Κυριακή Προσευχή

« ΠΑΤΕΡ ΗΜΩΝ... »

Μια άλλη προσέγγιση στην Κυριακή Προσευχή

 Δεν μπορώ να λέω:


ΠΑΤΕΡ ΗΜΩΝ

...αν αυτή η συγγενική σχέση δεν εκδηλώνεται στη ζωή μου, κι αν στην καρδιά μου δεν υπάρχει χώρος για άλλους ανθρώπους.

Ο ΕΝ ΤΟΙΣ ΟΥΡΑΝΟΙΣ

...αν όλα μου τα ενδιαφέροντα αφορούν γήινα πράγματα.

ΑΓΙΑΣΘΗΤΩ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ

...αν εγώ, που φέρω αυτό το όνομα, δεν φροντίζω να είμαι άγιος.

ΕΛΘΕΤΩ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΣΟΥ

...αν δεν είμαι πρόθυμος να παραχωρήσω τον εαυτό μου στην κυριαρχία του Θεού.

ΓΕΝΗΘΗΤΩ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΣΟΥ

...αν πρώτος εγώ δεν είμαι πρόθυμος να το εκτελώ στη ζωή μου.

ΩΣ ΕΝ ΟΥΡΑΝΩ ΚΑΙ ΕΠΙ ΤΗΣ ΓΗΣ

...αν δεν είμαι αληθινά έτοιμος να παραχωρήσω τον εαυτό μου στον Θεό εδώ και τώρα.

ΤΟΝ ΑΡΤΟΝ ΗΜΩΝ ΤΟΝ ΕΠΙΟΥΣΙΟΝ ΔΟΣ ΗΜΙΝ ΣΗΜΕΡΟΝ

...αν δεν κάνω το μέρος μου με τίμια εργασία, ή όταν αδιαφορώ για τις ανάγκες των συνανθρώπων μου.

ΚΑΙ ΑΦΕΣ ΗΜΙΝ ΤΑ ΟΦΕΙΛΗΜΑΤΑ ΗΜΩΝ ΩΣ ΚΑΙ ΗΜΕΙΣ ΑΦΙΕΜΕΝ ΤΟΙΣ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙΣ ΗΜΩΝ

...αν εξακολουθώ να φιλοξενώ μέσα μου έχθρα ή φθόνο για κάποιον.

ΚΑΙ ΜΗ ΕΙΣΕΝΕΓΚΗΣ ΗΜΑΣ ΕΙΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΝ

...αν θεληματικά δεν αποφεύγω καταστάσεις όπου δέχομαι πειρασμούς.

ΑΛΛΑ ΡΥΣΑΙ ΗΜΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥ ΠΟΝΗΡΟΥ

Η προσευχή, μαζί με την ελεημοσύνη, τη νηστεία και τον αποδεκατισμό, αποτελούσαν για τους Εβραίους τις μέγιστες πράξεις δικαιοσύνης (Λουκ. 18/ιη/10-12). Μα και ο Χριστός την διατήρησε σε ανάλογη θέση αφού η προσταγή «Προσεύχεσθε» είναι τόσο συχνή μέσα στη διδασκαλία Του.

Η Κυριακή Προσευχή είναι δομημένη σε τρία μέρη. Η αρχική επίκληση ακολουθείται από τρία αιτήματα που αφορούν στον Θεό και η προσευχή κλείνει με τρία αιτήματα σχετικά με τους ανθρώπους που ζουν στην προσδοκία του Κράτους του Θεού. Έχει σαφή εσχατολογικό προσανατολισμό ωστόσο υπονοεί μια άμεση συνεργασία Θεού και ανθρώπων.

Η Εκκλησία είδε πάντοτε την Κυριακή Προσευχή ως την κατ’ εξοχή χριστιανική προσευχή. Ο Τερτυλιανός θεωρούσε την Κυριακή Προσευχή σαν μια επιτομή και σύνθεση τόσο της Παλαιάς όσο και της Καινής Διαθήκης.

«Σε λίγες μόνο λέξεις, συνοψίζει τα ρητά των προφητών, τα ευαγγέλια, τους Απόστολους, τις ομιλίες, τις παραβολές, τα παραδείγματα και τα εντάλματα του Κυρίου και, συγχρόνως, εκπληρώνονται τόσο πολλές από τις ανάγκες μας. Στην επίκληση του Πατέρα, τιμάμε τον Θεό^ στο Όνομα υπάρχει η ομολογία της πίστης^ στο θέλημά Του είναι η προσφορά της υπακοής^ στη βασιλεία καταγράφεται η ελπίδα^ στο ψωμί βρίσκεται το αίτημα για ζωή^ στο αίτημα για συγχώρεση είναι η ομολογία των αμαρτιών^ στο αίτημα για προστασία είναι ο φόβος του πειρασμού. Γιατί απορούμε; Μόνο ο Θεός θα μπορούσε να μας διδάξει πώς θα ήθελε να προσευχόμαστε» (De Oratione 9,1-3).



