Ο ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

Οι Εβραίοι συνήθιζαν να καταστρέφουν τα παλαιά χειρόγραφα, όταν αντέγραφαν αυτά σε καινούργια. Τα αρχαιότερα Εβραϊκά χειρόγραφα, οποιουδήποτε τμήματος της Παλαιάς Διαθήκης, ήταν αντίγραφα του 9ου αιώνα π.Χ. Αυτά  αντιπροσωπεύουν το γνωστό «Μασοριτικό κείμενο», που εκδόθηκε το 500 μ.Χ. Όλα τα προηγούμενα κείμενα συμφωνούν στενά μ’ αυτά  του 9ου αιώνα, πράγμα το οποίο αποτελεί μαρτυρία για την φροντίδα με την οποία  αντέγραφαν το Εβραϊκό Κείμενο. Το 1947 Βεδουίνοι βοσκοί ανακάλυψαν στο Κουμράν, κοντά στη Νεκρή Θάλασσα, ρολούς από παπύρους διατηρημένους μέσα σε πιθάρια. Είναι τα πιο αρχαία γραπτά κείμενα της Βίβλου. Η μαρτυρία του Κουμράν μάς φέρνει πίσω στον 1ο αιώνα μ.Χ.

Μια Εβραϊκή παράδοση αναφέρει ότι ο Έσδρας ήταν αυτός ο οποίος όρισε τον ΚΑΝΟΝΑ, αν και αποσπάσματα (συλλογές)  από την Πεντάτευχο και από μερικούς άλλους προφήτες υπήρχαν πολύ παλαιότερα από την εποχή του.

Τα βιβλία του Εβραϊκού κανόνα ήταν χωρισμένα στις ακόλουθες ομάδες: τον Νόμο, τους Προφήτες και τα Αγιόγραφα.

Τα χειρόγραφα του Κουμράν  περιέχουν κείμενα ή αποσπάσματα από όλα τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, εκτός από το βιβλίο της Εσθήρ ( το οποίο ανακαλύφθηκε πιθανότατα αργότερα).

Τα περισσότερα από τα βιβλία της δικής μας Παλαιάς Διαθήκης αναφέρονται στην Καινή Διαθήκη, γεγονός το οποίο αποδεικνύει και ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός με τις συχνές αναφορές Του στις ομιλίες Του. Ο Κανόνας της Παλαιάς Διαθήκης που χρησιμοποιούσε ήταν πανομοιότυπος με εκείνον τον οποίο έκαναν χρήση οι Ιουδαίοι τότε.

Ο Ιώσηπος, αν συμπεριλάμβανε το βιβλίο της Ρουθ μαζί με τους Κριτές, και τους Θρήνους μαζί με τον Ιερεμία στα 22 βιβλία, τα οποία αναγνώριζε, τότε αυτά θα ήταν ισοδύναμα με τα 24 βιβλία του Εβραϊκού Κανόνα.  Αυτά με την σειρά τους ισοδυναμούν με τα βιβλία του Ελληνικού Κανόνα, εφόσον τα βιβλία των δώδεκα μικρών προφητών μαζί με τα βιβλία των Σαμουήλ, Βασιλέων, Χρονικών, Έσδρα και Νεεμία τα υπολόγιζε σαν ένα.

 

Ο ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

Στο τελείωμα του 2ου αιώνα μ.Χ. ήταν σε επίσημη και πλήρη χρήση τα τέσσερα Ευαγγέλια καθώς και το βιβλίο των   Πράξεων των Αποστόλων, το οποίο ήταν η συνέχεια του κατά Λουκά Ευαγγελίου. Ο Τερτυλλιανός και οι πατέρες τις εκκλησίας το επιβεβαιώνουν. Στο τέλος επίσης του 2ου αιώνα ήταν αποδεκτές χωρίς καμία αμφιβολία και οι επιστολές του Παύλου. Για τα υπόλοιπα βιβλία έχουμε λιγότερες μαρτυρίες, εκτός της 1ης Ιωάννου και της 1ης Πέτρου. Η επιστολή προς Εβραίους έγινε γνωστή από τον Κλήμη της Ρώμης το 95 μ.Χ.

Τα βιβλία που προσδιορίστηκαν από την Σύνοδο της Λαοδίκειας το 363 μ.Χ. καθώς και από την σύνοδο της Καρθαγένης το 397 μ.Χ., είναι ίδια με την δική μας Καινή Διαθήκη, εκτός από το βιβλίο της Αποκάλυψης. Ο κανόνας της Καινής Διαθήκης αναπτύχθηκε σύμφωνα με τις ανάγκες των Εκκλησιών. Βασικός παράγοντας, ο οποίος έπαιξε  ρόλο στην ανάπτυξη αυτή, ήταν και το παράδειγμα το οποίο έχουμε και από την Παλαιά Διαθήκη (π.χ. οι Εβραίοι διάβαζαν αποσπάσματα κάθε Σάββατο από την Γραφή).

Η Παλαιά Διαθήκη διαβαζόταν στις συνάξεις της πρώτης Εκκλησίας - έτσι θα ήταν φυσικό οι απόστολοι στην αρχή να έδιναν οι ίδιοι μία προφορική μαρτυρία για την ζωή και το έργο, τον θάνατο και την ανάσταση  του Ιησού Χριστού, βασιζόμενοι στην συνήθεια, την οποία είχαν. Μετά από τον θάνατό τους, η εκκλησία χρειάζονταν και αυτή με την σειρά της  κάποια γραπτή αναφορά με τα όσα είχαν αναφέρει. Οι επιστολές τους έδιναν ήδη οδηγίες για την Χριστιανική  συμπεριφορά, την οποία έπρεπε να είχαν οι πρώτοι Χριστιανοί.

Η πρώτη τυπωμένη έκδοση του Ελληνικού κειμένου ήταν το κείμενο του Έρασμου, το οποίο και τυπώθηκε το 1516. Οι πιο σημαντικές απ’ αυτές ήταν οι εκδόσεις του Στεφάνου, που αποτέλεσαν την βάση της μετάφρασης του Ιακώβου καθώς και  εκείνη του Ελβεζίρ,  το γνωστό σε όλους «Textus Recceptus».

Ανάμεσα στα σημαντικότερα χειρόγραφα που είναι γνωστά σήμερα, είναι οι πάπυροι της συλλογής “Bodmer”, οι οποίοι χρονολογούνται από το τέλος  2ου αιώνα, και οι πάπυροι “Chester Beatty”, που χρονολογούνται από τα μέσα του 3ου αιώνα. Έχουμε και δύο χειρόγραφα, τα οποία αντιγράφτηκαν τον 4ο αιώνα, και είναι ο Σιναϊτικός κώδικας (περιλαμβάνει όλη την Καινή Διαθήκη) και ο Κώδικας του Βατικανού (περιλαμβάνει μέχρι την προς Εβραίους επιστολή).

Το 19ο  αιώνα οι Westcott και Hort τα χρησιμοποίησαν ως βάση κειμένου : με μία προσεκτική εργασία δυόμισι αιώνων κατάφεραν την πιο ακριβή και «κοντινή» με το πρωτότυπο μετάφραση.