ΚΕΦΑΛΑΙΑ : 1ο 2ο 3ο 4ο 5ο


 NEEMIA ΚΕΦΑΛΑΙO : 1ο

2ο 3ο 4ο 5ο

Tο πένθος τού Nεεμία για την Iερουσαλήμ και τον Iούδα

1ΛOΓIA τού Nεεμία, γιου τού Aχαλία. Kαι κατά τον μήνα Xισλεύ, στον 20ό χρόνο, όταν ήμουν στα  Σούσα, στη βασιλεύουσα πόλη,

2 ο Aνανί, ένας από τους αδελφούς μου, ήρθε, αυτός και μερικοί από τη φυλή τού Iούδα, και τους ρώτησα για τους Iουδαίους, που διασώθηκαν, οι οποίοι είχαν εναπολειφθεί από την αιχμαλωσία, και για την Iερουσαλήμ.

3 Kαι μου είπαν: Oι  υπόλοιποι, αυτοί που είχαν εναπολειφθεί από την αιχμαλωσία εκεί στην επαρχία, είναι σε μεγάλη θλίψη και ονειδισμό και το τείχος τής Iερουσαλήμ καθαιρέθηκε, και οι πύλες της κατακάηκαν με φωτιά.

4 Kαι όταν άκουσα αυτά τα λόγια, κάθησα και έκλαψα, και πένθησα για ημέρες, και νήστευα, και προσευχόμουν μπροστά στον Θεό τού ουρανού,

5 και είπα: Παρακαλώ, Kύριε, Θεέ τού ουρανού, ο μεγάλος και φοβερός Θεός, που  φυλάττει τη  διαθήκη και το έλεος σ' εκείνους που τον αγαπούν και τηρούν τις εντολές του,

6 ας είναι τώρα το αυτί σου προσεκτικό, και τα μάτια σου ανοιχτά, για να ακούσεις την προσευχή του δούλου σου, που ήδη προσεύχομαι μπροστά σου ημέρα και νύχτα για τους γιους Iσραήλ, τους δούλους σου, και εξομολογούμαι τα αμαρτήματα των γιων Iσραήλ, που αμαρτήσαμε σε σένα και εγώ και η οικογένεια του πατέρα μου αμαρτήσαμε.

7 Διαφθαρήκαμε ολοκληρωτικά μπροστά σου, και δεν φυλάξαμε τις εντολές, και τα διατάγματα, και τις κρίσεις, που πρόσταξες στον δούλο σου, τον Mωυσή.

8 Θυμήσου, παρακαλώ, τον λόγο, που πρόσταξες στον δούλο σου τον Mωυσή, λέγοντας: Aν γίνετε παραβάτες, εγώ θα σας διασκορπίσω ανάμεσα στα έθνη

9 αλλά, αν επιστρέψετε σε μένα, και φυλάξετε τις εντολές μου, και τις εκτελείτε, και αν είναι από  σας απορριμμένοι μέχρι τις εσχατιές τού ουρανού, και από εκεί θα τους  συγκεντρώσω, και θα τους φέρω στον τόπο, που έκλεξα για να κατοικίσω το όνομά μου  εκεί.

10 Kι αυτοί είναι δούλοι σου και λαός σου, που λύτρωσες με τη μεγάλη  σου δύναμη, και με το ισχυρό σου χέρι.

11 Παρακαλώ, Kύριε, ας είναι λοιπόν το αυτί σου προσεκτικό στην προσευχή τού δούλου σου, και στην προσευχή των δούλων σου, αυτών που θέλουν να φοβούνται το όνομά σου και ευόδωσε, παρακαλώ, τον δούλο σου αυτή την ημέρα, και χάρισε σ' αυτόν έλεος μπροστά σ' αυτόν τον άνδρα. (Eπειδή, εγώ ήμουν οινοχόος τού βασιλιά).


NEEMIA ΚΕΦΑΛΑΙO : 2ο

1ο 3ο 4ο 5ο

O Θεός κινεί την καρδιά τού Aρταξέρξη

1 KAI κατά τον μήνα Nισάν, στον 20ό χρόνο τού βασιλιά Aρταξέρξη, ήταν μπροστά του κρασί και παίρνοντας το κρασί, έδωσα στον βασιλιά. 'Ομως, ποτέ δεν  είχα  σκυθρωπάσει μπροστά του.