 

Ι. Η αρχική επίκληση

1. «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς»

Λέγοντας «Πάτερ ημών», ο άνθρωπος αναγνωρίζει την πηγή του και απευθύνεται στην αγάπη Του. Τα περισσότερα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης αποδίδουν στον Γιαχβέ/Κύριο το όνομα «Πατέρας», στο οποίο ενυπάρχουν τα δύο συστατικά της πατρότητας (εξουσία και αγάπη). Ο Θεός παρουσιάζεται αρχικά ως Πατέρας του λαού  Ισραήλ, επειδή τον δημιούργησε μέσω της εκλογής του Αβραάμ και της διαθήκης Του με αυτόν. Έτσι ο Ισραήλ έγινε ο πρωτότοκος του Θεού και συνεπώς ο λαός Του (Έξοδ. 4/δ/22-23, Δευτ. 32/λβ6-8). Ως «Πατέρας» του Ισραήλ είναι τρυφερός και στοργικός. Πάντα φιλεύσπλαχνος και πιστός τους περιβάλλει με αγάπη. «Καθώς σπλαχνίζεται ο πατήρ τα τέκνα, ούτως ο Κύριος σπλαχνίζεται τους φοβουμένους αυτόν» (Ψαλμ. 103/ργ/13, Ησ. 49/μθ/15. 66/ξς/15, Ψαλμ. 131/ρλα/2, Ωσηέ 11/ια/1-4,8). Δικαιούται συνεπώς το γόητρο και τη νόμιμη εξουσία που έχει ο πατέρας μιας οικογένειας, από τον οποίο εξαρτώνται και στον οποίο υποτάσσονται τα παιδιά, αποδίδοντας προσήκοντα σεβασμό και υπακοή (Ησ. 64/ξδ/4, 1/α/2, 30/λ/9, Μαλ. 1/α/6).

Όμως η πατρική ιδιότητα του Θεού προβάλλεται στην Παλαιά Διαθήκη με ιδιαίτερο τρόπο αναφορικά με τον Μεσσία: «Αυτός θέλει κράξει προς εμέ, Πατήρ μου είσαι, Θεός μου, και πέτρα της σωτηρίας μου. Εγώ βεβαίως θέλω κάμει αυτόν πρωτότοκόν μου, ύψιστον επί τους βασιλείς της γης» (Ψαλμ. 89/πθ/27 Β~ Σαμ. 7/ζ/14 Ψαλμ. 2/β/7).

Στην Καινή Διαθήκη η βιβλική αποκάλυψη φανερώνει νέες πτυχές καθώς ο Θεός προβάλλει ως ο Πατέρας του Ιησού Χριστού:

Στα Ευαγγέλια η αυτοσυνειδησία του Ιησού ως Υιού είναι σαφέστατη (Λουκ. 2/β/49, Μάρκ. 13/ιγ/32). Επανηλειμμένα δήλωσε ότι από τον Πατέρα είχε σταλεί (Ιωάν. 3/γ/17,34, 5/ε/23,36,37, 6/ς/44,57 κ.λπ.) γι’ αυτό και η Επιστολή προς Εβραίους Τον ονομάζει «απόστολο», δηλ. αποσταλμένο (3/γ/1). Επίσης βεβαίωσε ότι το κήρυγμά Του ήταν λόγια  του Πατέρα (Ιωάν. 3/γ/34 12/ιβ/49-50 14/ιδ/10) και η δράση Του απέβλεπε στην πραγματοποίηση του έργου του Πατέρα (Ιωάν. 5/ε/19,36 9/θ/4).1

Και στις επιστολές είναι πολύ συχνές εκφράσεις όπως «ο πατέρας του Κυρίου μας Ιησούς Χριστού» και άλλες ανάλογες (Ρωμ. 15/ιε/6, Β~ Κορ. 1/α/3, 11/ια/31, Εφεσ. 1/α/13, Κολ. 1/α/3).

Όλες οι προσευχές του Ιησού στα ευαγγέλια, από την χαρούμενη κραυγή (Ματθ. 11/ια/25-26) ως την επίκληση της αγωνίας στη Γεθσημανή (Ματθ. 26/κς/39,42), και ως την ικεσία από τον σταυρό (Λουκ. 23/κγ/34, 36), αρχίζουν με το «Πατέρα».2

