Οκτώ μεγάλα αμαρτήματα

«Πλούσιο σε περιεχόμενο το δράμα του Γολγοθά και όσα έλαβαν χώρα γύρω από αυτό, που έχουν σχολιαστεί από πολλούς και βιβλία έχουν γραφτεί όπως π.χ. για τους «Επτά Λόγους του Χριστού επί του Σταυρού». Στο άρθρο αυτό όμως θέλουμε ν’ ασχοληθούμε με μια σειρά Μεγάλα Αμαρτήματα που διαπράχθηκαν –και διαπράττονται– γύρω από τον άξονα του Πάθους παίρνοντας σχετικά μαθήματα.

1. Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ

Προδότες υπήρξαν και υπάρχουν πολλοί στον κόσμο και την ιστορία όλων των λαών. Η περίπτωση όμως του Ιούδα ξεχωρίζει απ’ όλες. Ήταν άνθρωπος που ευεργετήθηκε από τον Κύριο, δέχτηκε τη μοναδική διδασκαλία Του και τη χάρη να κάνει θαύματα^ άνθρωπος με σημαντικές εμπειρίες^ κι όμως αποφάσισε να προδώσει τον Κύριό Του για χρήματα. Δεν τον ανάγκασε κανείς να το κάνει^ αντίθετα έκανε ένα είδος εμπορικής συμφωνίας. Ο Ματθαίος εξηγεί ότι «υπήγεν προς τους αρχιερείς και είπε· Τι θέλετε να μοι δώσητε, και εγώ θέλω σας παραδώσει αυτόν;» (26/κς/14-15) και εισέπραξε 30 αργύρια. Επιπλέον φρόντισε αυτή η προδοσία και παράδοση να γίνει με τρόπο μοναδικό, ώστε κι ο Κύριος ακόμη να απορήσει: «Ιούδα, με φίλημα παραδίδεις τον Υιόν του ανθρώπου;» (Λουκ. 22/κβ/48). Μόνο ο Θεός ξέρει τι μπόρεσε ν’ αλλάξει στην καρδιά του Ιούδα, ώστε να κάνει ένα τέτοιοι αμάρτημα και με τέτοιο τρόπο, πάντως ο Λουκάς αποκαλύπτει ότι «Εισήλθε δε ο Σατανάς εις τον Ιούδαν» (22/κβ/3).

Για όλους αυτούς τους λόγους μέσα στον κόσμο μας η αμαρτία του Ιούδα είναι μοναδική.

2. Η ΑΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ  

Η άρνηση του Πέτρου είναι η δεύτερη μεγάλη αμαρτία που θα μας απασχολήσει, είναι δε μεγαλύτερη από εκείνη του Ιούδα επειδή, παρ’ όλο που ο Πέτρος ήταν καλοπροαίρετος και λίγες ώρες πριν ορκιζόταν ότι «έτοιμος είμαι μετά σου να υπάγω και εις φυλακήν και εις θάνατον» (Λουκ. 22/κβ/33), και συγκρίνοντας τον εαυτό του με τους υπόλοιπους μαθητές, είπε: «Και εάν πάντες σκανδαλισθώσιν, εγώ όμως ουχί» (Μάρκ. 14/ιδ/29), όχι μόνο έφτασε στο σημείο να Τον αρνηθεί και δύο και τρεις φορές, αλλά «ήρχισε να καταναθεματίζη και να ομνύη ότι δεν γνωρίζω τον άνθρωπον» (Ματθ. 26:74). Δηλαδή να ορκίζεται στον Θεό και να επικαλείται τις κρίσεις και τις τιμωρίες Του, την ώρα που έλεγε ένα τόσο χονδροειδές ψέμα που ακόμη και η προφορά του τον μαρτυρούσε!

Είναι ένδειξη αδυναμίας να μη μπορείς να σταθείς υπεύθυνα και θαρρετά για να ομολογήσεις ότι ΕΙΣΑΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ. Ως το σημείο όμως να Τον ΚΑΤΑ+ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΖΕΙΣ, υπάρχει μεγάλη απόσταση που θέλει αρκετά βήματα για να φτάσει κανείς, αλλά ο Πέτρος ακολούθησε τον λάθος δρόμο.

3. Η ΑΔΙΚΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΙΕΡΕΩΝ

Οι Εβραίοι είχαν ένα νομικό σύστημα που το σεβάστηκαν ακόμη και οι Ρωμαίοι κατακτητές και τους άφησαν να έχουν το δικό τους εθνικό δικαστήριο, το Συνέδριο (Σάνχενδριν).

