Γιατί δεν ακούγονται οι προσευχές;

Πολλοί νομίζουν ότι η προσευχή δεν ακούγεται αν δεν προσθέσουμε στο τέλος και τη φράση: «ΕΝ ΤΩ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ». Αυτή η αντίληψη προέρχεται από το λόγο του Κυρίου Ιησού που είπε: «Και ό,τι αν ζητήσητε εν τω ονόματί μου, θέλω κάμει τούτο, διά να δοξασθή ο Πατήρ εν τω Υιώ» (Ιωάν. 14/ιδ/13). Σαν αποτέλεσμα προσθέτουν στο τέλος κάθε προσευχής τους κάποια φράση όπως «Προσευχόμαστε στο όνομα του Χριστού» ή «Όλα αυτά τα ζητάω στο όνομα του Χριστού» κ.λπ.

Δυστυχώς οι περισσότεροι χριστιανοί δεν γνωρίζουν τι σημαίνει το «εν τω ονόματί μου» στη γλώσσα της Γραφής, που βέβαια δεν σημαίνει να χρησιμοποιώ μια λέξη, –εν προκειμένω το όνομα «Ιησούς»– σαν μια μαγική επωδό, αλλά ΟΣΑ ΖΗΤΩ ΚΑΙ ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ ΤΑ ΖΗΤΩ να είναι τέτοια και έτσι όπως θα τα ζητούσε ο ίδιος ο Χριστός.

Έτσι προσεύχονται για διάφορα πράγματα, που η μελέτη της Βίβλου μας πείθει ότι ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΘΑ ΤΑ ΖΗΤΟΥΣΕ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ στην προσευχή Του.

Κυρίως δε οι άνθρωποι αυτοί λησμονούν τον τρόπο που προσευχόταν ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς, ο οποίος πάντα ενδιαφερόταν να γίνει ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ τΟΥ Θεου. Στην πιο κρίσιμη ώρα, μάλιστα, εκείνη της Γεθσημανή, θυμόμαστε ότι προσευχήθηκε να γίνει «ουχί ως εγώ θέλω, αλλ’ ως συ» (Ματθ. 26/κς/39).

Το μυστικό της επιτυχίας στην προσευχή του Χριστού δεν ήταν η δύναμη της πίστης Του αλλά Η ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΘΕΛΗΜΑΤΟΣ.

Μπροστά στον τάφο του Λάζαρου, λίγο πριν τον αναστήσει, ο Κύριος είπε στον Θεό Πατέρα, «Εγώ εγνώριζον ότι πάντοτε μου ακούεις» (Ιωάν. 11/ια/42).

Πώς είχε αυτή τη βεβαιότητα; Επειδή ο Χριστός ζούσε σε τέλεια εξάρτηση από τον Πατέρα Θεό έτσι ώστε να μπορεί να πει: «Δεν ζητώ το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με Πατρός» (Ιωάν. 5/ε/30). Επίσης, σε άλλη περίσταση, είχε πει, «Κατέβην εκ του ουρανού, ουχί διά να κάμω το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με» (Ιωάν. 6/ς/38).

Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι τα δύο αυτά στην πραγματικότητα σημαίνουν το ίδιο πράγμα· το ΕΝ ΤΩ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ δεν είναι τίποτε άλλο παρά το ΓΕΝΗΘΗΤΩ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΣΟΥ.

Αλλά εμείς έχουμε συχνά την αφέλεια να πιστεύουμε ότι το θέλημα του Θεού δε μπορεί να είναι διαφορετικό από το δικό μας. Πνευματικοί άνθρωποι είμαστε κι εμείς, λέμε. Πνεύμα Άγιο έχουμε κι εμείς.

Αυτό όμως δεν σημαίνει πως ό,τι θέλουμε –ακόμη και αν αυτό που ζητάμε πολλές φορές περιγράφεται στην ίδια τη Βίβλο– είναι τώρα η κατάλληλη στιγμή για να το πραγματοποιήσει ο Θεός..

 

Και τι γίνεται με τους συγγενείς μας;

Ενα σοβαρό θέμα, σχετικό κι αυτό με την προσεχή, που απασχολεί τους περισσότερους χριστιανούς είναι το παραπάνω ερώτημα.

Ποιος δεν θα ήθελε να δει τα αγαπητά του πρόσωπα να ακολουθούν τον Κύριο και να γεύονται την σωτηρία Του. Ποιος δεν θα ήθελε να γνωρίζει ότι θα συναντήσει τους γονείς, το σύζυγο, τα παιδιά, τα αδέλφια του κ.λπ. στη Βασιλεία του Θεού!

