Η ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ  ΤΗΣ  ΑΓΙΑΣ  ΓΡΑΦΗΣ

Κ

 

Καθαιρώ

κατεδαφίζω, γκρεμίζω, καταστρέφω

Καθίσταμαι

γίνομαι, καταντώ

Καίτοι

αν και, μολονότι

Κακοήθεια

ανηθικότητα, φαυλότητα, απάτη

Κακουχία

σωματική ταλαιπωρία, βασανισμός

Κάλαμος

το καλάμι, η γραφίδα

Κάμηλος

καμήλα

Κάμιλος

πολύ χοντρό σχοινί

Κάμπτω

λυγίζω, ταπεινώνω, εξουδετερώνω αντίσταση

Καπηλεύω

φθείρω, απατώ, νοθεύω

Καρτερώ

περιμένω υπομονετικά, αντέχω

Καταβάλλω

νικώ, εξασθενίζω, εξαντλώ

Καταβολής κόσμου

αφότου πλάστηκε ο κόσμος

Καταγίνομαι

ασχολούμαι

Κατάδηλος

ολοφάνερος

Καταισχύνω

ατιμάζω, καταντροπιάζω, βρίζω

Κατακαίω

καίω εντελώς, όλως διόλου

Καταλαλώ

κακολογώ, δυσφημώ, διαβάλλω

Καταλείπω

αφήνω πίσω μου, αφήνω και φεύγω

Κατάλοιπο

υπόλοιπο, απομεινάρι

Κατάλυμμα

τόπος ή χώρος προσωρινής διαμονής

Καταλύω

διαλύω, καταργώ, καταστρέφω, αφανίζω

Καταντήσω

φτάνω σε κάποιο τόπο, φτάνω σε κάτι, μετέχω, αποκτώ

Κατάνυξη

βαθιά συγκίνηση μπροστά σε κάτι το θείο

Κατάπαυση

τελεία παύση, σταμάτημα, ανάπαυση

Καταπείθω

πείθω απόλυτα

Καταπέτασμα

ύφασμα που χωρίζει τα Άγια των Αγίων από τα Άγια

Καταπίεση

ισχυρά πίεση

Καταποντίζω

βυθίζω, αφανίζω, πνίγω

Καταρτίζω

διορθώνω, παρασκευάζω, συγκροτώ, μορφώ

Κατασκήνωση

ο τόπος όπου αναπαύεται κάποιος

Κατασκιάζω

κατασκεπάζω με σκιά, ισκιώνω

Καταστρώνω

καταρτίζω, συντάσσω σε όλες τις λεπτομέρειες

Καταφεύγω

πηγαίνω κάπου για αναζήτηση προστασίας

Καταφρονώ

περιφρονώ, φρονώ κατά τινός

Καταχθόνια

τα υποκάτω της γής, υπόγεια

Κατεπόθη

(καταπίνω = εξολοθρεύω), εξολοθρεύθη

Κατήφεια

κατσούφιασμα, σκυθρωπότητα, λύπη

Κάτοπτρο

κάθε επιφάνεια που αντανακλά, καθρέπτης

Καύμα

υπερβολική ζέστη, ηλιόκαυμα

Καύχημα

καμάρι, καύχηση, παρρησία

Κείμαι

βρίσκομαι, ξαπλωμένος, θαμμένος

Κείρω

κόβω τα μαλλιά, κουρεύω

Κεκαυτηριασμένη

(καυτηριάζω = καίω, σημαδεύεω), έχει καυτηριαστεί

Κεκυρωμένη

επικυρωμένη

Κέλευσμα

παράγγελμα, πρόσταγμα

Κενόδοξος

ματαιόδοξος, δοξομανής, άδειος απ΄όλα

Κεραμέας

τεχνίτης για πήλινα αγγεία ή κεραμίδια

Κέρας

εξέχουσα άκρη, κέρατο ζώου μ.τ.φ δύναμη

Κηλίδα

λεκέσ, μόλυσμα,όνειδος, καταισχύνη

Κινάμωμον

η κανέλλα

Κλάσματα

κομμάτια, ίσα μέρη μονάδας

Κληθή

(κλήση, καλέω = προσκαλώ ονομάζω), προσκαλεσθή

Κλητός

καλεσμένος

Κλίνη

κρεβάτι

Κλονίζομαι

κυριεύομαι από αμφιβολία, πάω να πέσω

κλώμενο

(κλάω = σπάω, αποκόβω, τσακίζω), σπασμένο

Κοινωνία

συναναστροφή, συμμετοχή σε έρανο

Κοίτη

το κρεβάτι, μέρος για πλάγιασμα

Κόμη

οι τρίχες της κεφαλής, τα μαλλιά

Κονιορτός

σύννεφο σκόνης

Κόσμιος

(κόσμος) τακτικός, σεμνός, τίμιος, σώφρων

Κραιπάλη

μεγάλο μεθύσι, ακόλαστη οργιώδης ζωή

Κραταιός

δυνατός, ισχυρός

Κράτιστος

αγαθός, ισχυρότατος, ικανότατος

Κράτος

δύναμη, ισχύ, αρχή, εξουσία

Κρημνισμός

γκρέμισμα

Κρημνός

γκρεμός, τόπος απόκρημνος

Κρίθινος

κριθαρένιος

Κτήτορας

κύριος, ιδιοκτήτης

Κύμβαλο

είδος κρουστού μουσικού οργάνου

Κυριότητα

κατοχή ενός πράγματος, ιδιοκτησία

Κυρτώνω

δίνω σε κάτι σχήμα κυρτό, καμπουριάζω

Κύων (ο)

σκύλος ή σκύλα

Κωλύων

εμποδίζων, αποτρέπων (μτφ: Πνεύμα Άγιο)

Κώμος

ασωτίες, γλέντια ασελγή