Έφεραν, λοιπόν, τον Κύριο εμπρός στους Αρχιερείς και τους πρεσβύτερους, σ’ αυτούς δηλαδή που ήταν διορισμένοι ως επικεφαλής του λαού Ισραήλ για ν’ αποδίδουν δικαιοσύνη σε σπουδαία ζητήματα που αφορούσαν το λαό. Όμως αυτοί οι “αρμόδιοι” άνθρωποι, στην περίπτωση του Ιησού όχι μόνο δεν έψαξαν να βρουν την αλήθεια και το δίκαιο αλλά, αντίθετα, όπως καταμαρτυρεί ο Ματθαίος «εζήτουν ψευδομαρτυρίαν κατά του Ιησού, διά να θανατώσωσιν αυτόν» (26/κς/59). Το έκαναν αυτό επειδή γνώριζαν ότι ο Ιησούς δεν έβλαψε ποτέ κανέναν αλλά θεράπευσε, τάισε, ανέστησε. Κι όμως έστησαν μια δίκη κωμωδία για να φέρουν το αποτέλεσμα που οι ίδιοι ήθελαν.

Σε κάποια προηγούμενη στιγμή που ο Νικόδημος, μέλος κι αυτός του Συνεδρίου, τόλμησε να θέσει το θεμελιώδες νομικό ερώτημα: «Μήπως ο νόμος ημών κρίνει τον άνθρωπον, εάν δεν ακούση παρ’ αυτού πρότερον και μάθη τι πράττει;» (Ιωάν. 7/ζ/51), αντί να απαντήσουν σύμφωνα με το νόμο, έσπευσαν να του προσάψουν τη μομφή ότι ήταν «μαθητής του». Το ζητούμενο γι’ αυτούς δεν ήταν η δικαιοσύνη αλλά η καταδίκη του Κυρίου κι αν ο Νικόδημος επέμενε, πιθανότητα θα βρισκόταν κι εκείνος συγκατηγορούμενος.

Μεγάλη αμαρτία τούτη η αδικία που έγινε σε βάρος του Κυρίου, από εκείνους που ήταν αρμόδιοι για να αποδίδουν δικαιοσύνη.

4. Η ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ ΤΟΥ ΗΡΩΔΗ

Ο Ηρώδης αναμίχθηκε στην υπόθεση του Ιησού “κατά λάθος”. Ένας παλιάνθρωπος ήταν, συνεργάτης των κατακτητών και μεγάλος τυχοδιώκτης που καλοπερνούσε στο παλάτι του στη Γαλιλαία. Ήρθε όμως στα Ιεροσόλυμα με την ευκαιρία της εορτής του Πάσχα ελπίζοντας πως εκεί θα μπορούσε να διασκεδάσει καλύτερα.

Όταν όμως οι Ιουδαίοι έφεραν τον Χριστό στο πραιτόριο για να δικαστεί, στην προσπάθειά του να ξεφύγει από την ευθύνη, ο Πιλάτος θυμήθηκε τους τύπους και αφού ο Ιησούς ήταν Γαλιλαίος, Τον έστειλε στον “αρμόδιο”... που ήταν ο Ηρώδης.

Ο Ηρώδης από καιρό ήθελε να δει τον Ιησού, αφενός επειδή κάποια στιγμή νόμισε ότι ήταν αναβίωση του Ιωάννη του Βαπτιστή, τον οποίο ο ίδιος αναγκάστηκε να σκοτώσει, αν και τον σεβόταν ως «άνδρα δίκαιον και άγιον» και «ευχαρίστως ήκουεν αυτού» (Μάρκ. 6/ς/20). Βλέποντας, λοιπόν, τον Ιησού,  «εχάρη πολύ· διότι ήθελε προ πολλού να ίδη αυτόν, επειδή ήκουε πολλά περί αυτού και ήλπιζε να ίδη τι θαύμα γινόμενον υπ’ αυτού» (Λουκ. 23/κγ/8). Δηλαδή ενδιαφέρθηκε περισσότερο για να δει τον Ιησού να κάνει κάποιο θαύμα, παρά για να δικάσει την υπόθεσή Του.