Στο δεύτερο Ευαγγέλιο ο Ιησούς απευθύνθηκε στον Θεό με την έκφραση «Αββά» (Mάρκ. 14/ιδ/16). Πρόκειται για μια αραμαϊκή λέξη στενής οικειότητας που χρησιμοποιούσαν τα παιδιά μόνο όταν απευθύνονταν στον πατέρα τους. (Χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα, όπως εμείς λέμε το «Μπαμπά»). Αποκαλώντας λοιπόν ο Ιησούς τον Θεό «Αββά», φανέρωσε τη μοναδική σχέση μεταξύ Τους, και εμφάνισε συγχρόνως την οικειότητα, την πίστη, τον σεβασμό και την ελεύθερη πρόσβαση που απολάμβανε. Καμία αρχαία εβραϊκή προσευχή, ούτε λειτουργική ούτε ιδιωτική, δεν είχε αποτολμήσει να απευθυνθεί στον Θεό ως «Αββά».3

Εκτός του Ιησού Χριστού, ο Θεός είναι επίσης Πατέρας των Χριστιανών. Αυτό δεν αναφέρεται ως φυσικό επακόλουθο, αφού ο καθένας είναι πλάσμα του Θεού, αλλά ως δώρο που αποκτήσαμε χάρη στον Χριστό.

Αν και εξαιτίας της αμαρτίας είχαμε αλλοτριωθεί από τον Θεό, μέσω της λύτρωσης γινόμαστε δεκτοί με υιοθεσία και ο Θεός τώρα μας προετοιμάζει για να μεταμορφωθούμε στην εικόνα του Υιού Του έτσι ώστε να γίνει Εκείνος ο πρωτότοκος μεταξύ πολλών αδελφών (Ρωμ. 8/η/29).

Μας έχει διαλέξει μέσω του Ιησού Χριστού για να είμαστε τα υιοθετημένα παιδιά Του (Εφ. 1/α/6) και έχει δώσει στις καρδιές μας το Πνεύμα του Υιού Του που φωνάζει: «Αββά, ο Πατήρ» (Γαλ. 4/δ/6). Έτσι το Πνεύμα του Θεού συμμαρτυρεί με το δικό μας πνεύμα ότι είμαστε παιδιά του Θεού (Ρωμ. 8/η/16) και εμείς, που κατέχουμε την «απαρχή» (τα πρωτοκάρπια) του Πνεύματος, στενάζουμε μέσα μας, περιμένοντας πότε η υιοθεσία μας θα γίνει πλήρης και οριστική περιλαμβάνοντας και το σήμερα θνητό μας σώμα (Ρωμ. 8/η/23). (Βλέπε περισσότερα στο πρώτο άρθρο αυτού του τεύχους).

Στο μεταξύ απολαμβάνουμε την θεία υιοθεσία μας μέσω της πίστης σε δηλώσεις του θείου λόγου όπως «Όσοι εδέχθησαν αυτόν, εις αυτούς έδωκεν εξουσίαν να γείνωσι τέκνα Θεού, εις τους πιστεύοντας εις το όνομα αυτού» (Ιωάν. 1/α/12) και «Πάντες είσθε υιοί Θεού διά της πίστεως της εν Χριστώ Ιησού» (Γαλ. 3/γ/26).

2. «Ο εν τοις ουρανοίς»

Στα Ευαγγέλια, ο Ιησούς μιλά επανειλημμένα για «τον Πατέρα τον εν ουρανοίς» (Ματθ. 5/ε/16,45) και τον «Πατέρα τον ουράνιο» (Ματθ. 6/ς/14).

Στην σκέψη του Ιησού και των συγγραφέων της Καινής Διαθήκης ο «ουρανός» είναι ο θρόνος του Θεού (Ματθ. 5/ε/34), από όπου ακούστηκε η φωνή Του (Μάρκ. 1/α/11) και από όπου κατεβαίνει το Άγιο Πνεύμα (Μάρκ. 1/α/10 Πράξ. 1/α/12). Ο Ιησούς που ήταν στον ουρανό (Ιωάν. 6/ς/38) ανέβηκε ξανά εκεί (Πράξεις 1/α/10-11) από όπου μέλλει να κατέβει και πάλι μια ημέρα (Α~ Θεσ. 4/δ/16).

Στενά ενωμένοι με τον Ιησού, τον μονογενή Υιό, όλοι οι μαθητές Του αποτελούν μια ενιαία οικογένεια από υιοθετημένα παιδιά του Θεού. Γι’ αυτό μπορούν κι αυτοί να απευθύνονται στον Θεό ως «Πατέρα» όλης της ανθρωπότητας την οποία Εκείνος τόσο αγαπά, και μέσα στην παντοδύναμη αγάπη Του σκύβει για να χορηγήσει στην ανθρωπότητα την υπερβατικότητά Του, που ανθρώπινα είναι αδύνατο να αποχτηθεί. Εκεί είναι η τελική τους πατρίδα (Φιλιπ. 3/γ/20), το σπίτι τους (Β~ Κορ. 5/ε/1), οι ευλογίες (Εφεσ. 1/α/3), οι ανταμοιβές (Ματθ. 5/ε/12), η ελπίδα (Κολ. 1/α/5) και η κληρονομιά τους (Α~ Πέτρ. 1/α/4). Με αυτό τον τρόπο ο ουρανός είναι μια θεία πραγματικότητα – και συχνά αντικαθιστά το όνομα του Θεού (Ματθ. 3/γ/2, 16/ις/1 κ.λπ.).

