Παιδαγωγός
|
αυτός
που
φροντίζει
για
την
αγωγή
των
παιδιών
|
Πάλαι
|
τον
παλιό
καιρό
|
Παλιγγενεσία
|
αναγέννηση,
ανάσταση,
ανανέωση
|
Πανηγύρι
|
η
συνάθροιση
για
κοινή
γιορτή,
σε
χαρά,
ευχαρίστηση
|
Πανοικί
|
με
όλον τον
οίκο, με όλη
την
οικογένεια
|
Πανουργία
|
δολιότητα,
πονηρό
τέχνασμα,
απάτη
|
Πανταχόθεν
|
από
παντού,
από
όλα
τα
μέρη
|
Παραβολή
|
αλληγορική
διήγηση
με
ηθικό
δίδαγμα
|
Παραινώ
|
παρακινώ,
ενθαρρύνω
|
Παρακαταθήκη
|
κατατιθέμενο
σε
κάποιον
για
φύλαξη
|
Παράκληση
|
πρόσκληση
προς
βοήθεια,
παρακίνηση,
προτροπή
|
Παράκλητος
|
ο
καλούμενος
σε
βοήθεια
|
Παρακλίνω
|
προτρέπω,
παροτρύνω
|
Παρακύπτω
|
σκύβω,
υποτάσσομαι
|
Παράλογος
|
αυτός
που κρίνει
και
λογίζεται
λανθασμένα
|
Παραμυθία
|
παρηγοριά,
προτροπή
|
Παραπικραίνω
|
στεναχωρώ
πολύ,
παροξύνω
|
Παραστέκομαι
|
στέκω
στο
πλευρό,
βοηθώ,
συμπαρίσταμαι
|
Παραφροσύνη
|
τρέλα,
ανόητος
λόγος,
ασύνετη
πράξη
|
Παραχείμαση
|
το
ξεχειμώνιασμα,
περνώ
τον
χειμώνα
|
Πάρδαλις
(η)
|
ο
πάνθηρας,
λεοπάρδαλη
|
Παρεισάγω
|
εισάγω
κρυφά,
πλαγίως
|
Παρεπιδημώ
|
διαμένω
προσωρινά
σε
ξένο
τόπο
|
Πάρεστιν
|
(πάρειμι)
είμαι
κοντά,
είναι
δυνατόν
|
Παρήγορος
|
αυτός
που
δίνει
παρηγοριά,
κουράγιο
|
Παρθένος
(η)
|
η
αγνή
προς
γάμο
κατάλληλη
κόρη
(εικονικά)
περί
της
χριστιανικής
κοινότητας
|
Παριστάνω
|
περιγράφω,
εικονίζω,
προσκομίζω
|
Πάροδος
|
στενός
ή
δευτερεύων
δρόμος
που
οδηγεί
σε
άλλον
μεγαλύτερο,
παρέλευση,
πέρασμα,
διάβαση
|
Παροικία
|
κοινότητα
ομοεθνών
σε
ξένη
χώρα
|
Παροξύνω
|
εξάπτω,
ερεθίζω,
παροργίζω
|
Παροργισμός
|
ερεθισμός
που
προκαλεί
οργή,
θυμός
|
Παρρησία
|
θαρρετή
έκφραση
γνώμης
|
Παρώκησα
|
(παροικώ
= διαμένω
σε
ξένη
γη),
κατοίκησα
σε
ξένη
γή
|
Παρώξυνας
|
(παροξύνω)
προκαλώ,
παροργίζω,
ερεθίζω
|
Πατάσσω
|
τιμωρώ
αυστηρά,
χτυπώ,
πληγώνω
|
Πατριά
|
καταγωγή,
γενιά, ρίζα,
φυλή, λαός,
σύστημα
τάξεως
αγγέλων
|
Πέμψας
|
(πέμπω)
ο
αποστείλλας,
στέλνω
|
Πεπεισμένος
|
σταθερός,
με
ακλόνητη
βεβαιότητα
|
Πεπελεκισμένος
|
(πελεκίζω
= κόβω
κάτι
με
τσεκούρι),
αυτός
που
έχει
πελεκιστεί
|
Πεποίθηση
|
σταθερή
και
ακλόνητη
βεβαιότητα
|
Πεπτωκυία
|
(πίπτω)
πεσμένη
|
Πεπυρωμένοι
|
[πυρώ
= καίω,
(τροπ)
φλέγομαι
από
επιθυμία],
αναμμένοι
από
επιθυμία
|
Πεπωλημένος
|
(πωλώ)
πουλημένος
|
Πέρας
|
τέρμα,
τέλος,
(πέρατα)
στην
άκρη
του
κόσμου
|
Περιεζωσμένοι
|
(περιζώννυμι)
αυτοί
που
έχουν
περιζωθεί
|
Περιεργάζομαι
|
εξετάζω
κάτι
με
πολύ
προσοχή
και
με
λεπτομέρεια
|
Περικυκλωμένος
|
κυκλωμένος
από
όλες
τις
πλευρές
|
Περιπίπτω
|
υποκύπτω,
πέφτω
|
Περισπασμός
|
οτιδήποτε
αποσπά
την
προσοχή
|
Περίσσεια
|
περίσσευμα,
πλεόνασμα,
πλήθος
|
Περιτομή
|
(περιτέμνω)
η
κατ΄άκρων
κυκλική
αποκοπή
|
Περιφρονώ
|
Θεωρώ
κάτι
ανάξιο
προσοχής
ή
εκτίμησης
|
Πεφυσιωμένος
|
ο
