Χαλινός
|
χαλινάρι
|
Χαλινώνω
|
συγκρατώ,
περιορίζω
|
Χαλκολίβανος
|
μέταλλο
που μοιάζει
με χρυσάφι
|
Χαράσσω
|
κάνω
γραμμές
πάνω
σε επιφάνεια
|
Χαύνος
|
άτονος,
νωθρός
|
Χείρων
|
χειρότερο,
κατώτερο
σε
τάξη, αξία
|
Χοίνιξ
|
είδος
μέτρησης
|
Χολή
|
υγρό
που βγαίνει
από το
συκώτι
|
Χρήζω
|
έχω
την ανάγκη,
χρειάζομαι
|
Χρηστός
|
ηθικός,
έντιμος,
καλός
αγαθός
|
Χρηστότητα
|
ηθικότητα,
αγαθότητα
|
Χριστός
|
αυτός
που έχει
πάρει χρίσμα,
χρισμένος
|
Χρίω
|
καθιερώνω,
αναγνωρίζω,
αλείφω
|
Χωλός
|
ανάπηρος
στα πόδια,
κουτσός
|
|