέρονται και Καφθορείμ (Δευτερονόμιο 2:23). Περί τα τέλη του 13ου π.Χ. αιώνα οι μετακινήσεις τους στις περιοχές της ανατολικής Μεσογείου, σήμαναν και το τέλος πολλών πολιτισμών. Σταθμός σε αυτές τις μετακινήσεις τους υπήρξε και η Κρήτη (Δευτερονόμιο 2:3, Αμώς 9:7, Ιερεμίας 47:4). Στις αρχές του 2ου π.Χ. αιώνα οι "Λαοί της Θάλασσας", προσπάθησαν να μπουν στην Αίγυπτο, αλλά απωθήθηκαν από τον Ραμσή Γ', και εγκαταστάθηκαν σε διάφορες ακτές της Μεσογείου. Οι Φιλισταίοι εγκαταστάθηκαν στη νότια παραλιακή λωρίδα της Χαναάν αφού εκδίωξαν τους Αυείμ ή Αυίμ (Δευτερονόμιο 2:23). Εκεί ίδρυσαν το βασίλειο τους που αποτελείτο από πέντε πόλεις: Γάζα, Γαθ, Άζωτος, Ασκάλων και Ακκαρών ή Εκρών (Ιησούς του Ναυή 13:3, Α' Σαμουήλ 6:17,18). Οι πόλεις αυτές κυβερνιόντουσαν από πέντε άρχοντες των Φιλισταίων (Κριτές 16:5), και ήταν συνδεμένες μεταξύ τους κατά ομοσπονδιακό τρόπο. Η χώρα τους επεκτεινόταν σε όλη τη νοτιοδυτική περιοχή της Παλαιστίνης, από τα όρια της Φοινίκης μέχρι την Αίγυπτο. Στη γη Χαναάν πρέπει να είχαν εγκατασταθεί πριν τον Αβραάμ αφού αναφέρονται ως λαός ποιμενικός στην περιοχή Γέραρα (Γένεση 21:32,34, 26:1,8). Η γη των Φιλισταίων μετά την κατάκτηση της από τους Χαναναίους, αποτέλεσε τμήμα της γης της Επαγγελίας για την φυλή των γιων Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 15:2,12,45-47). Μέχρι το θάνατο του Ιησού του Ναυή δεν είχαν κατακτήσει κανένα τμήμα της γης τους, αργότερα όμως, επί εποχής Κριτών και Σαούλ γίνονται αναφορές για δικούς τους βασιλείς που τους κυβερνούσαν. Υπήρχαν κάποιοι ήρωες όπως ο Σαμεγάρ (Κριτές 3:31) και ο Σαμψών (Κριτές κεφ. 14), που νίκησαν τους Φιλισταίους, ποτέ όμως δε μπόρεσαν να διώξουν το ζυγό. Ο Σαούλ πέτυχε να νικήσει τους Φιλισταίους στην Γαβαά (Α' Σαμουήλ 13:3), και για 25 χρόνια δεν υπάρχει κάποια αλλαγή, μέχρι το γεγονός της μονομαχίας του Δαβίδ με το Γολιάθ, τον οποίο και νίκησε πανηγυρικά (Α' Σαμουήλ κεφ. 17). Αργότερα όμως οι Φιλισταίοι, σκοτώνοντας τον Σαούλ σε μια μονομαχία στην περιοχή κοντά στη πηγή Ιεζραέλ, κατόρθωσαν να πάρουν τις πόλεις τους (Α' Σαμουήλ 31:1-7). Ο Δαβίδ τους κατεδίωξε από τη Γαβαά στην Γεζέρ (Β' Σαμουήλ 5:17-25), και αργότερα κατέλαβε τη Γαθ και τα περίχωρά της. Επί εποχής Σολομώντα, ολόκληρη η Φιλισταία ήταν μέρος της βασιλείας του. Αργότερα οι Φιλισταίοι υποτάχθηκαν στους Ασσυρίους, τους Αιγυπτίους, τον Ναβουχοδονόσορ, έπειτα στους Πέρσες και τελικά στους Έλληνες, όταν ο Μέγας Αλέξανδρος κατέλαβε την Περσική αυτοκρατορία. Από κει και μετά έπαυσαν να αναφέρονται ως έθνος. Οι Φιλισταίοι ήταν δυνατός και μαχητικός λαός. Είχαν σημαντική στρατιωτική υπεροχή και ικανότητα μέχρι των