Άβυσσος
|
(α
+ βυσσός
= βυθός)
ο
χωρίς
βυθό
|
Αγαθοποιώ
|
πράττω
καλό,
ευεργετώ
|
Αγαθοσύνη
|
αρετή,
χρηστότητα,
καλοσύνη
|
Αγενής
|
(α
+ γένος)
αυτός
που
κατάγεται
από
άσημους
|
Άγιος
|
(άγος
= εξάγνιση),
ιερός,
όσιος,
σεμνός
|
Αγνίζω
|
καθαρίζομαι
εσωτερικά
(ηθικά)
|
Άγρα
|
ψάρεμα,
αλιεία,
κυνήγι
|
Αγρυπνώ
|
δεν
κοιμάμαι,
προσέχω,
επαγρυπνώ
|
Αδηλότητα
|
αβεβαιότητα
|
Αδιάλειπτος
|
αυτός
που
δεν
διακόπτεται
|
Αδιάλλακτος
|
αυτός
που
δεν
συμφιλιώνεται
|
Αδιάφθορος
|
αυτός
που
δεν
έχει
διαφθαρεί,
ακέραιος
|
Αθέμιτος
|
αυτός
που
δεν
είναι
νόμιμος,
παράνομος
|
Αθετώ
|
παραβαίνω,
καταπατώ
(όρκο-νόμο-υπόσχεση)
|
Αθυμώ
|
στεναχωρούμαι,
λυπούμαι
|
Αίγες
|
κατσίκες,
γίδες
|
Αΐδιος
|
αδιάλειπτος,
αιώνιος,
παντοτινός
|
Αιδώς
|
ντροπαλότητα
|
Αίνεση
|
εξύμνηση,
έπαινος,
εγκώμιο
|
Αίρεση
|
αίρω
= υποβαστάζω,
αφαιρώ,
σηκώνω
|
Αισχύνομαι
|
αισθάνομαι
ντροπή
για
πράξεις
μου
|
Ακαθαρσία
|
Ασέλγεια,
ατιμία,
δόλος
|
Ακόρεστος
|
αχόρταγος,
ανικανοποίητος,
άπληστος
|
Ακούσιος
|
αυτός
που
δεν
έχει
πρόθεση
- θέληση
|
Ακροβυστία
|
μετ.
ο
απερίτμητος,
ο
μη
Ιουδαίος,
τα
έθνη
|
Ακρογωνιαίος
|
Αυτός
που
βρίσκεται
στην κάτω
γωνία μιας
οικοδομής
την οποία
ενώνει και
συγκρατεί
|
Ακώλυτος
|
ανεμπόδιστος,
ελεύθερος
|
Αλάβαστρο
|
ημιδιαφανής
λίθος
κατάλληλος
για
αγγεία
|
Αλαλάζω
|
κραυγάζω
από
ενθουσιασμό
ή
λύπη
|
Αλέκτωρ
(ο)
|
κόκορας,
πετεινός
|
Αλαζονεία
|
καύχηση,
υπερηφάνεια,
έπαρση
|
Αλληγορία
|
έκφραση
με
λόγο
η
με
εικόνα
ιδεών
οι
οποίες
δεν
γίνονται
άμεσα
αντιληπτές,
που
υπονοούνται
|
Αλλότριος
|
αυτός
που
ανήκει
σε
άλλον,
ξένος
|
Άλογος
|
ο
χωρίς λόγο
και λογική,
παράλογος
|
Αλώπηξ
(η)
|
αλεπού
|
Άλωση
|
κατάκτηση,
εκπόρθηση,
κυρίευση
|
Άμα
|
συγχρόνως,
ταυτοχρόνως,
τον ίδιο
καιρό, ευθύς
|
Αμάραντος
|
αυτός
που
δεν
μαραίνεται,
αιώνιος
|
Αμαύρωση
|
απώλεια
της
λάμψης,
της
αίγλης
|
Αμελώ
|
αδιαφορώ,
παραμελώ,
ξεχνώ
|
Άμεμπτος
|
αυτός
που
δεν
έχει
κατηγορία
|
Αμερόληπτος
|
αυτός
που
δεν
χαρίζεται,
δεν
παίρνει
το
μέρος
κανενός
|
Αμεταμέλητος
|
ο
αμετανόητος
|
Αμίαντος
|
αυτός
που
δεν
έχει
μιαθεί,
πνευματικά
& σαρκικά
|
Αμόλυντος
|
αυτός
που
διατήρησε
την
ηθικότητά
του,
απέφυγε
πνευματικό
ή
σαρκικό
μολυσμό
|
Αμφότεροι
|
και
ο
ένας
και
ο
άλλος,
και
οι
δύο
|
Άμωμος
|
ο
χωρίς μομφή
|
Αναβρύω
|
πηγάζω
, αναβλύζω,
ξεχύνομαι,
αναζωογονώ
|
Αναζωπυρώνω
|
ξανανάβω,
εμψυχώνω,
αναζωογονώ