3. «Αγιασθήτω το όνομά Σου»

Έτσι ανοίγει η σειρά των τριών αιτημάτων που αναφέρονται στον Θεό. Η κτητική αντωνυμία σε δεύτερο ενικό πρόσωπο χρησιμοποιείται και στα τρία αυτά αιτήματα: το όνομα «Σου», η βασιλεία «Σου», το θέλημά «Σου». Αλλά δεν υπάρχει τρόπος οι άνθρωποι να επιτύχουν τέτοια κατορθώματα. Για τούτο τα αιτήματα αυτά πρέπει να νοηθούν με έναν τρόπο αυτοπαθητικό, όπου τα «αγιασθήτω», «ελθέτω» και «γενηθήτω», υπονοούν το «από Εσέ» και συνεπώς θα μπορούσαν να αποδοθούν ως «Αγίασε το όνομά Σου», «Έλα και βασίλεψε», «Εκτέλεσε το  θέλημά Σου».

α) Το όνομα

Στους σημιτικούς λαούς το όνομα προσδιορίζει το άτομο, αναφερόμενο σε ιδιότητες που καθορίζουν την ποιότητα του ανθρώπου. Παρ’ όλο όμως που ανάμεσα στους ανθρώπους υπάρχουν πολλοί που δεν τιμούν το όνομά τους, ο Θεός ανταποκρίνεται πλήρως σε ό,τι υπονοείται από αυτό.

β) Πώς αγιάζεται το Όνομα του Θεού;

Σύμφωνα με τη Βίβλο το Όνομα του Θεού, ενώ μπορεί να ατιμάζεται μόνο από τον άνθρωπο, μπορεί να αγιάζεται από τον άνθρωπο αλλά και από τον ίδιο τον Θεό. Ο άνθρωπος αγιάζει το Όνομα του Θεού τηρώντας τις εντολές Του και το βεβηλώνει όταν τις παραβιάζει. Στο Λευιτικό λέει, «Θέλετε λοιπόν φυλάττει τας εντολάς μου, και θέλετε εκτελεί αυτάς. Εγώ είμαι ο Κύριος^ και δεν θέλετε βεβηλόνει το όνομα μου το άγιον^ αλλά θέλω αγιάζεσθαι μεταξύ των υιών Ισραήλ. Εγώ είμαι ο Κύριος, ο αγιάζων υμάς» (22/κβ/31-32). Σημειώστε τις δύο παράλληλες μορφές: την προοδευτική «θέλετε φυλάττει» και «είμαι άγιος»^ και την αντιθετική «θέλετε φυλάττει» και «δεν θέλετε βεβηλόνει».

Παράλληλα ο Θεός αγιάζει το όνομά Του όταν τιμωρεί τους Ισραηλίτες που είναι ένοχοι για ειδωλολατρία αλλά και όταν τους απελευθερώνει ύστερα από τη μετάνοιά τους. (Έξοδ. 39/λθ/1-7). Τελικά όμως ο Θεός θα αγιάσει το όνομά Του με έναν ορισμένο και τέλειο τρόπο, όταν καθαρίσει τους Ισραηλίτες από τις αμαρτίες τους, δίνοντάς τους νέα καρδιά και νέο πνεύμα, έτσι ώστε να μπορούν να τηρήσουν τους νόμους Του (Έξοδ. 36/λς/22-28). Οι Χριστιανοί ξέρουμε ότι ο Θεός έχει αρχίσει ήδη αυτή την εσχατολογική εποχή επεμβαίνοντας σωτηριολογικά μέσω του Υιού και χαρίζοντάς μας το Άγιο Πνεύμα Του. Εμμένοντας σ’ αυτή την κλήση οι Χριστιανοί αγιάζουν το Όνομα του Θεού τηρώντας τους νόμους Του και αποδίδοντάς Του δόξα.

4. «Ελθέτω η βασιλεία Σου»

Α) Η Βασιλεία

Η βασιλεία του Θεού αποτελεί την κεντρική διδασκαλία που ο Ιησούς μετέδωσε στα πλήθη και στους μαθητές Του άλλοτε με γλώσσα σαφή και άλλες φορές κάτω από το πέπλο των παραβολών.

Διάλεξε να χρησιμοποιήσει την έκφραση «Βασιλεία του Θεού» για να δείξει την εξουσία του Θεού και την επικράτεια ή τους υπηκόους πάνω στους οποίους αυτή ασκείται. Αυτό τονίζεται πολύ καλά στην Επιστολή προς Εβραίους. Πρόκειται βέβαια για μια επικράτεια υπερφυσική αλλά θα μπορούσε να υπονοεί και μια κατάσταση παρούσα ή εσχατολογική, μια πραγματικότητα γήινη ή ουράνια.