ημερών του Σαούλ. Κατά τον πόλεμο εναντίον του Ισραήλ διέθεταν 30.000 άμαξες (Α' Σαμουήλ 13:5). Ανάμεσά τους υπήρχαν άνδρες μεγάλης δύναμης και αναστήματος (Α' Σαμουήλ 17:4-7, Β' Σαμουήλ 21:16,18-20). Ειδικεύονταν επίσης στη μεταλλουργία (Α' Σαμουήλ 13:19-22) και οι Ισραηλίτες πήγαιναν όχι μόνο για να αγοράσουν εργαλεία αλλά ακόμα και για να τα ακονίσουν (Α' Σαμουήλ 13:20). Οι Φιλισταίοι ήταν ειδωλολατρικός λαός και λάτρευαν τους σημιτικούς θεούς, Δαγών (Κριτές 16:23, Α' Σαμουήλ 5:1-7), Ασταρώθ (Α' Σαμουήλ 31:10), και Βεέλ-ζεβούλ (Β' Βασιλέων 1:2,6,16). Ασκούσαν επίσης τη μαντεία (Α' Σαμουήλ 6:2, Ησαΐας 2:6). Στην Αγία Γραφή υπάρχουν πλήθος αναφορές για τους Φιλισταίους όπως επίσης και προφητείες (Ησαΐας 9:11,12, Ιερεμίας 25:20, 47:1-5, Ζαχαρίας 9:3,5,6, Ιεζεκιήλ 25:15-17, Αμώς 1:6-8, Αβδιού εδ. 19, Σοφονίας 2:5-7).
Η χώρα των Φοινίκων ήταν μια στενή λωρίδα στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου. Ανατολικά συνόρευε με τα όρη του Λιβάνου, και νοτιοανατολικά με τους λόφους της Γαλιλαίας. Το όνομά της Φοινίκη, είναι απόδοση στα ελληνικά του ονόματος Χαναάν, αλλά δηλώνει το βόρειο παραλιακό τμήμα της χώρας. Οι Φοίνικες ήταν απόγονοι του Χαμ, και σύμφωνα με τον Ηρόδοτο ήλθαν από τα παράλια της Ερυθράς θάλασσας και εγκαταστάθηκαν στη Φοινίκη γύρω στο 2000 π.Χ.. Το όνομά τους προέρχεται από την ελληνική λέξη "φοινός" που σημαίνει ''κόκκινος σαν αίμα'', και πιθανόν να το πήραν ή από το κοκκινωπό ηλιοκαμένο δέρμα τους ή από την κοκκινωπή βαφή που εξήγαγαν ή ακόμα και από τα φοινικόδεντρα που αφθονούσαν στη Φοινίκη. Η Αγία Γραφή τη Φοινίκη την αποκαλεί γη Χαναάν, και τους κατοίκους της Χαναναίους. Το ίδιο τους ονομάζει και η Καινή Διαθήκη, π.χ. "γυναίκα Χαναναία" (Ματθαίος 15:22) και "γυναίκα Συροφοίνισσα" Μάρκος 7:26). Εμφανίζονται επίσης ως κάτοικοι της Τύρου, ή ακόμη ως Σιδώνιοι (Α' Βασιλέων 5:6, Ιεζεκιήλ 27:8). Η γλώσσα των Φοινίκων ήταν σημιτική με ιδιωματισμούς. Οι Φοίνικες ήταν αξιόλογος ναυτικός λαός, και γύρω στα 1200 π.Χ. κυριάρχησαν με τα καράβια τους, στο εμπόριο, σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Μάλιστα είχαν εγκαταστήσει αποικίες τους σε παραθαλάσσιες πόλεις (Κύπρο, Κρήτη, Σικελία, Σαρδηνία, κ.α.), για να διευκολύνουν τη μετακίνηση των εμπορευμάτων τους. Οι πόλεις Τύρος (Ησαΐας 23:2,3, Ιεζεκιήλ 27:3,4,33), Σιδώνα, Βύβλος, Άραδος και Βηρυτός ήταν ξακουστές εμπορικές πόλεις. Ο βασιλιάς Σολομώντας εισήγαγε ξύλα κέδρινα. Για την κατασκευή του Ναού χρησιμοποιούντο ξυλουργοί και χτίστες από τη Φοινίκη (Β' Σαμουήλ 2:11, Α' Βασιλέων 5:9,17,18). Στην Καινή Διαθήκη η Φοινίκη αναφέρεται στις Πράξεις 11:19, 15:3, 21:2.