Και όμως, αυτός ο καημός, που δοκιμάζουν πλείστοι όσοι χριστιανοί, είναι μια υπόθεση που δεν εξαρτάται ούτε από αυτούς ούτε από τον ίδιο τον Θεό, αλλά από τα συγκεκριμένα άτομα προσωπικά.

Ας θυμηθούμε τι είπε ο Κύριος Ιησούς καθώς πήγαινε για τελευταία φορά στην Ιερουσαλήμ πριν από το Πάθος Του: «Ποσάκις ηθέλησα να συνάξω τα τέκνα σου, καθ’ ον τρόπον συνάγει η όρνις τα ορνίθια εαυτής υπό τας πτέρυγας, και δεν ηθελήσατε» (Ματθ. 23/κγ/37). Ο Κύριος Ιησούς ήθελε πολύ να τους βοηθήσει, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι Του, τους είχε αγαθοποιήσει με πλείστους τρόπους, όμως το αποτέλεσμα δεν άλλαξε και η καταστροφή της τιμωρίας έπεσε επάνω τους.

Θα τολμούσαμε να πούμε, μάλιστα, ότι ο Χριστός ποτέ δεν θα πρέπει να προσευχήθηκε γι’ αυτούς, επειδή γνώριζε εκ των προτέρων ότι μια τέτοια προσευχή δε θα μπορούσε να έχει απάντηση.

Εξάλλου και ο Θεός το έχει πει επανηλειμμένα, ότι «θέλει να σωθώσι πάντες οι άνθρωποι, και να έλθωσιν εις επίγνωσιν της αληθείας» (Α΄ Τιμ. 2/β/4), όμως από ό,τι λέει η Βίβλος, δεν θα είναι λίγοι οι άνθρωποι που θα καταλήξουν στον αιώνιο όλεθρο επειδή δεν ανταποκρίθηκαν στην προσφορά Του.

Στο σημείο αυτό αξίζει να σκύψουμε σε ένα παρεξηγημένο χωρίο του Παύλου, στην Επιστολή προς Ρωμαίους (9/θ/1-3), όπου λέει:  «Αλήθειαν λέγω εν Χριστώ, δεν ψεύδομαι, (έχων συμμαρτυρούσαν με εμέ την συνείδησίν μου εν Πνεύματι Αγίω), ότι έχω λύπην μεγάλην και αδιάλειπτον οδύνην εν τη καρδία μου. Διότι ηυχόμην αυτός εγώ να ήμαι ανάθεμα από του Χριστού υπέρ των αδελφών μου, των κατά σάρκα συγγενών μου».

Είναι σημαντικό εδώ να προσέξουμε ότι ο Παύλος δεν λέει «εύχομαι» αλλά «θα ευχόμουν» (ηυχόμην γαρ). Θα ήθελε να μπορεί να κάνει μια τέτοια ευχή (προσ-ευχή) για χάρη των δικών του ανθρώπων, όμως η λύπη και η αδιάλειπτη οδύνη γέμιζε την καρδιά του επειδή αυτό δεν εξαρτάτο από αυτόν ούτε από την προσευχή του. Σε διαφορετική περίπτωση ο απόστολος του Χριστού θα έπρεπε να πει, «Αν και οι συγγενείς μου δεν έχουν ακόμη πιστέψει, εγώ δεν έχω λύπη, αφού προσευχήθηκα (ή προσεύχομαι) για τη σωτηρία τους και, δε μπορεί, αυτό θα γίνει σε απάντηση των δεήσεών μου»...

Όμως ο Παύλος δε μπορούσε να στηριχτεί στην προσευχή του ούτε στη δική του πίστη για να κερδίσει τους συγγενείς του. Για το λόγο αυτό, καθώς έβλεπε το τέλος να πλησιάζει και τη σκλήρυνση της καρδιάς τους, δε μπορούσε παρά να είναι γεμάτος με λύπη και όχι με ψεύτικες ελπίδες!

Αν, λοιπόν, δεν ακούγονται οι προσευχές μας, ας αναρωτηθούμε μήπως λέμε εύκολα το «ΕΝ ΤΩ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ» αλλά ξεχνάμε να λέμε –και κυρίως να θέλουμε να πούμε– το «ΓΕΝΗΘΗΤΩ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΣΟΥ»!