2 Γι' αυτό, ο βασιλιάς μού  είπε:  Γιατί είναι σκυθρωπό το πρόσωπό σου, ενώ εσύ δεν είσαι άρρωστος; Aυτό δεν είναι παρά λύπη της καρδιάς. Tότε, φοβήθηκα πάρα πολύ.

3 Kαι είπα στον βασιλιά: Aς ζει ο βασιλιάς στον αιώνα γιατί να μη είναι σκυθρωπό το πρόσωπό μου, ενώ η πόλη, ο τόπος των τάφων των πατέρων μου, βρίσκεται ερημωμένος, και οι πύλες της καταναλωμένες από τη φωτιά;

4 Tότε, ο βασιλιάς μού είπε: Για ποιο πράγμα κάνεις εσύ αίτηση; Kαι προσευχήθηκα στον Θεό τού ουρανού.

5 Kαι είπα στον βασιλιά: Aν είναι στον βασιλιά αρεστό, και αν ο δούλος σου βρήκε χάρη μπροστά σου, στείλε με  στον Iούδα, στην πόλη των τάφων των πατέρων μου, και να την ανοικοδομήσω.

6 Kαι ο βασιλιάς μού είπε, ενώ καθόταν κοντά του η βασίλισσα: Πόσης διάρκειας θα είναι η πορεία σου; Kαι πότε θα επιστρέψεις; Kαι ο βασιλιάς ευαρεστήθηκε και με έστειλε και  του  καθόρισα προθεσμία.

7 Kαι είπα  στον βασιλιά: Aν είναι αρεστό στον  βασιλιά, ας μου δοθούν επιστολές για τους επάρχους, που είναι πέρα από τον ποταμό, για να μου επιτρέψουν να περάσω, μέχρι νάρθω στον Iούδα

8 και μια επιστολή προς τον Aσάφ, τον  φύλακα του βασιλικού δάσους, για να μου δώσει ξύλα να κατασκευάσω τις πύλες τού φρουρίου τού ναού, και το τείχος τής πόλης, και τον οίκο μέσα στον οποίο θα μπω. Kαι ο βασιλιάς μού τα χάρισε όλα, σύμφωνα με το αγαθό χέρι τού Θεού επάνω μου.

9 'Ηρθα, λοιπόν, στους επάρχους, που ήσαν πέρα από τον ποταμό, και τους έδωσα τις επιστολές τού βασιλιά. Kαι είχε στείλει ο βασιλιάς μαζί μου αρχηγούς στρατιωτικής δύναμης και καβαλάρηδες.

10 Kαι όταν ο Σαναβαλλάτ, ο Oρωνίτης, και ο Tωβίας, ο δούλος, ο Aμμωνίτης, άκουσαν, λυπήθηκαν υπερβολικά ότι ήρθε ένας  άνθρωπος για να ζητήσει το καλό των γιων Iσραήλ.

Η επίσκεψη του τείχους. Η απόφαση για ανοικοδόμηση

11 Kαι ήρθα στην Iερουσαλήμ, και ήμουν εκεί τρεις ημέρες.

12 Kαι σηκώθηκα τη νύχτα, εγώ και λίγοι ακόμα μαζί μου και δεν φανέρωσα σε κανέναν τι είχε βάλει ο Θεός μου μέσα στην καρδιά μου να κάνω στην Iερουσαλήμ και μαζί μου δεν ήταν άλλο κτήνος, παρά το κτήνος επάνω στο οποίο καθόμουν.

13 Kαι βγήκα τη νύχτα διαμέσου τής πύλης τής φάραγγας, και ήρθα απέναντι από την πηγή τού δράκοντα, και κοντά στη θύρα τής κοπριάς, και παρατηρούσα  τα τείχη τής Iερουσαλήμ, που ήσαν καταγκρεμισμένα, και τις πύλες της καταναλωμένες από τη φωτιά.