ψωροπερήφανος,
φουσκωμένος
|
Πιθανολογία
|
γνώμη
για
το
αληθοφανές
(πιθανόν)
|
Πλάνη
|
λαθεμένη
γνώμη
ή
κρίση,
απάτη
|
Πλέγμα
|
καθετί
το
πλεγμένο,
πλεξούδα
|
Πλειότερο
|
πάρα
πολλές
φορές,
περισσότερο
|
Πλεονάζω
|
είμαι
παραπάνω
από
όσο
πρέπει
η
χρειάζομαι
|
Πλεονεξία
|
απληστία,
αχορτασιά,
φιλοκέρδεια
|
Πληθυνθείην
|
(πληθύνω),
αυξάνω,
γίνομαι
πλήρης,
συμπληρώνομαι
|
Πλήκτης
|
φιλόνικος,
υβριστής,
φίλερις
|
Πληρώ
|
εκπληρώνω,
γεμίζω,
κάνω
κάτι
τέλειο
|
Πλήρωμα
|
γέμισμα,
ο
συμπληρωμένος
χρόνος,
πληρότητα,
τελειότητα
|
Ποδήρης
|
αυτή
που
φτάνει
ως
τα
άκρα
τον
ποδιών
|
Πόθεν
|
από
πού
;
|
Ποίημα
|
έργο,
πλάσμα Θεού,
δημιούργημα
|
Ποιώ
|
κατασκευάζω,
δημιουργώ,
εκτελώ
|
Πολίτευμα
|
η
πολιτεία,
η
πολιτική
συμπεριφορά,
διαγωγή
|
Πολιτεύομαι
|
συμπεριφέρομαι,
συμμορφώνομαι,
ζώ
|
Πομπή
|
πανηγυρική
ή
θρησκευτική
συνοδεία
|
Πορνεύω
|
έχω
προγαμιαία
σαρκική
επαφή,
ασελγώ
ως
πόρνος
(μτφ)
παραπλανώμαι
σε
ειδωλολατρία
|
Πορφύρα
|
ύφασμα
βαμμένο
κόκκινο,
στολή
αυτοκρατόρων
|
Πραιτώριο
|
το
μέγαρο
των
Ρωμαίων
στρατηγών
|
Πρέσβεις
|
διπλωματικοί
αντιπρόσωποι
κράτους
σε
ξένη
χώρα
|
Προαίρεση
|
επιθυμία,
διάθεση,
προτίμηση
|
Προβεβηκότες
|
άνθρωποι
προχωρημένης
ηλικίας
|
Πρόγνωση
|
πρόβλεψη
|
Πρόδηλος
|
ολοφάνερος,
πασίγνωστος
|
Προειρημένος
|
αυτός
που
έχει
προαναφερθεί
|
Πρόθεση
|
το
τραπέζι
που
τοποθετούνται
τα
ιερά
σκεύη
|
Προϊδων
|
το
είχε
δει
από
πριν
|
Προΐσταμαι
|
είμαι
επικεφαλής,
διευθύνω,
κυβερνώ
|
Πρόκειμαι
|
βρίσκομαι
μπροστά
|
Προκείμενος
|
αυτός
που
βρίσκεται
μπροστά
|
Προκρίνω
|
κρίνω
από
πριν,
προαποφασίζω
|
Πρόξενος
|
αυτός
που
προκαλεί
κάτι,
υπαίτιος
|
Προξενώ
|
γίνομαι
αίτιος
για
να
συμβεί
κάτι
|
Προπαθόντες
|
αυτοί
που έχουν
πάθει από
πρίν
|
Προπετής
|
αυθάδης,
θρασύς,
ορμητικός
|
Προσαναπληρώ
|
συμπληρώνω,
αναπληρώνω
|
Προσάπτω
|
καταλογίζω
κάτι
σε
βάρος
κάποιου
|
Προσδοκώ
|
περιμένω
να
συμβεί
κάτι
ευχάριστο
|
Προσύλητος
|
αυτός
που
προσχώρησε
σε
θρησκευτικό
δόγμα
|
Προσηλώνω
|
καρφώνω,
στερεώνω
|
Πρόσκαιρα
|
αυτά
που
διαρκούν
λίγο
καιρό
|
Προσκαρτερώ
|
περιμένω
υπομονετικά
|
Προσκόπτω
|
σκοντάφτω,
προσκρούω
|
Προσποίηση
|
πρόφαση,
υποκρισία
|
Προσφιλής
|
ο
πολύ
αγαπητός,
πολυαγαπημένος
|
Προσωποληπτώ
|
έχω
χαριστική
διάθεση
έναντι
σε
κάποιους
|
Πρότερος
|
προγενέστερος,
πρωτύτερος
|
Προτροπή
|
παρόρμηση,
παρακίνηση
|
Πρόφαση
|
πλαστή
δικαιολογία,
πρόσχημα
|
Προφητεύω
|
προλέγω
τα
μέλλοντα
από
τον
Θεό
εμνευσμένος
|
Πρώιμος
|
αυτός
που
γίνεται
πρόωρα
|
Πρωτεύων
|
αυτός
που έχει την
πρώτη θέση
|
Πρώτιστος
|
ο
πρώτος
μεταξύ
των
πρώτων
|
Πρωτότοκος
|
αυτός
που
γεννήθηκε
πρώτος
|
Πυλώνας
|
μεγάλη
πύλη
που
αποτελεί
την
είσοδο
ναού
|
Πώποτε
|
ουδέποτε
|
Πώρωση
|
πλήρης
ηθική
αναισθησία
|