Η ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ  ΤΗΣ  ΑΓΙΑΣ  ΓΡΑΦΗΣ

Β

Βαρυνθώσιν

(βαρύνω) βαραίνω, βαριέμαι, δυσφορώ

Βασκαίνω

κακολογώ, φθονώ, βλάπτω δια της οράσεως

Βάτος

ακανθώδης θάμνος

Βαττολογώ

φλυαρώ, μωρολογώ, ανοηταίνω

Βδέλυγμα

αυτό που προκαλεί αποστροφή, αηδία

Βέβηλος

ασεβής, ανιερός, βδελυρός

Βεβηλώνω

μιαίνω, μολύνω

Βήμα

βάθρο ομιλίας ρητόρων, θρόνος

Βιάζω

επιβάλλω βία, εξαναγκάζω, παραβιάζω

Βιοτικές

σχετικές με τον βίο, περιουσία, ζωή

Βλάσφημος

αυτός που βλάπτει την φήμη σε κάτι

Βόρβορος

δύσοσμη λάσπη (έσχατη διαφθορά)

Βότρυς

τσαμπί σταφύλι

Βουλή

σκέψη, απόφαση, θέλημα

Βοώ

κραυγάζω, φωνάζω δυνατά

Βραδύνω

κινούμαι αργά, αργοπορώ

Βραχίονας

το μέρος του χεριού από αγκώνα ως καρπό

Βραχυλογία

συντομία στα λόγια, ολιγοχρόνιος

Βρυχώμαι

μουγκρίζω, βγάζω δυνατή φωνή

Βρώσις

φαγητό, τροφή

Βυρσοδέψης

(βύρσα:δέρμα + δέψω:κατεργάζομαι) αυτός που κατεργάζεται το δέρμα

Βυσσινή

(βύσσος) πολύτιμο ύφασμα από λεπτό βαμβάκι

Βωμολοχία

αισχρολογία