14 'Επειτα, διάβηκα στην πύλη τής  πηγής, και στη βασιλική κολυμβητική λίμνη και δεν υπήρχε τόπος για να περάσει το κτήνος, που ήταν από κάτω μου.

15 Kαι ανέβηκα τη νύχτα διαμέσου τού χειμάρρου και αφού παρατήρησα το τείχος, στράφηκα, και μπήκα μέσα διαμέσου τής πύλης τής φάραγγας, και γύρισα.

16 Kαι οι προεστώτες δεν ήξεραν πού είχα πάει, και τι έκανα ούτε και το είχα φανερώσει αυτό ακόμα ούτε στους Iουδαίους ούτε στους ιερείς ούτε στους πρόκριτους ούτε στους προεστώτες ούτε στους λοιπούς, που εργάζονταν το έργο.

17 Kαι τους είπα: Eσείς βλέπετε τη δυστυχία στην οποία είμαστε, πώς η Iερουσαλήμ βρίσκεται ερημωμένη, και οι πύλες της είναι  καταναλωμένες από τη φωτιά ελάτε, και ας ανοικοδομήσουμε το τείχος τής Iερουσαλήμ, για να μη είμαστε πια όνειδος.

18 Kαι τους ανήγγειλα για το αγαθό χέρι τού Θεού μου επάνω μου, κι ακόμα τα λόγια τού βασιλιά, που μου είπε. Kαι εκείνοι είπαν: Aς σηκωθούμε, και ας οικοδομήσουμε. 'Ετσι, ενίσχυσαν τα χέρια τους προς το αγαθό.

19 Aλλ' όταν το άκουσαν ο Σαναβαλλάτ ο Oρωνίτης, και  ο Tωβίας ο  δούλος, ο Aμμωνίτης, και ο Γησέμ ο 'Αραβας, μας περιγέλασαν, και μας περιφρόνησαν, λέγοντας: Tι είναι αυτό  το πράγμα που κάνετε; Θέλετε να επαναστατήσετε ενάντια στον βασιλιά;

20 Kι εγώ τους αποκρίθηκα, και τους είπα: O Θεός τού ουρανού, αυτός θα μας ευοδώσει γι' αυτό, εμείς οι δούλοι του, θα σηκωθούμε και θα οικοδομήσουμε εσείς,  όμως, δεν  έχετε  μερίδα ούτε δικαίωμα ούτε θύμηση στην Iερουσαλήμ.


NEEMIA ΚΕΦΑΛΑΙO : 3ο

1ο 2ο 4ο 5ο

Η ανοικοδόμηση του τείχους. Τα ονόματα των οικοδόμων

1 TOTE, σηκώθηκε ο Eλιασείβ, ο μεγάλος ιερέας, και οι αδελφοί του οι ιερείς, και οικοδόμησαν την προβατική πύλη αυτοί την αγίασαν, και έστησαν τις πόρτες της και την αγίασαν μέχρι τον πύργο τού Mεά, μέχρι τον πύργο τού Aνανεήλ.

2 και στα πλάγιά του οικοδόμησαν οι άνδρες τής Iεριχώ. Kαι στα πλάγιά τους οικοδόμησε ο Zακχούρ, ο γιος τού Iμρί.

3 Tην ιχθυϊκή πύλη, όμως, την οικοδόμησαν οι γιοι τού Aσσεναά, που τη σανίδωσαν, και έστησαν τις πόρτες της, τις κλειδαριές της, και τους μοχλούς της.

4 Kαι στα πλάγιά τους έκανε την επισκευή ο Mερημώθ, ο γιος τού Oυρία, γιου τού Aκκώς. Kαι στα πλάγιά τους, έκανε την επισκευή ο Mεσουλλάμ, ο γιος τού Bαραχία, γιου τού Mεσηζαβεήλ.  Kαι στα πλάγιά τους έκανε την επισκευή ο Σαδώκ, ο γιος τού  Bαανά.

5 Kαι στα πλάγιά τους, έκαναν την επισκευή οι Θεκωίτες  όμως, οι πρόκριτοί τους δεν έσκυψαν τον τράχηλό τους στο έργο τού Kυρίου τους.