|
Αναζωσθέντες
|
(ζώννυμαι
= ετοιμάζομαι
για
μάχη)
ετοιμασμένοι
για
μάχη
|
Αναθάλλω
|
ξανανθίζω,
ξαναβλαστάνω
|
Ανάθεμα
|
κατάρα,
αφορισμός
|
Ανεπαίσχυντος
|
αυτός
που δεν
ντρέπεται
με τίποτα
|
Αναιρώ
|
ανατρέπω
ισχυρισμό
ή
κατηγορία
|
Ανακαίνιση
|
ανανέωση,
αναμόρφωση
|
Ανακεκλημένος
|
(ανακαλούμαι)
αυτός που
έχει κληθεί,
που τον
κάλεσαν να
γυρίσει
πίσω
|
Ανακεκλιμένος
|
(ανακλίνομαι)
αυτός που
κείτεται (έτσι
συνήθιζαν
να τρώνε
σχεδόν
ξαπλωμένοι)
|
Αναντίρρητος
|
αυτός
που
δεν
δέχεται
αντίρρηση
|
Αναπολόγητος
|
ασυγχώρητος,
ανίκανος
να
απολογηθεί
|
Αναστρέφω
|
γυρίζω
προς
τα
πίσω,
αναποδογυρίζω
|
Αναφύω
|
φυτρώνω
|
Ανδραποδιστής
|
αυτός
που
υποδουλώνει
|
Ανδρίζομαι
|
φέρομαι
σαν
άντρας
|
Ανέγκλητος
|
ακατηγόρητος,
άμεμπτος,
αθώος
|
Ανεκλάλητα
|
αυτά
που
δεν
λέγονται,
ανείπωτα
|
Ανεξίκακος
|
αυτός
που
υπομένει τα
κακά,
μακρόθυμος
|
Ανεξιχνίαστος
|
αυτός
που
δεν
εξιχνιάζεται,
ανεξακρίβωτος
|
Ανεπίδεκτος
|
αυτός
που
δεν
μπορεί
να
δεχτεί
κάτι
|
Ανήλεος
|
αυτός
που
δεν
ελεεί,
ο
χωρίς
έλεος
|
Ανήμερος
|
άγριος,
δύστροπος
|
Ανθίσταμαι
|
αντιστέκομαι,
εναντιούμαι
|
Ανθρακιά
|
σωρός
από
αναμμένα
κάρβουνα
|
Ανθρωπάρεσκος
|
αυτός
που
θέλει
να
αρέσει
σε
ανθρώπους
|
Ανιστάμενος
|
αυτός
που
είναι
σηκωμένος
όρθιος
|
Ανορθώνω
|
σηκώνω
κάτι
όρθιο,
αναστηλώνω
|
Ανόσιος
|
αυτός
που
δεν
τηρεί
τους
θείους
νόμους
|
Ανταναπληρώ
|
αναπληρώνω,
συμπληρώ,
προσθέτω
|
Ανταπόδομα
|
ανταπόδοση
ευεργεσίας
ή
κακού
|
Αντείπωσι
|
αντιλέγω
= λέγω
εναντίον,
αντιστέκομαι
|
Αντιβαίνω
|
δεν
συμβιβάζομαι,
πάω
αντίθετα
|
Αντιζηλία
|
ανταγωνισμός,
ζηλοτυπία
|
Αντίκειμαι
|
αντιβαίνω,
είμαι
σε
αντίθετη
θέση
|
Αντίλυτρο
|
αντίτιμο
της
εξαγοράς
|
Αντιστέκομαι
|
προβάλλω
αντίσταση,
δεν
υποχωρώ
|
Αντιτάσσομαι
|
παίρνω
εχθρική
στάση
|
Αντίτυπο
|
πανομοιότυπο
εντύπου,
αντίγραφο
|
Αντιφρονών
|
αυτός
που έχει
ολική ή
επιμέρους
αντίθετη
άποψη από
την ορθή
διδασκαλία
|
Άνυδρος
|
ο
χωρίς
νερό,
ο
ξερός
|
Ανυπόκριτος
|
απροσποίητος,
ειλικρινής
|
Ανυπότακτος
|
αυτός
που
δεν
υποτάσσεται
|
Ανώγιον
|
πάνω
πάτωμα
σπιτιού
|
Αξίνη
|
εργαλείο
για
σκάψιμο,
τσεκούρι
|
Αξιώνομαι
|
πετυχαίνω,
κατορθώνω
κάτι
|
Άοκνος
|
ακούραστος,
φιλόπονος,
εργατικός
|
Απαγγέλλω
|
διηγούμαι,
γνωστοποιώ,
ομολογώ
|
Απαλλοτρίωση
|
αποξένωση
|
Απάντηση
|
συνάντηση,
αντάμωση
|
Απατηλός
|
παραπλανητικός,
αυτός
που
απατά
|
Απαύγασμα
|
