Μαίνομαι
|
κατέχομαι
από
μανία,
είμαι
έξω
φρενών
|
Μακαρισμός
|
καλοτύχισμα
|
Μακελείον
|
σφαγείο,
αγορά
των
τροφίμων
|
Μακροθυμία
|
υπομονή,
καρτερικότητα
|
Μαρτυρία
|
πληροφορία,
βεβαίωση,
ομολογία
|
Ματαιολογία
|
ματαιοφωνία,
ανόητη
ομιλία,
κενολογία
|
Ματαιοφωνία
|
αυτός
που
ματαιολογεί,
φλύαρος
|
Μεγαλαυχώ
|
αλαζονεύομαι,
κομπάζω,
καυχώμαι
|
Μεθοδεύω
|
εκτελώ
κάτι
με
μέθοδο,
με
προγραμματισμό
|
Μεθόρια
|
βρίσκεται
στα
σύνορα,
αποτελεί
όριο
|
Μέλας
|
τελείως
σκοτεινός,
μαύρος
|
Μέλλω
|
σκοπεύω,
μελετώ
να
κάνω
κάτι
|
Μέμφομαι
|
κατηγορώ,
κατακρίνω,
κακίζω
|
Μεμψίμοιρος
|
γκρινιάρης,
παραπονιάρης,
δυσαρεστημένος
|
Μέριμνα
|
φροντίδα,
έγνοια,
πρόνοια,
ανησυχία
|
Μερισθείς
|
διαιρεθείς,
διανομέας,
αυτός
που
μοιράζει
|
Μεσιτεύω
|
μεσολαβώ
ανάμεσα
για
την
επίτευξη
συμφωνίας
|
Μεσουράνημα
|
στο
μέσο
του
ουρανού
|
Μεστός
|
γεμάτος,
πλήρης
|
Μεταβαίνω
|
πηγαίνω
από
το
ένα
μέρος
στο
άλλο
|
Μεταδοτικός
|
αυτός
που
μεταδίδει
κατανοητικά
τις
γνώσεις
του
|
Μεταμέλεια
|
αλλαγή
γνώμης
ή
απόφασης
|
Μετανοώ
|
λυπούμαι
ειλικρινά
για
ότι
έκανα
και
τι
καταδικάζω,
αλλάζω
γνώμη
|
Μετατίθεμαι
|
τοποθετούμαι
σε
άλλη
θέση
|
Μετοικώ
|
αλλάζω
κατοικία
ή
τόπο
|
Μηδείς
|
κανείς
|
Μηκέτι
|
όχι
πλέον
|
Μιαίνω
|
ρυπαίνω,
μολύνω,
βεβηλώνω
|
Μικροψυχώ
|
λυπούμαι
|
Μιμητής
|
αυτός
που
μιλά
η
ενεργεί
όπως
ένας
άλλος
|
Μισθαποδοσία
|
αμοιβή,
απόδοση
του
μισθού
|
Μνημόσυνο
|
μνήμη,
υπενθύμιση,
ενθύμηση
|
Μόδι
|
μέτρο
χωρητικότητας
8,7 λίτρα
|
Μόχθος
|
κόπος,
βάσανο,
ταλαιπωρία
|
Μυελός
|
λιπώδης
ουσία
στα
οστά,
μυαλό
|
Μύθος
|
φανταστική
ψευδής
διήγηση
|
Μύλου
(φωνή)
|
ο
ψίθυρος
που
παράγει
στρεφόμενος
ο
μύλος
|
Μυριάδες
|
αμέτρητο
πλήθος
|
Μυστήριο
|
κάθε
τι
το
ακατανόητο,
ασύλληπτο
|
Μώμος
|
ελλάτωμα
|
Μωραί
|
πνευματικά
εξασθενισμένες,
ανόητες
|
Μωρολογία
|
ανόητη
φλυαρία
|