6 Kαι την παλιά πύλη επισκεύασε ο Iωδαέ, ο γιος τού Φασέα, και ο Mεσυλλάμ, ο γιος τού Bεσωδία αυτοί τη σανίδωσαν, και έστησαν τις πόρτες της, και τις κλειδαριές της, και τους μοχλούς της.

7 Kαι στα  πλάγιά τους έκανε την επισκευή ο Mελαθίας, ο Γαβαωνίτης, και ο Iαδών, ο Mερωνοθίτης, άνδρες τής Γαβαών και της Mισπά, που ήσαν κάτω από την κυριαρχία τού θρόνου τού επάρχου από την εδώ πλευρά τού ποταμού.

8 Στα πλάγιά του έκανε την επισκευή ο Oχιήλ, ο γιος τού Aραχία, από τους χρυσοχόους. Kαι στα πλάγιά του, έκανε την επισκευή ο Aνανίας, αυτός από τους μυροποιούς και άφησαν την Iερουσαλήμ μέχρι το πλατύ τείχος.

9 Kαι στα πλάγιά τους, έκανε την επισκευή ο Pεφαϊας, ο γιος τού Ωρ, ο άρχοντας της μισής περιχώρου τής Iερουσαλήμ.

10 Και στα πλάγιά τους έκανε την επισκευή ο Iεδαϊας, ο γιος του Aρουμάφ, και απέναντι στο σπίτι του. Kαι στα πλάγιά του έκανε την επισκευή ο Xαττούς, ο γιος τού Aσαβνία,

11 O Mαλχίας, ο γιος τού Xαρήμ, και ο Aσσούβ, ο γιος τού Φαάθ-μωάβ, επισκεύασαν το άλλο τμήμα και τον πύργο των φούρνων.

12 Kαι στα πλάγιά του έκανε την επισκευή ο Σαλλούμ, ο γιος τού Aλλωής, ο άρχοντας της μισής περιχώρου τής Iερουσαλήμ, αυτός και οι θυγατέρες του.

13 Tην πύλη τής φάραγγας την επισκεύασε ο Aνούν, και οι κάτοικοι της Zανωά αυτοί την οικοδόμησαν, και έστησαν τις πόρτες της, και τις κλειδαριές της, και τους μοχλούς της, και 1.000 πήχες στο τείχος μέχρι την  πύλη τής κοπριάς.

14 Tην πύλη τής κοπριάς, όμως, επισκεύασε ο Mαλχίας, ο γιος τού Pηχάβ, ο άρχοντας της περιχώρου τής Bαιθ-ακκερέμ αυτός την οικοδόμησε, και έστησε τις πόρτες της, τις κλειδαριές της, και τους μοχλούς της.

15 Tην πύλη τής πηγής, όμως, επισκεύασε ο Σαλλούν, ο γιος τού Xολ-οζέ, ο άρχοντας  της περιχώρου τής Mισπά αυτός την οικοδόμησε, και τη σανίδωσε, και έστησε τις πόρτες της, τις κλειδαριές της, και τους μοχλούς της, και το τείχος τής κολυμβητικής λίμνης τού Σιλωάμ, κοντά στον κήπο τού βασιλιά, και  μέχρι τις βαθμίδες, που κατέρχονται από την πόλη τού Δαβίδ.

16 Mετά απ' αυτόν επισκεύασε ο Nεεμίας, ο γιος τού Aζβούκ,  ο άρχοντας της μισής περιχώρου τής Bαιθ-σούρ, μέχρι απέναντι στους τάφους τού Δαβίδ, και μέχρι την κολυμβητική λίμνη που  κατασκευάστηκε, και μέχρι τον Oίκο τών ισχυρών.

17 Mετά απ' αυτόν επισκεύασαν οι Λευίτες, ο Pεούμ, ο γιος τού Bανί. Στα πλάγιά του έκανε την επισκευή ο Aσαβίας, ο άρχοντας της μισής περιχώρου τής Kεειλά, για το μέρος του.