Β) Ο ερχομός της Βασιλείας

Ο Ιησούς είπε μερικές φορές για τη βασιλεία του Θεού ότι «είναι πλησίον» (Ματθ. 4/δ/17, 10/ι/7) και άλλες φορές ότι «έφθασεν εις εσάς» (Ματθ. 12/ιβ/28). Στη σκέψη του Ιησού, η βασιλεία είναι και μελλοντική και άμεση, παρούσα, όμως κρυμμένη μυστηριωδώς μέσα στον Ίδιο και το έργο Του.

Το ρήμα «ελθέτω» είναι σε χρόνο αόριστο. Με τον τρόπο αυτό οι Χριστιανοί δεν ζητούν έναν αργό και προοδευτικό ερχομό της βασιλείας του Θεού στη γη αλλά μια μοναδική και οριστική εισβολή της, τότε που ο Θεός θα έρθει να κυβερνήσει προσωπικά. Αυτό το εσχατολογικό γεγονός θα συμπέσει με τον λαμπρό ερχομό του Ιησού, που οι Χριστιανοί επικαλούνται με το «Μαράν αθά» (Α~ Κορ. 16/ις/22) και το «Έρχου Κύριε Ιησού» (Αποκ. 22/κβ/20). Τότε ο Ιησούς θα συντρίψει όλους τους εχθρούς, συμπεριλαμβανομένου του θανάτου, και κατά συνέπεια ο Θεός θα είναι «τα πάντα εν πάσι» (Α~ Κορ. 15/ιέ/28).

5. «Γενηθήτω το θέλημά Σου»

Tο θέλημα του Θεού

Εκτός από την Αποκάλυψη (4/δ/11), που μιλά για το δημιουργικό θέλημα του Θεού, το «θέλημα» του Θεού σε ολόκληρη την Καινή Διαθήκη αποβλέπει στην πραγμάτωση της σωτηρίας Του, που εγκαινιάστηκε από τον Χριστό στα πλαίσια της Εκκλησίας, όμως αποκαλύπτεται και εξαπλώνεται στην ολότητά της μόνο στην εσχατολογική εποχή. Το θέλημα του Θεού να σώσει «πάντας ανθρώπους», εκφράζεται άλλοτε με τη μορφή μιας υπόσχεσης και άλλοτε με τη μορφή μιας κατάστασης.

Στο τρίτο αυτό αίτημα του «Πάτερ ημών», περιλαμβάνονται και οι δύο πτυχές του θελήματος του Θεού, και οι Χριστιανοί ζητούν από τον Θεό να εκπληρώσει το σχέδιο Του για τη σωτηρία. Ζητούν να μην εμποδίσει η ανθρωπότητα με τις αμαρτίες της, την εκπλήρωση του θείου προγράμματος της σωτηρίας και με θετικούς όρους, ζητούν να συνεργαστούν με τον Θεό τηρώντας τις ηθικές Του απαιτήσεις.

Αν είναι αληθινό, όπως λέει ο Αυγουστίνος, ότι «ο Θεός δεν θέλει να σε σώσει χωρίς τη συνεργασία σου», τότε ο Θεός εκπληρώνει το σχέδιο σωτηρίας Του κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η ανθρωπότητα, με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος, να αισθάνεται ελεύθερη να ακολουθήσει τα θεία εντάλματα.

Κυρίως όμως αυτό το τρίτο αίτημα αναφέρεται σ’ εκείνους που είναι «προσμένοντες και σπεύδοντες εις την παρουσίαν της ημέρας του Θεού» (Β~ Πέτρ. 3/γ/12) τότε που θα λάβει χώρα η οριστική και πλήρης εκτέλεση του θείου θελήματος.

6. «Ως εν ουρανώ και επί της γης»

Η φράση αυτή δεν αναφέρεται μόνο στο τρίτο αίτημα αλλά μαζί και στα τρία. Ακριβώς όπως ο Θεός αγιάζει πάντα το Όνομά Του στον ουρανό, όπου βασιλεύει και εκτελεί το θέλημά Του, έτσι ο πιστός ζητά από τον Θεό να αγιάζει το Όνομά Του, να βασιλεύει και να εκτελεί το θέλημά Του στη γη. Έτσι, για να το πούμε με άλλο τρόπο, ο Θεός τελικά αγιάζει το Όνομά Του, κυβερνά και εκτελεί το θέλημά Του σε ολόκληρο το Σύμπαν που περιλαμβάνει και τον ουρανό και την γη.