Ήταν ο αρμόδιος δικαστής και του έφεραν έναν άνθρωπο με αίτημα να θανατωθεί, κι εκείνος  προσπάθησε να ικανοποιήσει την περιέργειά του. Όταν μάλιστα είδε ότι ο Ιησούς δεν ήταν πρόθυμος να τον ικανοποιήσει, «μετά των στρατευμάτων αυτού εξουθένησεν αυτόν και ενέπαιξεν», κι ήταν ο Ηρώδης που «ενέδυσεν αυτόν λαμπρόν ιμάτιον και έπεμψεν αυτόν πάλιν προς τον Πιλάτον» (Λουκ. 23/κγ/11).

Του δόθηκε η ευκαιρία να πάρει τη σωστή θέση αλλά με τον τρόπο του απέδειξε πως δεν ήταν από τους ανθρώπους που πεινούν και διψούν την δικαιοσύνη... Άραγε το τραγικό τέλος του (βλ. Πράξ. 12/ιβ/23) ήταν άσχετο με την πορεία της ζωής του;

5. Η ΑΔΙΚΙΑ ΤΟΥ ΠΙΛΑΤΟΥ

Συνήθως ο Πιλάτος παρουσιάζεται ως άνθρωπος καλοπροαίρετος^ τουλάχιστον προσπάθησε να ελευθερώσει τον Κύριο. Δεν ήταν πρόθυμος να παρασυρθεί από το μίσος των Αρχιερέων, ούτε έδειξε αδιαφορία, κι από την πρώτη στιγμή πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος ήταν ΑΘΩΟΣ! «Ουδέν έγκλημα ευρίσκω εν τω ανθρώπω τούτω» είπε και, επίσης, «ενώπιόν σας ανακρίνας δεν εύρον εν τω ανθρώπω τούτω ουδέν έγκλημα εξ όσων κατηγορείτε κατ’ αυτού» (Λουκ. 23/κγ/4,14).

Στις αποφάσεις των δικαστηρίων υπάρχει πρώτα το σκεπτικό –τα στοιχεία που παίρνει υπόψη του το δικαστήριο για να σχηματίσει γνώμη– και ύστερα ακολουθεί το “ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ”, δηλαδή η απόφαση, που καταδικάζει ή αθωώνει. Στην περίπτωση του Πιλάτου έχουμε πρώτα το σκεπτικό, με βάση το οποίο έχει καταλήξει ότι «Ουδέν έγκλημα ευρίσκω εν τω ανθρώπω τούτω». Ενώ όμως περιμένεις ν’ ακολουθήσει η αθωωτική απόφαση, τα πράγματα ανατρέπονται. Αν και στην αρχή καλά τα πήγε ο Πιλάτος, όμως μέχρις εδώ έφτανε η δύναμη του. Μόλις άκουσε τη φασαρία του όχλου και κάποιος πέταξε το σύνθημα «Εάν τούτον απολύσης, δεν είσαι φίλος του Καίσαρος», ο Πιλάτος προτίμησε όχι το δίκαιο αλλά το συμφέρον και υπολογίζοντας την κοινή γνώμη προτίμησε το αρεστόν. «Θέλων να κάμη εις τον όχλον το αρεστόν, απέλυσεν εις αυτούς τον Βαραββάν και παρέδωκε τον Ιησούν, αφού εμαστίγωσεν αυτόν, διά να σταυρωθή» (Μάρκ. 15/ιε/15).

Η κίνησή του, που «λαβών ύδωρ ένιψε τας χείρας αυτού έμπροσθεν του όχλου, λέγων· Αθώος είμαι από του αίματος του δικαίου τούτου· υμείς όψεσθε» (Ματθ. 27/κζ/24) δεν ήταν παρά ένα καλοσχεδιασμένο τρικ που διόλου δεν τον απαλλάσσει από την ευθύνη του. Το ποιος είναι αθώος δεν το αποφασίζει ο κατηγορούμενος αλλά το δικαστήριο^ και την “απόφαση” του Πιλάτου χωρίς αμφιβολία ο Θεός από πάνω δεν την προσυπέγραψε. Έτσι, αντί να αθωώσει τον Ιησού, ως όφειλε, με τα καμώματά του κατάφερε να ενοχοποιήσει τον εαυτό του.

