Λαθραίος
|
μυστικός,
κρυφός,
αυτός
που
διαφεύγει
|
Λακτίζω
|
κλωτσάω,
χτυπώ
με
τα
πόδια
|
Λαληθησομένων
|
(λαλέω)
(ομιλώ),
αυτών
που
ειπώνονταν
|
Λησμονώ
|
ξεχνώ,
αμελώ,
παραβαίνω
|
Λιμός
|
μεγάλη
πείνα
από
έλλειψη
τροφής
|
Λινάριο
|
ποώδες
φυτό
με
ίνες
για
υφαντική
|
Λοιδορώ
|
βρίζω,
χλευάζω,
κοροϊδεύω,
κακολογώ
|
Λοιμός
|
θανατηφόρα
επιδημία
(π.χ
πανώλης)
|
Λοίσθιος
|
αυτός
που
ψυχορραγεί,
τελευταίος
|
Λύτρωση
|
απαλλαγή
από
δεινά,
σωτηρία
|
|