Λαός με ινδο-ευρωπαϊκή γλώσσα, που κατοικούσε στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, στα δυτικά κεντρικά. Τα όρια της ήταν, βόρεια η Βιθυνία, νότια η Λυκία και η Πισιδία, ανατολικά η Καππαδοκία και δυτικά η Μυσία και η Λυδία. Προέρχονταν από την περιοχή της Θράκης και εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία, περί το 1200 π.Χ.. Χωριζόταν στη Μείζονα και την Ελάσσονα Φρυγία, αργότερα οι ρωμαίοι τη χώρισαν σε τρεις επαρχίες. Ήταν εύφορη χώρα, με ανεπτυγμένη την κτηνοτροφία. Οι σπουδαιότερες πόλεις της ήταν η Λαοδίκεια, η Ιεράπολη, η Κολοσσαίς και η Αντιόχεια της Πισιδίας, την οποία επισκέφθηκε ο απ. Παύλος και κήρυξε στη συναγωγή (Πράξεις 13:14). Στη Φρυγία ο απ. Παύλος πήγε και άλλες φορές προκειμένου να στηρίξει και να ενθαρρύνει τους πιστούς (Πράξεις 2:10, 16:6, 18:23). Αναφέρεται επίσης ότι μεταξύ των παρόντων που άκουσαν το κήρυγμα των αποστόλων την ημέρα της Πεντηκοστής ήταν και Φρύγες (Πράξεις 2:10).
Αρχαίος λαός που εγκαταστάθηκε στην Μεσοποταμία. Αρχικά Χαλδαία ονομαζόταν το νότιο τμήμα της Βαβυλωνίας και περιελάμβανε περιοχή μεταξύ των ποταμών Ευφράτη και Τίγρη, προς τον Περσικό κόλπο. Οι κάτοικοί της ήταν νομαδικός λαός που ζούσε μεταξύ της Β. Αραβίας και του Περσικού κόλπου (Ιώβ 1:17), και ο οποίος αργότερα εγκαταστάθηκε στην περιοχή που ονομαζόταν ως "Ουρ των Χαλδαίων" (Γένεση 11:28, Πράξεις 7:4). Στην Αγια Γραφή η Ουρ των Χαλδαίων, είναι η πατρίδα του Αβραάμ, από την οποία αναχώρησε για τη γη Χαναάν (Γένεση 11:31). Επί βασιλείας Χοδολλογομόρ, οι Χαλδαίοι εισβάλανε στην περιοχή της Νεκράς θάλασσας και κράτησαν κάτω από την κατοχή τους, τους Χαναναίους για 12 χρόνια (Γένεση 10:9, 14:1-4). Επί εποχής Μερωδάχ-Βαλαδάν (Β' Βασιλέων 20:12), κατάκτησαν τη Βαβυλωνία, αλλά τελικά κατακτήθηκαν από τον Σενναχειρείμ, βασιλιά της Ασσυρίας. Όταν ανέβηκε στο βαβυλωνιακό θρόνο ο Ναβοπολάσσαρ, Χαλδαίος στην καταγωγή, το 626 π.Χ., έγινε ο ιδρυτής της νέας Βαβυλωνιακής δυναστείας, στην οποία ανήκε και ο μετέπειτα βασιλιάς των Χαλδαίων, Ναβουχοδονόσορ (Δανιήλ 5:30). Την εποχή του προφήτη Δανιήλ, το όνομα Χαλδαίος, χρησιμοποιούταν γενικά για τους Βαβυλώνιους (Δανιήλ 3:8). Ο Δαρείος των Μήδων, βασίλευσε στο βασίλειο των Χαλδαίων (Δανιήλ 9:1). Οι Χαλδαίοι φημίζονταν για τη μόρφωσή τους, την ασχολία τους με την αστρολογία και την μαντεία (Δανιήλ 2:10, 4:7, 5:7,11). Η γλώσσα τους που απολάμβανε εκτίμηση (Δανιήλ 1:4), πρέπει να ήταν διάλεκτος ανάμεικτης βαβυλωνιακής και σημιτικής γλώσσας. Η χώρα τους ήταν αρκετά εύφορη, ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι το σιτάρι της Χαλδαίας, απέδιδε εκατοντάδες φορές σε κάθε κόκκο. Κυριότερες πόλεις ήταν η Ουρ, η Βορσιππά, η Σιππάρα, η Αχάδ, κ.α.