Ήταν ο ανώτατος δικαστής και η απόφασή του τελεσίδικη. Το παραδέχτηκε λίγο πριν, όταν είπε στον Κύριο, «Δεν εξεύρεις ότι εξουσίαν έχω να σε σταυρώσω και εξουσίαν έχω να σε απολύσω;» και η εξουσία αυτή του είχε δοθεί από τον ίδιο τον Θεό, όπως είπε ο Χριστός, «Δεν είχες ουδεμίαν εξουσίαν κατ’ εμού, εάν δεν σοι ήτο δεδομένον άνωθεν» (Ιωάν. 19/ιθ/10-11, Ρωμ. 13/ιγ/4) δεν ανταποκρίθηκε όμως στο καθήκον του κι αντί να φερθεί σωστά σ’ Εκείνον του οποίου την αθωότητα επανηλειμμένα ομολόγησε, Τον έστειλε να σταυρωθεί.

Έτσι παθαίνουμε κι εμείς κάθε φορά που προσπαθούμε να δικαιώσουμε τον εαυτό μας με ψέματα ή “παραθυράκια” του νόμου, είτε αποφεύγουμε να πούμε τη γνώμη μας υποστηρίζοντας το δίκαιο του πλησίον μας–κι είναι τούτη η αδικία που γίνεται συχνότερα.

6. Η ΔΥΣΠΙΣΤΙΑ ΤΟΥ ΘΩΜΑ

Η περίπτωση του Θωμά ασφαλώς δε μπορεί να καταταχτεί στην ίδια κατηγορία με όσες προαναφέρθηκαν (της προδοσίας, της άρνησης και της άδικης καταδίκης). Έχοντας ζήσει τόσον καιρό μαζί με τον Χριστό ο Θωμάς είχε φτάσει στο σημείο να πει, «Ας υπάγωμεν και ημείς, διά να αποθάνωμεν μετ’ αυτού» (Ιωάν. 11/ια/16) και όταν αργότερα ο Χριστός τούς μιλούσε για την οικεία του Πατέρα, εκείνος είχε το θάρρος να ρωτήσει, «Κύριε, δεν εξεύρομεν που υπάγεις· και πως δυνάμεθα να εξεύρωμεν την οδόν;» (Ιωάν. 14/ιδ/5) σαν να έλεγε, “Κύριε, δείξε μας το δρόμο για να έρθουμε κι εμείς μαζί Σου”. Θα περιμέναμε, λοιπόν, να είναι περισσότερο έτοιμος να δεχτεί την μαρτυρία της Ανάστασης του Κυρίου.

Αλλά ο Θωμάς δίστασε να πιστέψει. Δεν αναγνώρισε την μαρτυρία των άλλων μαθητών. Δεν εμπιστεύθηκε στα δικά τους μάτια. Ήθελε να διαπιστώσει μόνος του! Όταν του είπαν, «Είδομεν τον Κύριον», εκείνος ζήτησε δύο αποδεικτικά στοιχεία, (α) Να δω με τα μάτια μου και (β) Να πιάσω με τα χέρια μου. «Εάν δεν ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων και βάλω τον δάκτυλόν μου εις τον τύπον των ήλων, και βάλω την χείρα μου εις την πλευράν αυτού, δεν θέλω πιστεύσει» (Ιωάν. 20/κ/25).

Δεν μου φτάνει να δω αλλά θέλω και να πιάσω και μάλιστα θέλω να διασταυρώσω, βάζοντας το δάχτυλό μου και στα χέρια Του αλλά και στην πλευρά Του. Αν τυχόν εσείς γελαστήκατε, εγώ δεν θέλω να πέσω θύμα σε καμία παραπλάνηση... Μα αν γίνουν όλα όσα ζητάς Θωμά, αυτό δε θα είναι πλέον πίστη!

Οι έξι αμαρτίες –ή όπως αλλιώς θέλετε να τις ονομάσετε– που είδαμε μέχρις εδώ, υπήρχε τρόπος να συγχωρεθούν και ν’ αποκατασταθούν.

(1) Στην περίπτωση του Ιούδα, όταν αντιλήφθηκε το αποτέλεσμα της πράξης του, αναγνώρισε το κακό που είχε κάνει και μετανόησε. Με βάση το λόγο που είχε πει ο ίδιος ο Χριστός, ότι «πάσα αμαρτία και βλασφημία θέλει συγχωρηθή εις τους ανθρώπους» εκτός από τη βλασφημία κατά του Πνεύματος (Ματθ. 12/ιβ/31), μπορούσε να επιστρέψει στον Κύριο και να ζητήσει συγχώρεση. Αντί όμως να στραφεί στον Θεό, προσπάθησε να λύσει ο ίδιος το πρόβλημά του και πήγε στους ιερείς ομολογώντας, «Ήμαρτον παραδόσας αίμα αθώον», μα εκείνοι του απάντησαν «Τι προς ημάς; συ όψει». Δικό σου το πρόβλημα.

