ΤΑ ΔΕΥΤΕΡΟΚΑΝΟΝΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ |
Όλες οι χριστιανικές εκκλησίες συμφωνούν ότι η Παλαιά Διαθήκη ανήκει στη Χριστιανική Βίβλο. Διαφωνούν όμως με τον αριθμό των βιβλίων. Κανένας δεν αμφιβάλει ότι τα 39 βιβλία της ιουδαϊκής Βίβλου αποτελούν τον πυρήνα της Παλαιάς Διαθήκης. Εκτός όμως από αυτά υπάρχουν και άλλα βιβλία που για άλλους θεωρούνται θεόπνευστα και για άλλους όχι. Αυτά είναι τα "Δευτεροκανονικά". Μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης υπάρχει ένα κενό διάστημα 400 ετών, από το 300 π.Χ. έως το 100 μ.Χ. Στο διάστημα αυτό γράφτηκαν τα βιβλία αυτά. Αποτελούν έργα αγνώστων κατά το πλείστον συγγραφέων και προστέθηκαν στην ελληνική μετάφραση των Εβδομήκοντα (Ο'). Τα βιβλία αυτά δεν αναγνωρίστηκαν ποτέ από τους Ιουδαίους σαν μέρος της ιουδαϊκής Βίβλου. Όταν το 2ο μ.Χ. αιώνα, η Αγία Γραφή μεταφράστηκε στα λατινικά, η μετάφραση των βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης έγινε από την ελληνική μετάφραση των Εβδομήκοντα, και όχι από την ιουδαϊκή Βίβλο. Έτσι τα 'δευτεροκανονικά" πέρασαν στην λατινική μετάφραση και από εκεί στη λατινική Βουλγάτα, μετάφραση που επικράτησε στη Δυτική Ευρώπη μέχρι τη Μεταρρύθμιση. Η Διαμαρτύρηση απέρριψε τα βιβλία αυτά ως μη θεόπνευστα. Τότε η ρωμαιοκαθολική εκκλησία για να σταματήσει το κίνημα της διαμαρτύρησης, ανακήρυξε τα βιβλία αυτά σαν "κανονικά", στη Σύνοδο του Τρεντ, το 1546 μ.Χ. Ένας σημαντικός λόγος που αμφισβητείται η θεοπνευστία τους είναι ότι στο κενό διάστημα μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης δε χρειάσθηκε να γραφούν άλλα βιβλία γιατί ο Θεός είχε αποκαλύψει όσα χρειάζονταν. Η περίοδος των νέων αποκαλύψεων αρχίζει με την εμφάνιση του Ιωάννη του Βαπτιστή. Ο Ιησούς Χριστός δεν αναφέρθηκε ποτέ σ' αυτά τα βιβλία, σε αντίθεση με αυτά που περιλαμβάνουν "οι γραφές" και των οποίων αναφορές και αποσπάσματα χρησιμοποίησε στην επίγεια διακονία Του. Το ίδιο έπραξαν και οι απόστολοι. Την αμφισβήτηση των "απόκρυφων" βιβλίων υποστήριζε και ο εκκλησιαστικός πατέρας Ιερώνυμος, θεωρώντας τα κατώτερου κύρους. Οι πρώτοι εβραίοι συγγραφείς των γεγονότων του 1ου αιώνα μ.