Η ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ  ΤΗΣ  ΑΓΙΑΣ  ΓΡΑΦΗΣ

Σ

Σάβανα

σεντόνι περιτυλίγματος νεκρού

Σαλεύω

κινώ, σείω, αλλάζω θέση

Σαλπίζω

παίζω σάλπιγγα

Σάρδιος

ημιπολύτιμος λίθος

Σεμιδάλη

Σιμιγδάλι

Σεμνοπρεπής

σεμνός στους τρόπους

Σημεία & τέρατα

πράγματα τερατώδη, απίστευτα

Σιναπιού (κόκκος)

πολύ μικρός σπόρος ο οποίος καταλήγει σε ποώδες φυτό

Σιτηρέσιο

καθημερινή τροφή στρατιωτών

Σκάνδαλο

παγίδα, πειρασμός, αιτία καταστροφής, ο πλανών

Σκηνοπηγία

εγκατάσταση σκηνών

Σκηνοποιός

κατασκευαστής σκηνών

Σκήνωμα

το σώμα του ανθρώπου ως κατοικία της ψυχής

Σκήπτρο

πολυτελής ράβδος ως έμβλημα εξουσίας

Σκιά

σκιαγράφημα, μτφ: παράδειγμα

Σκολιά

στραβή, ψευδή, δόλια, πανούργα, δύστροπη

Σκόλωψ

ενόχλημα, βάσανο, πάσσαλος

Σκύβαλο

σκουπίδι, άχρηστο, απομεινάρι

Σκυθρωπός

κατσούφης, κατηφής

Σκωληκόβρωτος

καταφαγωμένος, ο γεμάτος σκουλήκια

Σουδάριο

λουρίδα άσπρου πανιού για κεφάλι νεκρού

Σπερμολόγος

φλύαρος

Σπίλος

κηλίδα, λεκές, (μτφ) ηθικό στίγμα

Σπιρίδα

(σπυρίς) καλάθι, ζεμπίλι

Σπλαχνικός

συμπονετικός, συμπαθών

Σποδός

ζεστή στάχτη που περιέχει αναμμένα κάρβουνα

Σπονδή

έκχυση κρασιού ή άλλου υγρού από ειδικό αγγείο στις ιεροτελεστίες, προσφορά, θυσία

Σπουδάζω

βιάζομαι, σπεύδω

Σπουδή

βιασύνη, γρηγοράδα, προθυμία, ζήλος

Στοιχεία

η αρχή της κτίσεως, βάσης μαθήσεως

Σπυρίδα

(σπυρίς) καλάθι, ζεμπίλι

Στιλπνός

λαμπερός, γυαλιστερός

Στοχάζομαι

συλλογίζομαι, σκέφτομαι

Στρεβλώνω

κάνω κάτι στρεβλό, διαστρέφω, παραμορφώνω

Στρούθιο

σπουργίτι

Συγκακοπαθώ

κακοπαθώ μαζί με άλλον, συμπάσχω, συμπονώ

Συγκαταβαίνω

γίνομαι επιεικής, ενδοτικός

Συγκατανεύω

δίνω την συγκατάθεσή μου σε κάτι

Συγκεφαλαίωση

σύντομη επανάληψη, συνόψιση

Συγκοινωνός

ο έχων πρόσβαση σε κάτι, ο έχων επικοινωνία

Συγκυρία

σύμπτωση, συντυχία

Συζευγνύω

συνδέω, ενώνω δύο πράγματα μαζί

Συκοφαντώ

αποδίδω κατηγορία, διαβάλλω, κατηγορώ

Συμβιβαστικός

υποχωρητικός, διαλλακτικός

Συμμορφούμενος

με την ίδια μορφή με κάποιον

Συμπαθώ

συμμερίζομαι την θλίψη, πάσχω

Συμπαρασύρω

παρασέρνω μαζί μου

Σύμφυτος

φυτρωμένος μαζί με άλλον

Συνάγω

συναθροίζω, συγκαλώ, συγκετρώνω

Συναγωγή

τόπος συνέλευσης κοινής προσευχής

Συναναστρέφομαι

έρχομαι σε επαφή - κοινωνία με κάποιον

Συνάφεια

άμεση επαφή, άμεση σχέση

Συνδιαλλάσσω

συμφιλιώνω, συμβιβάζω

Συνείδηση

η εσωτερική γνώση με την οποία ο άνθρωπος πληροφορεί ευατόν περί του καλού και του κακού

Συνεισφορά

χρηματική συμβολή για ορισμένα έργα

Συνεκέρασε

(συγκεράννυμι) συγκροτώ, ενώνω

Συνεπιμαρτυρώ

ομολογώ, επικυρώνω

Συνεργώ

συμπράττω, συντελώ, βοηθώ

Συνέρχομαι

έρχομαι μαζί με άλλους στον ίδιο χώρο

Σύνεση

φρόνηση, περίσκεψη, νοητική δύναμη

Συνεστέλλομαι

(συστέλλομαι) μαζεύομαι

Συνεστώσα

(συνίσταμαι) αποτελούμαι, συμφωνώ, που έχει γίνει

Συνιστώ

εφιστώ την προσοχή, συμβουλεύω

Συνοικώ

συμβιώνω, συζώ, συγκατοικώ

Συντέμνω

συντομεύω, περιορίζω

Συνυποκρίνομαι

υποκρίνομαι μαζί με κάποιον

Συριγμός

σφύριγμα

Σύσσωμα

αυτοί που ανήκουν στο ίδιο σώμα (εκκλησία)

Συστέλλω

περιορίζω τον όγκο, συντομεύω

Σφετερίζομαι

κάνω κάτι δικό μου παράνομα.

Σφραγίδα

επιθέτω, βάζω σφραγίδα, κλείνω κάτι ασφαλίζω

Σφύρα

κοκάλα

Σχίσμα

διάσταση γνωμών, διχογνωμία

Σωφρονώ

συνετίζω, φρονιμεύω, τιμωρώ