7. «Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον»

Έτσι εισερχόμαστε στα τρία αιτήματα που αφορούν τους μεσσιανικούς ανθρώπους. Οι αντωνυμίες εδώ είναι σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο: δώσε «μας» το καθημερινό ψωμί «μας», συγχώρεσε «μας» τις αμαρτίες «μας», μην «μας» οδηγήσεις σε πειρασμό, ελευθέρωσέ «μας» από τον πονηρό.

Α) Το ψωμί

Το ψωμί, όπως και το λάδι και το κρασί, αποτελούν τη βασική τροφή στις χώρες γύρω από τη Μεσόγειο. Με το ψωμί υπονοείται κάθε τι που χρησιμεύει για να στηρίξει το σώμα. Έτσι ο Χριστιανός ικετεύει τον Θεό με ανοικτά χέρια για την τροφή του ή, σύμφωνα με τη φράση του Ψαλμωδού, για «αυτάρκη τροφή».

Β) Επιούσιος

Η λέξη έχει προβληματίσει ήδη από τα χρόνια του Ωρηγένη. Σύμφωνα με διάφορες ετυμολογίες, θα μπορούσε να σημαίνει το ψωμί «της ημέρας που έρχεται», της ημέρας που βρίσκεται μπροστά μας – του σήμερα. Ίσως χρησιμοποιείται αυτή η λέξη για να μην επαναληφθεί το «σήμερον». Αντί να πει «δώσε μας σήμερα το ψωμί για σήμερα», λέει «τον άρτον τον επιούσιο δος ημίν σήμερον».

Λέγοντας αυτό το αίτημα οι Χριστιανοί θυμούνται τα λόγια του Ιησού, ότι «Εξεύρει ο Πατήρ σας ο ουράνιος ότι έχετε χρείαν πάντων τούτων (τροφή και ενδύματα). Αλλά ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού, και την δικαιοσύνην αυτού^ και ταύτα πάντα θέλουσι σας προστεθή» (Ματθ. 6/ς/32-33). Η πίστη στη γενναιοδωρία του ουράνιου Πατέρα είναι μια αναγκαία συνθήκη, αφού είναι Εκείνος που παρέχει ό,τι χρειάζεται για να συντηρηθεί όλη η κτίση. Ο Ιησούς προειδοποίησε τους μαθητές Του να μην ανησυχούν και αποθηκεύουν αγαθά για τους εαυτούς τους^ αντίθετα συνέστησε να είναι νοήμονες για τα πράγματα αυτού του κόσμου. «Μη μεριμνήσητε λοιπόν περί της αύριον^ διότι η αύριον θέλει μεριμνήσει τα εαυτής^ αρκετόν είναι εις την ημέραν το κακόν αυτής» (Ματθ. 6/ς/34).

Από την άλλη πλευρά όμως η `ημέρα που έρχεται’ είναι επίσης το `αύριον’, δηλ. η εσχατολογία. Έτσι, ζητώντας τον επιούσιο άρτο, οι Χριστιανοί ζητούν και το ψωμί του εσχατολογικού `αύριο’, δηλαδή το δείπνο στην Βασιλεία των ουρανών (Λουκ. 14/ιδ/15). Και το ζητούν σήμερα, επειδή όλη τη γήινη πραγματικότητα ο γνήσιος πιστός πρέπει και μπορεί να τη ζήσει καλά ως να είναι `ήδη’ ένα εσχατολογικό “σήμερα”, που περιμένει την ολοκληρωτική του εκπλήρωση στο μέλλον του εσχατολογικού “αύριο”.

8. «Άφες ημίν τα οφειλήματα ημών»

Τα οφειλήματα

Δεν πρόκειται για το χρέος της ευγνωμοσύνης που οφείλουμε στον Θεό για τη γενναιοδωρία Του αλλά, σύμφωνα με την ιουδαϊκή κατανόηση, αφορά τις αμαρτίες μας, αφού ως άνθρωποι έχουμε παραβεί το θέλημά Του και πρέπει να κάνουμε την οφειλόμενη αποκατάσταση. Επειδή όμως ως αμαρτωλοί δεν μπορούμε να ικανοποιήσουμε αυτή την υποχρέωση, απευθυνόμαστε στο δικό Του έλεος. Η αναγνώριση της αδυναμίας μας να πληρώσουμε το χρέος, μας αναγκάζει να στραφούμε ταπεινά προς τον ελεήμονα Θεό, ζητώντας Του να συγχωρέσει τις αμαρτίες που εμείς δεν μπορούμε να εξοφλήσουμε.

Πολλοί έχουν την τάση να εντάσσουν εδώ ακόμη και εκείνα τα “χρέη” που κάλλιστα θα μπορούσαν να τακτοποιήσουν εκφράζοντας δημόσια τη λύπη και τη μετάνοιά τους και ζητώντας συγνώμη από εκείνους που έβλαψαν. Επειδή όμως είναι πιο “βολικό” για τον εγωισμό μας, να παραπέμπουμε τις εκκρεμότητες στο μέλλον, θεωρούν ότι το κόστος θα είναι τότε μικρότερο. Δεν υπάρχει ωστόσο μεγαλύτερο λάθος αφού όλα αυτά τα περιμένει ο έλεγχος που θα λάβουμε από τον Κύριο στο μέλλον, στο βήμα του Χριστού (Β~ Κορ. 5/ε/10).