Χ., Ιώσυπος και Φίλων, δεν τα αναφέρουν ως θεόπνευστα και "κανονικά". Ο Λούθηρος παρόλο που δεν τα είχε κατατάξει στα "κανονικά", περιέλαβε τα περισσότερα από αυτά στη γνωστή του μετάφραση, ως ωφέλιμα και καλά για ανάγνωση. Η Ορθόδοξη εκκλησία συμπεριλαμβάνει στον "κανόνα" της Βίβλου εκτός από τα 39 βιβλία της ιουδαϊκής Βίβλου, και 10 "δευτεροκανονικά", τα εξής: Α' Έσδρας, Τωβίτ (Τωβίας), Ιουδίθ, Α' Μακκαβαίων, Β' Μακκαβαίων, Γ' Μακκαβαίων, Σοφία Σολομώντος, Σοφία Σειράχ, Βαρούχ και επιστολή Ιερεμία. Εκτός από τα 10 επιπλέον βιβλία, προσθήκες στα ελληνικά υπάρχουν και στα βιβλία Εσθήρ και Δανιήλ. Η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία δέχτηκε τελικά εκτός από τα 39 βιβλία της ιουδαϊκής Βίβλου, συμπεριέλαβε και τα εξής "δευτεροκανονικά": Τωβίτ, Ιουδίθ, Α' Μακκαβαίων, Β' Μακκαβαίων, Σοφία Σολομώντος, Σοφία Σειράχ, Βαρούχ και επιστολή Ιερεμίου, καθώς και τις ελληνικές προσθήκες στα βιβλία Εσθήρ και Δανιήλ. Η Διαμαρτυρόμενη εκκλησία δέχεται ως "κανονικά" μόνο τα 39 βιβλία της ιουδαϊκής Βίβλου, απορρίπτοντας όλα τα "δευτεροκανονικά". Τα "δευτεροκανονικά" τα ονομάζει και "απόκρυφα". Τα Δευτεροκανονικά βιβλία Το βιβλίο αυτό είναι μια συλλογή περικοπών από τα βιβλία των Έσδρα, Β' Χρονικών, Νεεμία και γεγονότων από τη ζωή του Ζοροβάβελ. Περιέχει 9 κεφάλαια. Έσδρας Β': Ονομάζεται και Έσδρας Δ'. Περιέχει οράματα δοσμένα από τον Θεό στον Έσδρα, σχετικά με τη διακυβέρνηση του κόσμου από τον Θεό Γράφτηκε το 200 π.Χ. περίπου και περιέχει 14 κεφάλαια. Η ρομαντική ιστορία ενός πλούσιου νεαρού Ισραηλίτη, αιχμάλωτου στη Νινευή, που οδηγήθηκε από έναν άγγελο να παντρευτεί μια παρθένα χήρα, η οποία είχε χάσει επτά συζύγους. Αποτελείται από 16 κεφάλαια. Η ιστορία μιας πλούσιας και ωραίας χήρας, η οποία τις ημέρες της εισβολής των Βαβυλωνίων στον Ιούδα, πήγε στη σκηνή του στρατηγού των Βαβυλωνίων και με το πρόσχημα ότι θα του παραδοθεί, του έκοψε το κεφάλι, και έτσι έσωσε την πόλη της. Γράφτηκε τον 1ο π.Χ. αιώνα και αποτελείται από 19 κεφάλαια. Το περιεχόμενο του βιβλίου που είναι όμοιο με αυτό του Εκκλησιαστή και των Παροιμιών, αναφέρει την μεγάλη αξία της σοφίας η οποία προέρχεται από τον Θεό. Γράφτηκε το 190-170 π.Χ. και περιέχει 51 κεφάλαια. Μοιάζει με το βιβλίο των Παροιμιών και γράφτηκε από το γιο του Σειράχ, πολυταξιδεμένο Ιουδαίο φιλόσοφο. Δίνει κανόνες συμπεριφοράς για την καθημερινή ζωή και εξυμνεί μακρύ κατάλογο ηρώων της Παλαιάς Διαθήκης. Αποτελείται από 5 κεφάλαια. Συγγραφέας του είναι ο Βαρούχ, ο γραμματέας του Ιερεμία, σύμφωνα με το βιβλίο. Περιέχει εξομολόγηση του λαού Ισραήλ κατά την περίοδο της αιχμαλωσίας του. επιστολή του Ιερεμία: Περιέχει 1 κεφάλαιο. Γράφτηκε γύρω στο 100 π.