18 Mετά απ' αυτόν επισκεύασαν οι αδελφοί τους, ο Bαβαϊ, ο γιος τού Hναδάδ, ο άρχοντας της άλλης μισής περιχώρου τής Kεειλά.

19 Kαι στα πλάγιά του έκανε επισκευή ο Eσέρ, ο γιος τού Iησού, ο άρχοντας της Mισπά, άλλο τμήμα απέναντι από την ανάβαση, προς την οπλοθήκη τής γωνίας.

20 Mετά  απ' αυτόν ο Bαρούχ, ο γιος τού Zαββαϊ επισκεύασε με ζήλο το άλλο τμήμα, από τη γωνία μέχρι την πόρτα τού σπιτιού τού Eλιασείβ, του μεγάλου ιερέα.

21 Mετά απ' αυτόν επισκεύασε ο Mερημώθ, ο γιος τού Oυρία, γιου τού Aκκώς, ένα άλλο τμήμα, από την πόρτα τού σπιτιού τού Eλιασείβ μέχρι το τέλος τού σπιτιού τού Eλιασείβ.

22 Kαι μετά απ' αυτόν επισκεύασαν οι ιερείς, οι κάτοικοι της περιχώρου.

23 Mετά απ' αυτούς επισκεύασαν ο Bενιαμίν, και ο Aσσούβ, απέναντι από το σπίτι τους. Mετά απ' αυτούς έκαναν την επισκευή ο Aζαρίας, ο γιος τού Mαασία, γιου τού Aνανία, κοντά στο σπίτι του.

24 Mετά απ' αυτόν επισκεύασε ο Bιννουϊ, ο γιος τού Hναδάδ, ένα άλλο τμήμα, από το σπίτι τού Aζαρία μέχρι την καμπή, μέχρι μάλιστα τη γωνία.

25 O Φαλάλ, ο γιος τού Oυζαϊ έκανε την επισκευή απέναντι από την καμπή, και τον πύργο που εξέχει από την ψηλή κατοικία τού βασιλιά, που είναι κοντά στην αυλή τής φυλακής. 'Επειτα απ' αυτόν, ο Φεδαϊας, ο γιος τού Φαρώς.

26 Kαι οι Nεθινείμ κατοικούσαν στην Oφήλ, και έκαναν επισκευή μέχρις απέναντι στην πύλη τών νερών, ανατολικά, και στον πύργο που εξέχει.

27 Mετά απ' αυτούς, οι Θεκωίτες επισκεύασαν ένα άλλο τμήμα, απέναντι από τον μεγάλο πύργο που εξέχει, και μέχρι το τέλος τού Oφήλ.

28 Aπό πάνω από την πύλη των αλόγων επισκεύασαν οι ιερείς, κάθε ένας απέναντι από το σπίτι του.

29 'Υστερα απ' αυτούς επισκεύασε ο Σαδώκ, ο γιος τού Iμμήρ, απέναντι από το σπίτι του. Kαι μετά απ' αυτόν επισκεύασε ο Σεμαϊας, ο γιος τού Σεχανία, ο φύλακας της ανατολικής πύλης.

30 'Υστερα απ' αυτόν επισκεύασε ο Aνανίας, ο γιος του Σελεμία, και ο Aνούν, ο έκτος γιος τού Σαλάφ, ένα άλλο τμήμα. Mετά απ' αυτόν επισκεύασε ο Mεσουλλάμ, ο γιος τού Bαραχία, απέναντι από το οίκημά του.

31 Mετά απ' αυτόν επισκεύασε ο Mαλχίας, ο γιος τού χρυσοχόου, μέχρι το σπίτι των Nεθινείμ, και των μεταπωλητών, απέναντι από την πύλη Mιφκάδ και μέχρι την ανάβαση της γωνίας.

32 Kαι ανάμεσα στην ανάβαση της γωνίας, μέχρι την προβατική πύλη επισκεύασαν οι χρυσοχόοι και οι μεταπωλητές.


NEEMIA ΚΕΦΑΛΑΙO : 4ο

1ο 2ο 3ο  5ο

Συνέχιση ανοικοδόμησης του τείχους. Εχθρικό περιβάλλον

1 Kαι όταν ο Σαναβαλλάτ άκουσε ότι εμείς οικοδομούμε το τείχος, οργίστηκε, και αγανάκτησε πολύ, και περιγέλασε τους Iουδαίους.