ακτινοβολία,
λάμψη,
αποτέλεσμα
|
Απεκδοχή
|
η
προσδοκία
|
Απερίσκεπτος
|
αυτός
που
δεν
εξετάζει
με
προσοχή
|
Απήλθεν
|
(απέρχομαι
= φεύγω
από
κάπου),
έφυγε
από
κάπου
|
Αποβαίνω
|
(βαίνω)
αποβιβάζω,
βγαίνω,
γίνομαι
|
Αποβάλλω
|
διώχνω
από
πάνω
μου,
απορρίπτω,
ρίχνω
|
Αποβιώ
|
πεθαίνω
|
Αποδεκατίζω
|
λαμβάνω
το
1/10 από
όλα
τα
πράγματά
μου
προς
όφελος
των
ιερέων
|
Αποδημώ
|
φεύγω
από
την
πατρίδα
μου
|
Αποδοχή
|
παραδοχή,
έγκριση,
επιδοκιμασία
|
Αποθέτω
|
τοποθετώ
στην
θέση
του
κάτι
που
κρατώ
|
Αποθνήσκω
|
πεθαίνω,
αφανίζομαι
|
Αποκάλυψη
|
φανέρωση
θείων
μυστικών
|
Αποκάμνω
|
κουράζομαι
|
Αποκτεινόντων
|
(αποκτείνω
= σκοτώνω,
εξαλείφω),
αυτοί
που
σκοτώνουν
|
Απολείπω
|
λείπω,
δεν
υπάρχω
|
Απολλύω
|
καταστρέφω,
αφανίζω,
εξολοθρεύω
|
Απολύτρωση
|
εξαγορά,
απαλλαγή,
από
δεινά,
σωτηρία
|
Απολύω
|
λύνω
δεσμά,
απελευθερώνω
|
Αποστατώ
|
αλλάζω
φρόνημα,
στασιάζω,
επαναστατώ
|
Απόστολος
|
απεσταλμένος,
αγγελιοφόρος
|
Αποστρέφω
|
στρέφω
προς
τα
οπίσω,
αποκρούω,
περιφρονώ
|
Απρόσκοπτος
|
αυτός
που
δεν
συναντά
εμπόδια
|
Αργός
|
νωθρός,
οκνηρός,
τεμπέλης
|
Άρκτος
(η)
|
αρκούδα
|
Αρμός
|
η
άρθρωση,
κλείδωση
|
Αρπαγή
|
βίαιη
απόσπαση
ξένου
πράγματος,
απαγωγή
|
Αρπάζομαι
|
πιάνομαι
δυνατά
από
κάτι,
κρατιέμαι
|
Άρτυμα
|
καθετί
που
βάζουν
για
νοστιμιά
στο
φαγητό
|
Αρχιτρίκλινος
|
ο
επιστάτης
τράπεζας
τριών
προσκεφαλέων
|
Ασάλευτος
|
αυτός
που
δεν
σαλεύει,
δεν
μετακινείται
|
Ασέλγεια
|
ακολασία,
λαγνεία,
ακράτεια
|
Άσπιλος
|
καθαρός,
αγνός,
αμόλυντος,
άμεμπτος
|
Ατελεύτητος
|
αυτός
που
δεν
έχει
τέλος,
άπειρος
|
Ατενίζω
|
καρφώνω,
το
βλέμμα
μου
κάπου
|
Άτιμο
|
αυτό
που
δεν
έχει
τιμή,
ανήθικο
|
Ατμίδα
(Ατμίς)
|
ατμός,
αναθυμίαση,
στήλη
καπνού
|
Αυθαδιάζω
|
μιλώ
ή
φέρομαι
με
αυθάδεια,
αναίδεια
|
Αυτάρκεια
|
το
να
αρκείται
κάποιος
σε
όσα
έχει
|
Αυτοπροαίρετος
|
αυτός
που
ενεργεί
ελεύθερα,
με
την
θέλησή
του
|
Αφανίζω
|
καταστρέφω
εντελώς,
εξοντώνω
, εξαλείπω
|
Αφανισμός
|
πλήρης
καταστροφή,
εξόντωση,
κούραση
|
Αφεδρώνας
|
το
μέρος
όπου
ρίχνονται
οι
ακαθαρσίες
|
Άφεση
|
συγχώρεση
αμαρτιών,
ελευθέρωση
|
Αφιλάγαθος
|
αυτός
που δεν
αγαπά το
αγαθό - καλό
|
Αφομοιώ
|
κάνω
κάτι
όμοιο
με
κάτι
άλλο
|
Αφροσύνη
|
μωρία,
ανοησία,
έλλειψη
φρόνησης
|
Αχρείος
|
αισχρός,
ελεεινός
ή
άχρηστος,
ανάξιος
|
Άψινθος
|
πολύ
πικρό
φυτό,
βότανο
(αψυνθιά)
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|