Η ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ  ΤΗΣ  ΑΓΙΑΣ  ΓΡΑΦΗΣ

Ο

Οδύνη

ψυχικός πόνος, θλίψη, λύπη

Οδυρμός

θρήνος, κλαυθμός

Όζω

αποπνέω δυσοσμία, μυρίζω άσχημα

Όθεν

άρα, επομένως, απ΄όπου, δια τούτο

Οικονομία

επιστασία, δαχείριση, έργο οικονομίας ανεξερεύνητο μέσο πρόνοιας Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου

Οικουμένη

ο κατοικούμενος κόσμος, υφήλιος

Οικτείρω

λυπούμαι κάποιον, ευσπλαχνίζομαι, ελεώ

Όλεθρος

καταστροφή, αφανισμός, φθορά, θάνατος

Ολοκαύτωμα

κάθε τι που καταστρέφεται ολοκληρωτικά από φωτιά

Ολολύζω

βγάζω θρηνητικές κραυγές, θρηνώ δυνατά

Ομνύω

ορκίζομαι

Ομόζυγος

ζεμένος στον ίδιο ζυγό

Ομοθυμαδόν

με την ίδια ψυχική διάθεση, το ίδιο φρόνημα

Ομού

ταυτόχρονα, μαζί, συγχρόνως ,παρομοίως

Ομόφρων

αυτός που έχει τις ίδιες ιδέες με άλλον

Ονειδίζω

επιπλήττω, κατηγορώ, χλευάζω, βρίζω

Όντινα

όποιον

Οξεία

αιχμηρή, σουβλερή, μυτερή, κοπτερή

Όξος

ξύδι

Οπωρικό

η οπώρα, το φρούτο

Οπωσούν

κάπως

Ορέγομαι

επιθυμώ έντονα, λαχταρώ, απλώνω

Ορθοποδώ

(ορθός + ποδώ), πορεύομαι την ορθή οδό

Ορθοτομώ

(ορθός + τέμνω), διδάσκω - χειρίζομαι ορθά τον Λόγο

Όρθρος

χαραυγή, χαράματα, η πρωία

Όρνις

όρνιθα, κότα, πουλί

Οσφύς

η μέση του ανθρώπινου σώματος (αληγ.) έδρα της αναπαραγωγικής δύναμης του άνδρα

Ουδόλως

με κανένα τρόπο

Οφθαλμοδουλεία

το να υπηρετεί κάποιος με υπερβολικά ψευδή ζήλο έτσι ώστε να τον δουν οι άλλοι

Οφρύς

φρύδι, μέρος εξέχον του εδάφους

Οχληρός

ενοχλητικός, δυσάρεστος, φορτικός

Όψιμος

αυτός που γίνεται αργά, καθυστερημένα