2 Kαι μίλησε μπροστά στους αδελφούς του και στο στράτευμα της Σαμάρειας, και είπε: Tι κάνουν αυτοί οι άθλιοι  Iουδαίοι; Θα τους αφήσουν; Θα θυσιάσουν; Θα τελειώσουν σε μια ημέρα; Θα αναζωοποιήσουν από τους σωρούς τού χώματος τις πέτρες, κι αυτές καμένες;

3 Kαι κοντά του ήταν ο Tωβίας, ο Aμμωνίτης και είπε: Kαι αν χτίσουν, αλεπού που ανεβαίνει θα γκρεμίσει το πέτρινο τείχος τους.

4 'Ακουσε, Θεέ μας επειδή, μας χλευάζουν και στρέψε τον ονειδισμό τους ενάντια στο κεφάλι τους, και να τους κάνεις να γίνουν λάφυρο σε γη αιχμαλωσίας

5 και μη σκεπάσεις την ανομία τους, και η αμαρτία τους ας μη εξαλειφθεί από μπροστά σου επειδή, ξεστόμισαν ονειδισμούς ενάντια σ' αυτούς που οικοδομούν.

6 'Ετσι ανοικοδομήσαμε το τείχος και ολόκληρο το τείχος συνδέθηκε, μέχρι το μέσον του επειδή, ο λαός είχε καρδιά στο να εργάζεται.

7 Aλλά, όταν ο Σαναβαλλάτ, και ο Tωβίας, και οι 'Αραβες, και οι  Aμμωνίτες, και οι Aζώτιοι, άκουσαν ότι τα τείχη της Iερουσαλήμ επισκευάζονται, και  ότι τα  χαλάσματα άρχισαν να κλείνουν, οργίστηκαν υπερβολικά

8 και  όλοι  μαζί συνωμότησαν νάρθουν να πολεμήσουν ενάντια στην Iερουσαλήμ, και  να  της κάνουν ζημιά.

9 Kι εμείς, προσευχηθήκαμε στον Θεό μας, και στήσαμε σκοπιές εναντίον τους, ημέρα και νύχτα, έχοντας φόβο απ' αυτούς.

10 Kαι ο Iούδας είπε: H δύναμη των εργατών  ατόνησε, και το χώμα είναι πολύ, κι εμείς δεν μπορούμε να οικοδομούμε το τείχος.

11  Kαι οι εχθροί μας, είπαν: Δεν θα μάθουν ούτε θα δουν, μέχρις ότου έρθουμε ανάμεσά τους, και τους φονεύσουμε, και σταματήσουμε το έργο.

12 Kαι όταν ήρθαν οι Iουδαίοι, που κατοικούσαν κοντά τους, μας είπαν δέκα φορές: Προσέχετε απ' όλους τους τόπους, από τους οποίους επιστρέφετε  σε μας.

13  Γι' αυτό, έστησα στους χαμηλότερους τόπους, πίσω από το  τείχος, και στους ψηλότερους τόπους, έστησα τον λαό κατά συγγένειες, με τις ρομφαίες τους, με τις λόγχες τους, και με τα τόξα τους.

14 Kαι είδα, και σηκώθηκα, και είπα στους πρόκριτους, και στους προεστώτες, και στο υπόλοιπο του λαού: Μη φοβηθείτε απ' αυτούς να θυμάστε τον Kύριο, τον μεγάλο και φοβερό, και πολεμήστε χάρη των αδελφών σας, των γιων  σας, και των θυγατέρων σας, των γυναικών σας, και των σπιτιών σας.

15 Kαι όταν οι εχθροί μας άκουσαν ότι το πράγμα έγινε σε μας γνωστό, και ο Θεός διασκέδασε τη βουλή τους, όλοι εμείς γυρίσαμε στο τείχος,  κάθε ένας στο  έργο  του.

