Η ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ  ΤΗΣ  ΑΓΙΑΣ  ΓΡΑΦΗΣ

Υ

Υπεξήλθεν

(υπεξέρχομαι) εξέρχομαι κρυφά, αποσύρομαι

Υπεραίρομαι

υπερηφανεύομαι, αλαζονεύομαι

Υπερβαίνω

ξεπερνώ, υπερνικώ, υπερβάλλω

Υπερβολή

υπερβολικά, πάρα πολύ, ακρότητα

Υπερεκπερισού

πολύ επιπλέον

Υπερεκτείνω

τεντώνω κάτι υπερβολικά

Υπερηφάνεια

υψηλοφροσύνη, έπαρση, αλαζονεία

Υπόδειγμα

απεικόνισμα, παράδειγμα

Υπόδικος

κατηγορούμενος για αξιόποινο αδίκημα

Υποκείμενος

αυτός που βρίσκεται από κάτω

Υπολήνιο

λάκκος στον οποίο χύνεται ο οίνος

Υποπόδιο

αντικείμενο για τα πόδια καθισμένου

Υπόσταση

ύπαρξη

Υποτάσσω

Θέτω υπό την εξουσία μου

Ύσσωπος

αρωματικό φυτό που χρησιμοποιούσαν για ραντισμό

Υψηλοφρονώ

υπερηφανεύομαι