Η ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ |
|
Γάγγραινα |
απόστημα
που
κατατρώγει
τα
γύρω
μέρη |
Γαζοφυλάκιον |
Κιβώτιο
στην είσοδο
του ναού στο
οποίο
έβαζαν
χρήματα για
την
συντήρηση
του ναού και
των φτωχών |
Γαστέρα |
κοιλία,
στομάχι,
(μετ.)
άσωτος,
ακόλαστος
άνθρωπος |
Γενεά |
γενιά,
γενεαλογία,
το
σύνολο
των
προσώπων
που
ανήκουν
στο
ίδιο
γένος |
Γλωσσόκομο |
σε
αυτό
έβαζαν
τα
χρήματα
για
την
διατροφή
φτωχών |
Γογγύζω |
στενάζω,
βογκώ,
παραπονιέμαι |
Γόης |
αυτός
που
ασκεί
γοητεία,
μάγος |
Γοητεία |
σαγηνευτική
δύναμη |
Γραώδης |
αυτός
που
ταιριάζει
σε
γριά |