Θάμβος
|
κατάπληξη,
θαυμασμός,
τρόμος
|
Θαύμα
|
καθετί
το
οποίο
γίνεται
παρά
τους
φυσικούς
νόμους
|
Θεατρίζομαι
|
γελοιοποιούμαι,
διακωμωδίζομαι
|
Θεράπων
|
ο
ασχολούμενος
με
ζήλο
σε
κάτι,
ο
υπηρέτης
|
Θέτω
|
τοποθετώ,
βάζω
|
Θρησκεία
|
θεία
λατρεία,
απονεμομένη
τιμή,
θρήσκευμα
|
Θυμίαμα
|
ρητίνη
που
όταν
καίγεται
αναδίδει
άρωμα
|
Θύση
|
(θύω
= αφανίζω,
καταστρέφω,
θυσιάζω),
να
καταστρέψει
|
|