Οι μελετητές των Αγίων Γραφών γνωρίζουν ότι ο Θεός δεν θέλει «τον θάνατον του αμαρτωλού, αλλά να επιστρέψη ο ασεβής από της οδού αυτού και να ζη» (Ιεζ. 33/λγ/11). Αν ο Ιούδας ζητούσε συγχώρεση από τον Κύριο, δεν θα αρκούσε η χάρη του Κυρίου να τον σκεπάσει; Ο Παύλος γράφει ότι, «όπου επερίσσευσεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις», όμως ο Ιούδας δεν στράφηκε στον Θεό και, μη έχοντας καμία άλλη λύση από τον εαυτό του, «απελθών εκρεμάσθη» (Ματθ. 27/κζ/5). Το λάθος δεν ήταν του Θεού αλλά του Ιούδα, και με την πράξη του αυτή επαλήθευσε τραγικά το λόγο του Κυρίου, «Ουαί εις τον άνθρωπον εκείνον, διά του οποίου ο Υιός του ανθρώπου παραδίδεται· καλόν ήτο εις τον άνθρωπον εκείνον, αν δεν ήθελε γεννηθή» και έγινε έτσι «υιός της απωλείας» (Μάρκ. 14/ιδ/21, Ιωάν. 17/ιζ/12).

(2) Αλλά τη λύση που δε βρήκε ο Ιούδας, την βρήκε ο Πέτρος, του οποίου η αμαρτία όπως είπαμε ήδη ήταν μάλλον μεγαλύτερη. Αντίθετα όμως από εκείνον, ο Πέτρος αντέδρασε πιο συνετά όταν άκουσε το λάλημα του πετεινού, και «εξελθών έξω έκλαυσε πικρώς» (Ματθ. 26/κς/75). Κι αυτός κατάλαβε το λάθος του και μετάνιωσε. Θα είπε “Τι έκανα και τι έλεγα τόση ώρα!” Αντί όμως να αφήσει να τον κυριεύσει απογοήτευση και απελπισία, πήγε πίσω στους μαθητές και κοντά τους έζησε το θαύμα της Ανάστασης. Εκεί του στάλθηκε το αγγελικό μήνυμα (Μάρκ. 16/ις/7) κι εκεί τον βρήκε ο Κύριος και τον αποκατέστησε όπως πριν, στην ποίμανση των λογικών προβάτων και στα κλειδία της βασιλείας των ουρανών (Ιωάν. 21/κα/15-17, Πράξ. 2/β/14, 8/η/14, 10/ι/44).

(3-5) Όσον αφορά την αδικία των αρχιερέων, του Ηρώδη και του Πιλάτου^ όλων αυτών που καταδίκασαν τον Χριστό και Τον παρέδωσαν σε θάνατο, όλοι τους είχαν κατάλληλες ευκαιρίες για να αναγνωρίσουν το λάθος τους, να μετανοήσουν και να συγχωρεθούν. Το Ευαγγέλιο της Συγχώρεσης ακούστηκε από το στόμα των Αποστόλων: «Ας ήναι γνωστόν εις πάντας υμάς και εις πάντα τον λαόν του Ισραήλ ότι διά του ονόματος του Ιησού Χριστού του Ναζωραίου, τον οποίον σεις εσταυρώσατε, τον οποίον ο Θεός ανέστησεν εκ νεκρών.» (Πράξ. 4/δ/10). Όλοι αυτοί μπορούσαν να μετανοήσουν και να τακτοποιήσουν το έγκλημά τους, όπως και έκαναν πολλοί που πίστεψαν, μετανόησαν και έλαβαν σωτηρία, όπως «πολύ πλήθος των ιερέων υπήκουον εις την πίστιν» (Πράξ. 6/ς/7).