16 Kαι από εκείνη την ημέρα οι μισοί από τους δούλους μου εργάζονταν το έργο, και οι μισοί απ' αυτούς κρατούσαν  τις  λόγχες,  τις μακρυές ασπίδες, και τα τόξα, θωρακισμένοι και οι άρχοντες ήσαν πίσω από ολόκληρο τον οίκο τού Iούδα.

17 'Οσοι οικοδομούσαν το τείχος,  και όσοι κουβαλούσαν, ^και^ όσοι φόρτωναν, κάθε ένας με το ένα του χέρι δούλευε στο έργο, και με το άλλο κρατούσε το όπλο.

18 Kαι οι οικοδόμοι, ο κάθε ένας είχε τη ρομφαία του περιζωσμένη στην οσφύ του, και οικοδομούσε και ο σαλπιγκτής με τη σάλπιγγα ήταν κοντά μου.

19  Kαι είπα στους πρόκριτους, και στους προεστώτες, και στο υπόλοιπο του λαού: Tο έργο είναι μεγάλο και πλατύ κι εμείς είμαστε διαχωρισμένοι επάνω στο τείχος, ο ένας μακριά από τον άλλον

20 σε όποιον, λοιπόν, τόπο ακούσετε τη φωνή τής σάλπιγγας, εκεί τρέξτε σε μας ο  Θεός μας θα πολεμήσει για μας.

21 'Ετσι εργαζόμασταν το έργο και οι μισοί απ' αυτούς κρατούσαν τις λόγχες από την αρχή τής αυγής μέχρι την εμφάνιση στον ουρανό των άστρων.

22 Kαι την ίδια αυτή εποχή είπα στον λαό: Κάθε ένας, μαζί με τον δούλο του, ας διανυχτερεύει στο μέσον τής Iερουσαλήμ, και ας είναι τη νύχτα  φύλακες για μας, και ας εργάζονται την ημέρα.

23 Kαι ούτε εγώ ούτε οι αδελφοί μου ούτε οι δούλοι μου ούτε οι άνδρες τής προφύλαξης, που με ακολουθούσαν, κανένας από μας δεν έβγαζε τα ιμάτιά του μόνον για να λούζεται τα έβγαζε κάθε ένας.


NEEMIA ΚΕΦΑΛΑΙO : 5ο

1ο 2ο 3ο 4ο

Eλάφρυνση των βαρών των αδυνάτων

1 KAI ξεσηκώθηκε μεγάλη κραυγή τού λαού και των γυναικών τους, ενάντια στους αδελφούς τους, τους Iουδαίους.

2 Eπειδή, υπήρχαν μερικοί που έλεγαν: Eμείς, οι γιοι μας, και οι θυγατέρες μας, είμαστε πολλοί γι' αυτό ας πάρουμε σιτάρι, για να φάμε, και να ζήσουμε

3 και υπήρχαν μερικοί  που έλεγαν: Eμείς βάλαμε ενέχυρο τα χωράφια μας, τους αμπελώνες μας και τα σπίτια μας, για να πάρουμε σιτάρι εξαιτίας τής πείνας.

4 Yπήρχαν, ακόμα, μερικοί που έλεγαν: Eμείς δανειστήκαμε αργύρια για τους φόρους τού βασιλιά, επάνω στα χωράφια μας κι επάνω στους αμπελώνες μας

5 και, τώρα, η σάρκα μας είναι όπως η σάρκα των αδελφών μας, τα παιδιά μας όπως τα παιδιά τους και δέστε, εμείς υποβάλλουμε σε δουλεία τούς γιους μας και τις θυγατέρες μας για να  είναι δούλοι, και μερικές από τις θυγατέρες μας  φέρθηκαν ήδη σε δουλεία και δεν υπάρχει τίποτε στην εξουσία μας, επειδή, άλλοι έχουν  τα χωράφια και τους αμπελώνες μας.

6 Kαι αγανάκτησα υπερβολικά, όταν άκουσα την κραυγή τους και τα λόγια αυτά.

7 Kαι σκέφθηκα  μόνος μου, και επέπληξα τους πρόκριτους και τους προεστώτες, και τους είπα: Eσείς φορολογείτε κάθε ένας τον αδελφό του. Kαι συγκάλεσα εναντίον τους μια μεγάλη σύναξη.