Ήταν οι απόγονοι του Χαναάν, γιου του Χαμ, οι οποίοι κατέλαβαν τη γη Χαναάν (Γένεση 10:6,15-19). Η χώρα αυτή επεκτεινόταν μεταξύ Αιγύπτου και Μικράς Ασίας. Τον 5ο π.Χ. αιώνα η νότια περιοχή της Χαναάν, ονομαζόταν Παλαιστίνη, ονομασία που χρησιμοποιούσαν για την περιοχή δυτικά του Ιορδάνη (Αριθμοί 34:3-12). Κατά εποχές, τα όρια της Χαναάν ήταν διαφορετικά. Ως γεωγραφικός όρος περιγράφει ολόκληρη την περιοχή της Συρίας και της Παλαιστίνης, ή τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος τους. Στο Γένεση 36:2, αναφέρει ότι ο Ησαύ, πήρε γυναίκες από τις κοπέλες της Χαναάν, στις οποίες συγκαταλέγονταν οι κόρες ενός Χετταίου και ενός Ευαίου. Στο βιβλίο της Γένεση (10:15-19), αναφέρεται ότι, τα όριά της ήταν τα παράλια από τη Σιδώνα έως τη Λασά, και περιελάμβανε τις φυλές των Χετταίων, Ιεβουσαίων, Χαναναίων, Αμορραίων, Ευαίων, Φερεζαίων και Γεργεσαίων. Οι Χαναναίοι κατοικούσαν σε ολόκληρη την περιοχή σύμφωνα με το βιβλίο των Κριτών (1:3,10). Ήταν ακόμα ανάμεσα στους λαούς που ήταν πριν από τους Ισραηλίτες (Γένεση 12:6, 24:37, Ιησούς του Ναυή 3:10). Η Χαναάν αναφέρεται στην Αγία Γραφή με τα εξής ονόματα: "γη Χαναάν" (Γένεση 12:5), "γη της Επαγγελίας" (Γένεση 12:7, 13:15, Εβραίους 11:9), γιατί ο Θεός την είχε υποσχεθεί στον Αβραάμ και τους απογόνους του, "γη Ισραήλ" (Γένεση 40:15, Α’ Σαμουήλ 13:19), γιατί εκεί θα κατοικούσαν οι Ισραηλίτες, "γη Ιούδα" (Ιερεμίας 39:10), γιατί η φυλή Ιούδα ήταν η κυριότερη των Ισραηλιτών, και "γη Αγία" (Ζαχαρίας 2:12). Η Χαναάν είχε ανθηρό πολιτισμό, από την 2η χιλιετηρίδα π.Χ.. Παρόλο που οι λαοί εκείνη την εποχή βάσιζαν την οικονομία τους στην αγροτική ζωή, οι Χαναναίοι ασχολούνταν με το εμπόριο (Ιεζεκιήλ 17:4, Ιώβ 41:6). Η χώρα τους ήταν εύφορη (Έξοδος 3:17, Αριθμοί 13:27) και είχαν πολλές ισχυρές πόλεις (Αριθμοί 13:28, Δευτερονόμιο 1:28). Η γλώσσα της ήταν σημιτική. Στο Ησαΐας 19:18, αναφέρεται "η γλώσσα της Χαναάν". Σύμφωνα με τους μελετητές ήταν εβραϊκή διάλεκτος. Η θρησκεία τους ήταν πανθεϊστική. Επικεφαλής των θεών ήταν ο Ελ, μαζί με τη γυναίκα του Αθιράλ, κατά τη Βίβλο Αστάρτη (Ασερά). Επίσης, σημαντικοί θεοί ήταν οι Βάαλ και Δαγών. Ασχολούνταν δε έντονα, με τη μαγεία, τη μαντεία και άλλες αποκρυφιστικές τελετές (Δευτερονόμιο 18:9-11). Στη γη της κατοικούσαν οι πατριάρχες Αβραάμ, Ισαάκ, και Ιακώβ (Γένεση 12:5,8, και κεφ. 26-35). Στην πορεία του λαού Ισραήλ προς τη γη Χαναάν, ο Μωυσής έστειλε 12 κατασκόπους για να την κατασκοπεύσουν (Αριθμοί 13:2). Καταλήφθηκε αργότερα από τον Ιησού του Ναυή, ο οποίος τη μοίρασε δια κλήρου στους Ισραηλίτες. Ο Μωυσής όμως, δε μπόρεσε να μπει, μόνο την είδε από το όρος Νεβώ (Ιησούς του Ναυή 13:7, Δευτερονόμιο 32:49). Αρχαία φυλή, αναφέρεται ότι ήταν απόγονοι του Μιρσαΐμ (Γένεση 10:13,14, Α' Χρονικών 1:1,12) - δες Αιγύπτιοι. Το μόνο που γνωρίζουμε για τη φυλή αυτή, είναι ότι αναφέρεται μαζί με τους Πατρουσείμ και Χαφθορείμ ή Καφθορείμ, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι στην Άνω Αίγυπτο. Λέγεται ότι από τους Χασλουχείμ προήλθαν οι Φιλισταίοι.
