Υπεξήλθεν
|
(υπεξέρχομαι)
εξέρχομαι
κρυφά,
αποσύρομαι
|
Υπεραίρομαι
|
υπερηφανεύομαι,
αλαζονεύομαι
|
Υπερβαίνω
|
ξεπερνώ,
υπερνικώ,
υπερβάλλω
|
Υπερβολή
|
υπερβολικά,
πάρα
πολύ,
ακρότητα
|
Υπερεκπερισού
|
πολύ
επιπλέον
|
Υπερεκτείνω
|
τεντώνω
κάτι
υπερβολικά
|
Υπερηφάνεια
|
υψηλοφροσύνη,
έπαρση,
αλαζονεία
|
Υπόδειγμα
|
απεικόνισμα,
παράδειγμα
|
Υπόδικος
|
κατηγορούμενος
για
αξιόποινο
αδίκημα
|
Υποκείμενος
|
αυτός
που
βρίσκεται
από
κάτω
|
Υπολήνιο
|
λάκκος
στον
οποίο
χύνεται
ο
οίνος
|
Υποπόδιο
|
αντικείμενο
για
τα
πόδια
καθισμένου
|
Υπόσταση
|
ύπαρξη
|
Υποτάσσω
|
Θέτω
υπό
την
εξουσία
μου
|
Ύσσωπος
|
αρωματικό
φυτό
που
χρησιμοποιούσαν για
ραντισμό
|
Υψηλοφρονώ
|
υπερηφανεύομαι
|