Οδύνη
|
ψυχικός
πόνος,
θλίψη,
λύπη
|
Οδυρμός
|
θρήνος,
κλαυθμός
|
Όζω
|
αποπνέω
δυσοσμία,
μυρίζω
άσχημα
|
Όθεν
|
άρα,
επομένως,
απ΄όπου,
δια
τούτο
|
Οικονομία
|
επιστασία,
δαχείριση,
έργο
οικονομίας
ανεξερεύνητο
μέσο
πρόνοιας
Θεού
για
τη
σωτηρία
του
ανθρώπου
|
Οικουμένη
|
ο
κατοικούμενος
κόσμος,
υφήλιος
|
Οικτείρω
|
λυπούμαι
κάποιον,
ευσπλαχνίζομαι,
ελεώ
|
Όλεθρος
|
καταστροφή,
αφανισμός,
φθορά,
θάνατος
|
Ολοκαύτωμα
|
κάθε
τι
που
καταστρέφεται
ολοκληρωτικά
από
φωτιά
|
Ολολύζω
|
βγάζω
θρηνητικές
κραυγές,
θρηνώ
δυνατά
|
Ομνύω
|
ορκίζομαι
|
Ομόζυγος
|
ζεμένος
στον
ίδιο
ζυγό
|
Ομοθυμαδόν
|
με
την
ίδια
ψυχική
διάθεση,
το
ίδιο
φρόνημα
|
Ομού
|
ταυτόχρονα,
μαζί,
συγχρόνως
,παρομοίως
|
Ομόφρων
|
αυτός
που
έχει
τις
ίδιες
ιδέες
με
άλλον
|
Ονειδίζω
|
επιπλήττω,
κατηγορώ,
χλευάζω,
βρίζω
|
Όντινα
|
όποιον
|
Οξεία
|
αιχμηρή,
σουβλερή,
μυτερή,
κοπτερή
|
Όξος
|
ξύδι
|
Οπωρικό
|
η
οπώρα,
το
φρούτο
|
Οπωσούν
|
κάπως
|
Ορέγομαι
|
επιθυμώ
έντονα,
λαχταρώ,
απλώνω
|
Ορθοποδώ
|
(ορθός
+ ποδώ),
πορεύομαι
την ορθή οδό
|
Ορθοτομώ
|
(ορθός
+ τέμνω),
διδάσκω -
χειρίζομαι
ορθά τον
Λόγο
|
Όρθρος
|
χαραυγή,
χαράματα,
η
πρωία
|
Όρνις
|
όρνιθα,
κότα,
πουλί
|
Οσφύς
|
η
μέση
του
ανθρώπινου
σώματος
(αληγ.)
έδρα
της
αναπαραγωγικής
δύναμης
του
άνδρα
|
Ουδόλως
|
με
κανένα
τρόπο
|
Οφθαλμοδουλεία
|
το
να
υπηρετεί
κάποιος
με
υπερβολικά
ψευδή
ζήλο
έτσι
ώστε
να
τον
δουν
οι
άλλοι
|
Οφρύς
|
φρύδι,
μέρος
εξέχον
του
εδάφους
|
Οχληρός
|
ενοχλητικός,
δυσάρεστος,
φορτικός
|
Όψιμος
|
αυτός
που
γίνεται
αργά,
καθυστερημένα
|