Ήταν λαός με ινδο-ευρωπαϊκή γλώσσα, ο οποίος κατά τη 2η χιλιετηρίδα π.Χ. ίδρυσε πολιτισμό στην κεντρική Μικρά Ασία. Μέχρι το 1200 π.Χ. περίπου, όταν η αυτοκρατορία τους καταστράφηκε από βόρειους επιδρομείς, κυριαρχούσαν στις περιοχές της Μεσοποταμίας και Συρίας. Μετά την καταστροφή της, ένα μέρος του λαού εγκαταστάθηκε στη βόρεια Συρία. Οι Χετταίοι που αναφέρονται στην Παλαιά Διαθήκη ήταν νέο-Χετταίοι. Οι Χετταίοι ήταν απόγονοι του Χετ, γιου του Χαναάν (Γένεση 10:15, Α' Χρονικών 1:13). Στην εποχή του Αβραάμ κατοικούσαν στη Χεβρών (Γένεση 23:1-20). Ο Αβραάμ αγόρασε από τους Χετταίους κτήμα για τάφους. Όταν οι Ισραηλίτες πήγαν να κατασκοπεύσουν τη γη Χαναάν, βρήκαν Χετταίους οι οποίοι ζούσαν στα ορεινά μέρη της περιοχής (Αριθμοί 13:29). Κατά την είσοδο των Ισραηλιτών στη Χαναάν, πολέμησαν εναντίον τους, μαζί με άλλους (Ιησούς του Ναυή 9:12, 11:3). Μετά την είσοδο των Ισραηλιτών, έφτιαξαν την πόλη Λουδ, στη "γη των Χετταίων" (Κριτές 1:26). Ο λαός Ισραήλ δεν έδιωξε τους Χετταίους, αλλά έζησε μαζί τους ειρηνικά και σε αρκετές περιπτώσεις παντρεύτηκαν μεταξύ τους, παρά την αντίθετη εντολή του Θεού. Όταν ο Δαβίδ διωκόταν από τον Σαούλ, τον ακολουθούσαν και Χετταίοι (Α' Σαμουήλ 26:6). Ο Ουρίας, στρατηγός του Δαβίδ, τον οποίο σκότωσε ο Δαβίδ, ήταν Χετταίος (Β' Σαμουήλ 11:3). Ο Σολομώντας είχε Χετταίες γυναίκες (Α' Βασιλέων 11:1). Ο Ησαύ παντρεύτηκε Χετταία (Γένεση 36:2). Σημαντικά πρόσωπα ήταν ο Αχιμέλεχ (Α' Σαμουήλ 26:6), ο Ουρίας (Β' Σαμουήλ 11:6,21) και ο Εφρών (Γένεση 49:30).
Φυλή που κατοικούσε στο όρος Σηείρ, από την εποχή του Αδάμ (Γένεση 14:6). Το όνομα τους προέρχεται από το "Χορρί", που σημαίνει "κατοικώ σε σπηλιά". Ανασκαφές σε όρη της Εδώμ και της Πέτρας έφεραν στο φως σπήλαια των Χορραίων. Εκδιώχθηκαν από τους Εδωμίτες (Δευτερονόμιο 2:12,22) και διασκορπίστηκαν σε διάφορες περιοχές (Γένεση 36:20-30). Άλλη ονομασία τους είναι και Χουρριανοί. |