(6) Ούτε ο Θωμάς περιφρονήθηκε από τον Κύριο. Τον κάλεσε να κάνει εκείνο που ζήτησε: «Φέρε τον δάκτυλόν σου εδώ και ίδε τας χείρας μου, και φέρε την χείρα σου και βάλε εις την πλευράν μου» (Ιωάν. 20/κ/27). Κοίταξε Θωμά και ψηλάφισε τόσο τα χέρια μου όσο και την πλευρά μου, για να μη σου μείνει καμία αμφιβολία. Μάλλον δεν χρειάστηκε ο Θωμάς ύστερα από αυτό να προχωρήσει σε κανενός είδους επαλήθευση αλλά προχώρησε να ομολογήσει τον Ιησού Χριστό ως Κύριο και Θεό του (εδ. 28).

Οπωσδήποτε όμως ο Κύριος τόνισε στον Θωμά: «Επειδή με είδες, Θωμά, επίστευσας· μακάριοι όσοι δεν είδον και επίστευσαν» (Ιωάν. 20/κ/29). Και σ’ αυτή τη δεύτερη κατηγορία περιλαμβανόμαστε και όλοι εμείς που σήμερα ακολουθούμε τον Χριστό με πίστη στην ανάστασή Του.

Ας έρθουμε όμως τώρα σε μια άλλη κατηγορία αμαρτιών, που όμως αναφέρονται ιδιαιτέρως στην Ανάσταση του Κυρίου.

1. Η ΑΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Ύστερα από την ανάσταση του Κυρίου από τους νεκρούς, οι στρατιώτες που είχαν διαταχθεί να φυλάττουν τον τάφο, ήρθαν και «απήγγειλαν προς τους αρχιερείς πάντα τα γενόμενα» (Ματθ. 28/κη/11). Αλλά πια ήταν η αντίδρασή τους; Μήπως μετανόησαν για το κακό που είχαν κάνει; Κάθε άλλο. Μάλιστα συμβούλευσαν στους φύλακες να διαδώσουν ότι οι μαθητές του Χριστού ήρθαν και έκλεψαν το σώμα Του.

Εσκεμμένο ψέμα και φοβερή αμαρτία τούτη, επειδή πλέον δεν αμάρταναν απέναντι σε έναν “άνθρωπο” που καλώς ή κακώς είχαν πιστέψει ότι ήταν ένας “ψευδομεσσίας” αλλά απέναντι στον ίδιο τον Θεό που ήταν ο μόνος ικανός να κάνει το θαύμα της Ανάστασης.

Για τέτοιους ανθρώπους ο Παύλος θα γράψει αργότερα: «Οργή Θεού αποκαλύπτεται απ' ουρανού επί πάσαν ασέβειαν και αδικίαν ανθρώπων, οίτινες κατακρατούσι την αλήθειαν εν αδικία» (Ρωμ. 1/α/18).

2. Η ΨΕΥΔΟΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Όλοι οι χριστιανοί, είτε εκείνοι που είδαν αναστημένο τον Χριστό είτε όσοι δεν Τον είδαν, καλούμαστε να είμαστε μάρτυρες της αναστάσεως του Χριστού. Με ποιον τρόπο;

Όπως στην περίπτωση του χωλού που θεραπεύθηκε από τους Απόστολους, η ανάσταση του Χριστού επαληθεύεται και πιστοποιείται ενώπιον των ανθρώπων, όταν στη ζωή μας φανερώνονται τα αποτελέσματά της. Είπε τότε ο Πέτρος, «Τον αρχηγόν της ζωής εθανατώσατε, τον οποίον ο Θεός ανέστησεν εκ νεκρών, του οποίου ημείς είμεθα μάρτυρες. Και διά της εις το όνομα αυτού πίστεως τούτον, τον οποίον θεωρείτε και γνωρίζετε, το όνομα αυτού εστερέωσε, και η πίστις η δι' αυτού έδωκεν εις αυτόν την τελείαν ταύτην υγείαν ενώπιον πάντων υμών» (Πράξ. 3/γ/15-16). Δεν χρειάζεται να δουν οι άνθρωποι αναστημένο τον Χριστό. Μπορούν όμως να δουν τα αποτελέσματα της Ανάστασης πώς εκδηλώνονται στη δική μας ζωή και γίνονται αντιληπτά τόσο από εμάς όσο και από τους γύρω μας.