9. «Ως και ημείς αφίεμεν τοις...»

Για να εκδηλωθεί αυτή η γενναιοδωρία του Θεού, προκειμένου να μας παράσχει την άφεση, υπάρχει ένας μοναδικός όρος: Ότι και εμείς θα πρέπει να συγχωρήσουμε εκείνους που αμαρτάνουν σε μας, εκείνους που μας έκαναν κακό. Και τούτο μπορεί να γίνει μόνο ακολουθώντας το παράδειγμα που πρώτος Εκείνος έδειξε έμπρακτα σε μας. Εξυπακούεται πως και το αντίθετο είναι αληθινό: ότι δηλαδή η προσευχή μας δε θα λάβει απάντηση αν, όπως ο αχάριστος δούλος (Ματθ. 18/ιη/ 23,25, πρβλ. 6/ς/14-15), εμείς αρνούμαστε να συγχωρήσουμε τους συνανθρώπους μας όταν εκείνοι μάς το ζητούν.

10. «Μη εισενέγκεις ημάς εις πειρασμό, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού»

Α) Ο πειρασμός

Πειράζω σημαίνει δοκιμάζω κι ο πειρασμός είναι μια δοκιμασία, ένα βάσανο.

Μερικές φορές είναι οι άνθρωποι που πειράζουν τον Θεό, όπως έκαναν οι Ισραηλίτες στην έρημο (Δευτ. 8/η/2). Αυτό σημαίνει ότι προκαλούν τον Θεό, αρνούμενοι να δείξουν πίστη και υπακοή, και ζώντας αντίθετα με το σχέδιό Του για τη σωτηρία.

Άλλες φορές είναι ο Θεός που δοκιμάζει τους ανθρώπους, όπως όταν δοκίμασε την πιστότητα του Αβραάμ, ζητώντας του να θυσιάσει τον Ισαάκ (Γεν. 22/κβ). 4 Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός, θέλοντας να πραγματοποιήσει το σχέδιό Του για τη σωτηρία, βάζει απέναντι στους ανθρώπους το δίλημμα να πιστέψουν ή όχι σ’ Αυτόν, να υπακούσουν ή να μην υπακούσουν.

Όμως κυρίως είναι ο Διάβολος, ο Σατανάς, που πειράζει τους ανθρώπους, προσπαθώντας να εμποδίσει το θείο σχέδιο για τη σωτηρία και επιδιώκοντας να τους παρασύρει σε απιστία και ανυπακοή (Ματθ. 4/δ/1-11).

Ο πειρασμός με αυτή την έννοια δεν έρχεται από τον Θεό. Όμως με το δικό τους τρόπο σκέψης οι Σημίτες, τα αποδίδουν όλα στον Θεό, που θεωρείται ως η υπέρτατη αιτία των πάντων (πρβλ. τον Πρόλογο στο βιβλίο του Ιώβ). Εδώ το αίτημα αναφέρεται βασικά στους πειρασμούς της καθημερινής ζωής, που όμως είναι εικόνα και προάγγελος του πειρασμού των εσχάτων ημερών, `της ώρας του πειρασμού ήτις μέλλει να έλθη επί της οικουμένης όλης’ (Αποκ. 3/γ/10).

Με το αίτημα αυτό οι Χριστιανοί ζητούν από τον ουράνιο Πατέρα όχι απλά να τους φυλάξει από τον πειρασμό, αλλά μάλλον να τους προστατεύσει ώστε να μην πέσουν κατά τον πειρασμό. Σύμφωνη με τις σκέψεις αυτές είναι και η διδασκαλία που βρίσκουμε στην Α~ Κορ. 10/ι/13: «Πιστός όμως είναι ο Θεός, όστις δεν θέλει σας αφήσει να πειρασθήτε υπέρ την δύναμίν σας, αλλά μετά του πειρασμού θέλει κάμει και την έκβασιν, ώστε να δύνασθε να υποφέρητε».

Β) Απελευθέρωση από τον Πονηρό

Σ’ αυτό το δεύτερο μέρος του έκτου αιτήματος επαναλαμβάνεται λίγο πολύ ό,τι ειπώθηκε στο πρώτο μέρος, μόνο που εδώ εκφράζεται με θετικό τρόπο και οι Χριστιανοί, αντί να παρακαλούν τον Θεό να μην τους οδηγήσει σε πειρασμό, Τον παρακαλούν να τους προστατεύσει από τον πονηρό.

