Τάζω
|
υπόσχομαι
να δώσω
κάτι
|
Ταλαίπωρος
|
κακομαθημένος,
δύστυχος,
βασανισμένος
|
Ταμείο
|
αποθήκη,
δωμάτιο,
κελάρι
|
Ταπεινοφροσύνη
|
σεμνότητα,
μετριοφροσύνη
|
Τεθέν
|
(τίθημι)
τοποθετώ,
το
τοποθετημένο
|
Τεκνογονία
|
τεκνοποιία
|
Τέκτονας
|
οικοδόμος
ή ξυλουργός
|
Τελεσφορώ
|
φέρνω
αποτέλεσμα,
φέρνω
καρπούς
|
Τετυφωμένος
|
τυφλωμένος
από
υπερηφάνεια
|
Τεταγμέναι
|
(τάσσομαι
= ορίζω,
διορίζω),
διορισμένες
|
Τετραχηλισμένα
|
(τραχηλίζομαι
= φανερώνω,
ανακαλύπτω),
φανερωμένα
|
Τέφρα
|
στάχτη,
σποδός
|
Τίκτω
|
γεννώ,
αποφέρω,
παράγω,
βλαστάνω
|
Τουτέστιν
|
δηλαδή
|
Τράχηλος
|
λαιμός
και αυχένας,
σβέρκος
|
Τριβόλι
|
φυτό
το οποίο
έχει αγκάθια
|
Τρίβος
|
μονοπάτι,
οδός, δρόμος
|
Τροφός
|
η
τρέφουσα, η
θηλάζουσα
|
Τρυφή
|
μυθική
και πλούσια
ζωή, καλοπέραση
|
Τύπος
|
ίχνος
από χτύπημα
με πίεση,
παράδειγμα,
υπόδειγμα
|
Τωόντι
|
πραγματικά,
αληθινά
|
|