Στο κεφάλαιο 15/ιε της Α~ προς Κορινθίους Επιστολής, όπου ο Παύλος πραγματεύεται το θέμα της Ανάστασης, γράφει μεταξύ άλλων: «Εάν δε ο Χριστός κηρύττηται ότι ανέστη εκ νεκρών, πως τινές μεταξύ σας λέγουσιν ότι ανάστασις νεκρών δεν είναι; Και εάν ανάστασις νεκρών δεν ήναι, ουδ’ ο Χριστός ανέστη· και αν ο Χριστός δεν ανέστη, μάταιον άρα είναι το κήρυγμα ημών, ματαία δε και η πίστις σας. Ευρισκόμεθα δε και ψευδομάρτυρες του Θεού, διότι εμαρτυρήσαμεν περί του Θεού ότι ανέστησε τον Χριστόν, τον οποίον δεν ανέστησεν, εάν καθ’ υπόθεσιν δεν ανασταίνωνται νεκροί» (εδ. 12-15). Και είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι εδώ ο Απόστολος του Χριστού δεν αναφέρεται σε μια φραστική ομολογία, όπως εκατομμύρια άνθρωποι λένε κάθε χρόνο «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ», χωρίς όμως καμία επίδραση στη ζωή τους.

Εμείς τώρα δεν βλέπουμε νεκρούς να ανασταίνονται^ μόνο προσμένουμε την ημέρα που θ’ ανοίξουν τα μνήματα και θ’ αναστηθούν όλοι οι νεκροί καθώς «πάντες οι εν τοις μνημείοις θέλουσιν ακούσει την φωνήν αυτού, και θέλουσιν εξέλθει οι πράξαντες τα αγαθά εις ανάστασιν ζωής, οι δε πράξαντες τα φαύλα εις ανάστασιν κρίσεως» (Ιωάν. 5/ε/28-29).

Ξέρουμε όμως κάτι άλλο, ότι «συνετάφημεν μετ' αυτού διά του βαπτίσματος εις τον θάνατον, ίνα καθώς ο Χριστός ανέστη εκ νεκρών διά της δόξης του Πατρός, ούτω και ημείς περιπατήσωμεν εις νέαν ζωήν» (Ρωμ. 6/ς/4). Η ομολογία, λοιπόν, που περιμένει από εμάς ο Θεός δεν είναι ομολογία χειλέων αλλά ομολογία ζωής, επειδή «ο Χριστός και απέθανε και ανέστη και ανέζησε, διά να ήναι Κύριος και νεκρών και ζώντων» (Ρωμ. 14/ιδ/9).

O αναστημένος Χριστός δε μπορεί παρά να ΑΛΛΑΖΕΙ τη νεκρή ζωή και να γεννά μέσα μας «τον νέον άνθρωπον, τον κτισθέντα κατά Θεόν εν δικαιοσύνη και οσιότητι της αληθείας» (Εφεσ. 4/δ/24). Αν όμως λέμε απλά ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ αλλά δεν Τον αφήνουμε να είναι πραγματικά Κύριός μας και αυτός ο νέος άνθρωπος δεν εκδηλώνεται στην καθημερινή ζωή, τότε είναι σαν να διαψεύδουμε το γεγονός της Ανάστασης, και ισχύει αυτό που ο Παύλος θα γράψει: «Εάν ο Χριστός δεν ανέστη, ματαία η πίστις σας· έτι είσθε εν ταις αμαρτίαις υμών» (εδ. 17).

Είδαμε παραπάνω, ότι όλες οι αμαρτίες της πρώτης κατηγορίας μπορούσαν να συγχωρεθούν. Οι άλλες όμως, εκείνες της δεύτερης, δεν έχουν θετική έκβαση. Για την πρώτη ο λόγος του Θεού δηλώνει κατηγορηματικά ότι «Οργή Θεού αποκαλύπτεται απ' ουρανού» σε τέτοιους ανθρώπους, που κυρίως ανήκουν στο χώρο της θρησκείας. Όσον αφορά τη δεύτερη, εκείνων που ζουν ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΕΝΗ ΚΑΙ ΟΧΙ ΑΝΑΣΤΗΜΕΝΗ ΖΩΗ, αν δεν πρόκειται για προσωρινό ολίσθημα αλλά για πάγια κατάσταση, τότε, η δική τους πίστη είναι μάταιη και, αλίμονο, θα ισχύσει γι’ αυτούς το «έτι είσθε εν ταις αμαρτίαις υμών».

Η Βίβλος λέει την αλήθεια και μας προειδοποιεί για τους κινδύνους. Στο χέρι μας είναι ν’ αποφασίσουμε τι είδους χριστιανοί θα είμαστε.