Καθαιρώ
|
κατεδαφίζω,
γκρεμίζω,
καταστρέφω
|
Καθίσταμαι
|
γίνομαι,
καταντώ
|
Καίτοι
|
αν
και,
μολονότι
|
Κακοήθεια
|
ανηθικότητα,
φαυλότητα,
απάτη
|
Κακουχία
|
σωματική
ταλαιπωρία,
βασανισμός
|
Κάλαμος
|
το
καλάμι,
η
γραφίδα
|
Κάμηλος
|
καμήλα
|
Κάμιλος
|
πολύ
χοντρό
σχοινί
|
Κάμπτω
|
λυγίζω,
ταπεινώνω,
εξουδετερώνω
αντίσταση
|
Καπηλεύω
|
φθείρω,
απατώ,
νοθεύω
|
Καρτερώ
|
περιμένω
υπομονετικά,
αντέχω
|
Καταβάλλω
|
νικώ,
εξασθενίζω,
εξαντλώ
|
Καταβολής
κόσμου
|
αφότου
πλάστηκε
ο
κόσμος
|
Καταγίνομαι
|
ασχολούμαι
|
Κατάδηλος
|
ολοφάνερος
|
Καταισχύνω
|
ατιμάζω,
καταντροπιάζω,
βρίζω
|
Κατακαίω
|
καίω
εντελώς,
όλως
διόλου
|
Καταλαλώ
|
κακολογώ,
δυσφημώ,
διαβάλλω
|
Καταλείπω
|
αφήνω
πίσω
μου,
αφήνω
και
φεύγω
|
Κατάλοιπο
|
υπόλοιπο,
απομεινάρι
|
Κατάλυμμα
|
τόπος
ή
χώρος
προσωρινής
διαμονής
|
Καταλύω
|
διαλύω,
καταργώ,
καταστρέφω,
αφανίζω
|
Καταντήσω
|
φτάνω
σε κάποιο
τόπο, φτάνω
σε κάτι,
μετέχω,
αποκτώ
|
Κατάνυξη
|
βαθιά
συγκίνηση
μπροστά
σε
κάτι
το
θείο
|
Κατάπαυση
|
τελεία
παύση,
σταμάτημα,
ανάπαυση
|
Καταπείθω
|
πείθω
απόλυτα
|
Καταπέτασμα
|
ύφασμα
που
χωρίζει
τα
Άγια
των
Αγίων
από
τα
Άγια
|
Καταπίεση
|
ισχυρά
πίεση
|
Καταποντίζω
|
βυθίζω,
αφανίζω,
πνίγω
|
Καταρτίζω
|
διορθώνω,
παρασκευάζω,
συγκροτώ,
μορφώ
|
Κατασκήνωση
|
ο
τόπος
όπου
αναπαύεται
κάποιος
|
Κατασκιάζω
|
κατασκεπάζω
με
σκιά,
ισκιώνω
|
Καταστρώνω
|
καταρτίζω,
συντάσσω
σε
όλες
τις
λεπτομέρειες
|
Καταφεύγω
|
πηγαίνω
κάπου
για
αναζήτηση
προστασίας
|
Καταφρονώ
|
περιφρονώ,
φρονώ
κατά
τινός
|
Καταχθόνια
|
τα
υποκάτω της
γής, υπόγεια
|
Κατεπόθη
|
(καταπίνω
= εξολοθρεύω),
εξολοθρεύθη
|
Κατήφεια
|
κατσούφιασμα,
σκυθρωπότητα,
λύπη
|
Κάτοπτρο
|
κάθε
επιφάνεια
που
αντανακλά,
καθρέπτης
|
Καύμα
|
υπερβολική
ζέστη,
ηλιόκαυμα
|
Καύχημα
|
καμάρι,
καύχηση,
παρρησία
|
Κείμαι
|
βρίσκομαι,
ξαπλωμένος,
θαμμένος
|
Κείρω
|
κόβω
τα
μαλλιά,
κουρεύω
|
Κεκαυτηριασμένη
|
(καυτηριάζω
= καίω,
σημαδεύεω),
έχει
καυτηριαστεί
|
Κεκυρωμένη
|
επικυρωμένη
|
Κέλευσμα
|
παράγγελμα,
πρόσταγμα
|
Κενόδοξος
|
ματαιόδοξος,
δοξομανής,
άδειος
απ΄όλα
|
Κεραμέας
|
τεχνίτης
για
πήλινα
αγγεία
ή
κεραμίδια
|
Κέρας
|
εξέχουσα
άκρη,
κέρατο
ζώου
μ.τ.φ
δύναμη
|
Κηλίδα
|
λεκέσ,
μόλυσμα,όνειδος,
καταισχύνη
|
Κινάμωμον
|
η
κανέλλα
|
Κλάσματα
|
κομμάτια,
ίσα
μέρη
μονάδας
|
Κληθή
|
(κλήση,
καλέω
= προσκαλώ
ονομάζω),
προσκαλεσθή
|
Κλητός
|
καλεσμένος
|
Κλίνη
|
κρεβάτι
|
Κλονίζομαι
|
κυριεύομαι
από
αμφιβολία,
πάω
να
πέσω
|
κλώμενο
|
(κλάω
= σπάω,
αποκόβω,
τσακίζω),
σπασμένο
|
Κοινωνία
|
συναναστροφή,
συμμετοχή σε
έρανο
|
Κοίτη
|
το
κρεβάτι,
μέρος
για
πλάγιασμα
|
Κόμη
|
οι
τρίχες
της
κεφαλής,
τα
μαλλιά
|
Κονιορτός
|
σύννεφο
σκόνης
|
Κόσμιος
|
(κόσμος)
τακτικός,
σεμνός,
τίμιος,
σώφρων
|
Κραιπάλη
|
μεγάλο
μεθύσι,
ακόλαστη
οργιώδης
ζωή
|
Κραταιός
|
δυνατός,
ισχυρός
|
Κράτιστος
|
αγαθός,
ισχυρότατος,
ικανότατος
|
Κράτος
|
δύναμη,
ισχύ,
αρχή,
εξουσία
|
Κρημνισμός
|
γκρέμισμα
|
Κρημνός
|
γκρεμός,
τόπος
απόκρημνος
|
Κρίθινος
|
κριθαρένιος
|
Κτήτορας
|
κύριος,
ιδιοκτήτης
|
Κύμβαλο
|
είδος
κρουστού
μουσικού
οργάνου
|
Κυριότητα
|
κατοχή
ενός
πράγματος,
ιδιοκτησία
|
Κυρτώνω
|
δίνω
σε
κάτι
σχήμα
κυρτό,
καμπουριάζω
|
Κύων
(ο)
|
σκύλος
ή
σκύλα
|
Κωλύων
|
εμποδίζων,
αποτρέπων (μτφ:
Πνεύμα Άγιο)
|
Κώμος
|
ασωτίες,
γλέντια
ασελγή
|