Χ. στην εβραϊκή γλώσσα, από Ιουδαίο της Παλαιστίνης και περιέχει 16 κεφάλαια. Περιγράφει στρατιωτικά και πολιτικά γεγονότα την περίοδο των Μακκαβαίων (175-135 π.Χ.) με ακρίβεια και αντικειμενικότητα. Γράφτηκε στην ελληνική γλώσσα από τον Ιάσονα της Κυρήνης, και εξιστορεί τους αγώνες των Μακκαβαίων κατά το διάστημα 175-161 π.Χ. Περιέχει 15 κεφάλαια. Γράφτηκε στην ελληνική γλώσσα, γύρω στο 100 π.Χ. και περιέχει 7 κεφάλαια. Εξιστορεί γεγονότα της περιόδου 221-203 π.Χ. προσθήκες στο βιβλίο της Εσθήρ: Χωρία που προστέθηκαν στο βιβλίο της Εσθήρ, στη μετάφραση των Εβδομήκοντα. προσθήκες στο βιβλίο Δανιήλ: Περιέχει την "Προσευχή Αζαρία", τον "Ύμνο των τριών Παίδων" τη "Σωσάννα" (Σουζάννα), και το "Βηλ και δράκοντας"
Ονομάζεται και Σασαβασσάρ (Σεσαβασσάρ, Έσδρας 1:8,11, 5:14). Γιος του Σαλαθιήλ (Έσδρας 3:2, Αγγαίος 1:1) και εγγονός του βασιλιά Ιεχονία (Ματθαίος 1:12). Στο Α' Χρονικών 3:19 αναφέρεται ως γιος του Φεδαΐα (Πεδαΐα) αδερφού του Σαλαθιήλ. Πιθανόν ο Σαλαθιήλ να πέθανε χωρίς να αφήσει απόγόνους και ο ανιψιός του Ζοροβάβελ έγινε ο κληρονόμος του, γι αυτό και καλείται γιος του (Έξοδος 2:10). Μια άλλη εκδοχή είναι ο αδερφός του να παντρεύτηκε τη χήρα γυναίκα του και ο Ζοροβάβελ να έγινε γιος του Σαλαθιήλ σύμφωνα με το νόμο (Δευτερονόμιο 25:5-10). Αναφέρεται και στο γενεαλογικό κατάλογο του Ιησού Χριστού ως ένας από τους προπάτορες του Ιωσήφ, συζύγου της Παρθένου Μαρίας (Ματθαίος 1:13, Λουκάς 3:27). Είχε επτά γιους και μία κόρη (Α' Χρονικών 3:19). Ο Ζοροβάβελ ήταν κληρονόμος του θρόνου του Ιούδα (Α' Χρονικών 3:17-19). Όταν ο βασιλιάς Κύρος επέτρεψε στους Ιουδαίους να επιστρέψουν στη γη των προγόνων τους, τοποθέτησε το Ζοροβάβελ έπαρχο της Ιουδαίας και επιστάτη για τα σκεύη του Ναού του Θεού (Έσδρας 1:8,11, 5:14, αναφέρεται με το όνομα Σασαβασσάρ). Όταν οι Ιουδαίοι επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ και άρχισαν την ανοικοδόμηση του Ναού, οι Σαμαρείτες που ήταν εχθροί τους, ζήτησαν από το Ζοροβάβελ να συνεργασθούν στην ανοικοδόμηση του. Οι Ιουδαίοι αρνήθηκαν και τότε οι Σαμαρείτες έστειλαν συκοφαντική επιστολή στους βασιλιάδες των Περσών Ασσουήρη και Αρταξέρξη, για δήθεν προετοιμαζόμενη εξέγερση των Ιουδαίων (Έσδρας 4:1-16), με αποτέλεσμα να πετύχουν τη διακοπή των εργασιών στο Ναό (Έσδρας 4:17-24). Όμως το 520 π.Χ. οι εργασίες ξανάρχισαν (Έσδρας 5:2) και μετά από τέσσερα χρόνια ο Ναός επισκευάστηκε. Ακολούθησαν τα εγκαίνια του Ναού, με μεγάλη γιορτή τις ημέρες του Πάσχα (Έσδρας 6:16-22). |