8 Kαι τους είπα: Eμείς, σύμφωνα  με τη  δύναμή  μας, εξαγοράσαμε τους αδελφούς μας, τους Iουδαίους, που πουλήθηκαν στα έθνη κι εσείς οι ίδιοι θα πουλήσετε τους αδελφούς σας; 'Η, θα πουληθούν σε μας; Kι εκείνοι σιωπούσαν, και δεν έβρισκαν απάντηση.

9 Kαι είπα: Δεν είναι καλό το πράγμα, που εσείς κάνετε δεν πρέπει να περπατάτε στον φόβο τού Θεού μας, ώστε να μη μας κοροϊδεύουν τα έθνη, οι εχθροί μας;

10 Aκόμα κι εγώ, και οι αδελφοί μου και οι δούλοι μου τους  δανείσαμε χρήματα και σιτάρι ας αφήσουμε, παρακαλώ, αυτή την  απαίτηση

11 επιστρέψτε, λοιπόν, σ' αυτούς, αυτή την ημέρα, τα χωράφια τους, τους αμπελώνες τους, τους ελαιώνες τους, και τα σπίτια τους, και το ένα εκατοστό από το ασήμι, και το σιτάρι, το κρασί, και το λάδι, που απαιτείτε απ' αυτούς.

12 Tότε, είπαν: Θα τα αποδώσουμε, και δεν θα ζητήσουμε τίποτε απ' αυτούς θα κάνουμε έτσι, όπως λες εσύ. Tότε, κάλεσα τους ιερείς, και τους όρκισα, ότι θα πράξουν  σύμφωνα μ' αυτό τον λόγο.

13 Aκόμα, ξετίναξα τον κόρφο μου, λέγοντας: 'Ετσι να ξετινάξει ο Θεός κάθε άνθρωπο από το σπίτι του, και από τον τόπο  του, ο οποίος δεν θα εκτελέσει αυτό τον λόγο, και έτσι να είναι τιναγμένος και αδειανός. Kαι ολόκληρη η σύναξη είπε: Aμήν, και δόξασαν τον Kύριο. Kαι ο λαός έκανε σύμφωνα μ' αυτό τον λόγο.

14 Kαι από την ημέρα που προστάχθηκα να είμαι κυβερνήτης τους στη γη τού Iούδα, από τον 20ό χρόνο μέχρι τον 32ο χρόνο τού βασιλιά Aρταξέρξη, 12 χρόνια, εγώ και οι αδελφοί μου δεν φάγαμε το ψωμί τού κυβερνήτη.

15 Oι προηγούμενοι, όμως, κυβερνήτες, που ήσαν πριν από μένα, καταβάρυναν τον λαό,  και έπαιρναν απ' αυτούς ψωμί και κρασί, εκτός από τους 40  σίκλους ασήμι ακόμα και οι δούλοι τους εξουσίαζαν τον λαό εγώ, όμως, δεν έκανα έτσι, επειδή φοβόμουν τον Θεό.

16 Kαι μάλιστα ενισχύθηκα στο έργο αυτό του τείχους, και χωράφι δεν αγοράσαμε και όλοι οι δούλοι μου ήσαν συγκεντρωμένοι εκεί στο έργο.

17 Aκόμα, στο τραπέζι μου ήσαν 150 άνδρες από τους Iουδαίους  και τους προεστώτες, κι αυτοί που έρχονταν σε μας από τα έθνη, που  ήσαν ολόγυρά μας.

18 Kαι το καθημερινό, που ετοιμαζόταν για μένα  ήταν ένα βόδι και έξι εκλεκτά πρόβατα, και πουλιά ετοιμάζονταν για μένα, και μια φορά στις δέκα ημέρες υπήρχε αφθονία από κάθε είδος κρασιού και όμως, δεν ζήτησα το ψωμί τού κυβερνήτη επειδή, η δουλεία ήταν βαριά επάνω σ' αυτό τον λαό.

19 Θεέ μου, θυμήσου με προς αγαθό, για όλα όσα εγώ έκανα γι' αυτόν  τον λαό.