Η φράση «από του πονηρού» θα μπορούσε να είναι γενική ουδετέρου (το κακόν) ή γενική αρσενικού (ο κακός). Αν και δεν αποκλείεται η περίπτωση του ουδετέρου, οπότε το “κακό” θα μπορούσε να σημαίνει οποιοδήποτε κακό, με όποια μορφή αυτό μπορεί να συμβεί στη ζωή μας (ασθένεια, ατύχημα, θάνατος, οικονομική καταστροφή κ.λπ.), μάλλον το αίτημα αναφέρεται σ’ εκείνον που είναι η πηγή παντός κακού, δηλαδή στον Σατανά.

Είναι άξιο απορίας πώς οι πιστοί συνήθως ζητούμε από τον Κύριο να μας φυλάξει από τα διάφορα “κακά” (=δεινοπαθήματα), αλλά αδιαφορούν για τον κίνδυνο του ΚΑΚΟΥ, με τον οποίο μάλιστα είμαστε πρόθυμοι και να συζητήσουμε τις προτάσεις του, γι’ αυτό και στο τέλος πέφτουμε στις παγίδες του, όπως και η Εύα.

11. «Ότι σου εστιν η βασιλεία...»

 

Η φράση «ότι σου εστιν η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα εις τους αιώνας^ αμήν», βρίσκεται στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου (κεφ. 5/ε~) μόνο στο εκκλησιαστικό κείμενο (textus receptus), ως καταληκτική του εδαφίου 13, ενώ δεν υπάρχει σε κανένα από τα αρχαία χειρόγραφα, ούτε και στο παράλληλο κείμενο στο Ευαγγέλιο του Λουκά (κεφ. 11/ια~). Πρόκειται μάλλον για μεταγενέστερη προσθήκη που πρώτα απαντάται στη “Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων” 5, γραπτό που ενδεχομένως γράφτηκε τον δεύτερο μ.Χ. αιώνα, περί του οποίου ο καθηγητής του Παν/μίου Αθηνών Δ. Μπαλάνος σημειώνει ότι, όπως και κάποια άλλα παρόμοια συγγράμματα, «δεν εγράφησαν όλα εις την αποστολικήν ή και την πρώτην μεταποστολικήν εποχήν, ούτε όλα έχουν ακραιφνή ορθόδοξον διδασκαλίαν εις όλα τα σημεία» 6.
 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

 

1 Ας σημειωθεί για παραπέρα εξέταση ότι ο Ιησούς δεν λέει ποτέ τον Θεό «Πατέρας μας» αλλά «Πατέρας μου και Πατέρας σας» (Ιωάν. 20/κ/17) διακρίνοντας μεταξύ του «μου» (Ματθ. 7/ζ/21) και του «σας» (Ματθ. 5/ε/16)

2 Μόνο στον σταυρό χρησιμοποίησε το «Θεέ μου, Θεέ μου, διατί με εγκατέλειπες;» αλλά τούτο δεν ήταν παρά μια παραπομπή από τον Ψαλμό 22/κβ/2.

3 Η προσφώνηση Αββά» συναντιέται άλλες δύο φορές στην Καινή Διαθήκη, σε σχέση με τους πιστούς, όταν ο Παύλος εξηγεί: «Δεν ελάβετε πνεύμα δουλείας διά να φοβήσθε πάλιν, αλλ’ ελάβετε πνεύμα υιοθεσίας, διά του οποίου κράζομεν, Αββά, ο Πατήρ» (Ρωμ. 8/η/15) και επίσης, «Και επειδή είσθε υιοί, εξαπέστειλεν ο Θεός το Πνεύμα του Υιού αυτού εις τας καρδίας σας το οποίον κράζει^ Αββά, ο Πατήρ» (Γαλ. 4/δ/6), δείχνοντας την εξύψωση των πιστών πλάι στον πρωτότοκο αδελφό τους Ιησού.

4 Αν και στην Επιστολή του Ιάκωβου διαβάζουμε ότι «ο Θεός είναι απείραστος κακών, και αυτός ουδένα πειράζει» (1/α/13), εντούτοις στην Παλαιά Διαθήκη (στη μετάφραση των Ο~) ο Θεός παρουσιάζεται να “πειράζει” τον Αβραάμ: «kai. evge,neto meta. ta. r`h,mata tau/ta o` qeo.j evpei,razen to.n Abraa,m». (Πρβλ. Έξοδ. 20/κ/20, Β~ Χρον. 32/λβ/31 κ.λπ.).

5 Μουστάκη Βασ., “Οι Αποστολικοί Πατέρες”, Β~ Έκδ., “Αστήρ” Αθήνα 1986, σελ. 16.

6 Μπαλάνου Δ., “Οι Πατέρες και Συγγραφείς της Αρχαίας Εκκλησίας”, Β~ έκδ. Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 1961, σελ. 15.