Νεφέλη
|
σύννεφο
|
Νέφος
|
σύννεφο
(μετ.)
μεγάλο
πλήθος
|
Νηστεία
|
(νη+εσθίω
= δεν
τρώω,
νηστεύω),
αφαγία
|
Νόθος
|
ο
γεννημένος
από
μη
νόμιμο
γάμο,
μη
γνήσιος
|
Νουθετώ
|
δίνω
συμβουλές,
δασκαλεύω
|
Ντροπή
|
συστολή
από
σεβασμό
|
Νυξ
|
νύχτα
|
Νωθρός
|
βλάκας,
οκνός,
τεμπέλης,
αργός
|
Νώτον
|
ραχιαία
επιφάνεια
του
κορμού
του
ανθρώπου
|
|